Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Η ΚΡΙΣΗ


         Η ΚΡΙΣΗ
         ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ




ΑΘΗΝΑ2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

                   ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  1. Βρασμός
  2. Μακριά τα χέρια απ την τσέπη
  3. Μαύρα σύννεφα
  4. Μαύρο μέτωπο
  5. Μετανιώνω
  6. Μου τα πήρες όλα
  7. Να σώσουμε την πατρίδα
  8. ΝΤΡΟΠΗ
  9. Ποιος δεν γνωρίζει
  10. Ταξίδι
  11. Το καλοκαίρι εκείνο
  12. Τρελός χορός
  13. Φαντάσματα
  14. Φάτε
  15. Ο Βρικόλακας των…ηλιθίων













                               Βρασμός



Ο τόπος όλος σαν καζάνι βράζει,
η οργή σαν ηφαίστειο κοχλάζει,
καρδιές και όνειρα ταράζει,
φοβίες για την ίδια τη ζωή ανεβάζει.

Είναι ένας υπερκόσμιος βρασμός,
μιας άμοιρης συνείδησης βιασμός,
ένας παράξενος θολός συμβιβασμός,
ένας απλήρωτος στα σύνορα δασμός.

Σκιά πέφτει στο πρόσωπο βαριά,
του χάρου αργοφαίνεται η θωριά
σε ρίχνει σε αρχαία ζυγαριά
και εκεί σε παίζει μιαν ανθρώπινη ζαριά.

Βρυκόλακες σου πίνουνε το αίμα,
ας είσαι ατρόμητος στο μάτι και στο βλέμμα
σε φλόμωσαν στις σάλτσες και στο ψέμα
θέλουν ν αρμέγουν τη ζωή σου ως το τέρμα.

Απόγονοι κουρσάρων στυγερών,
κι άλλοι αιμοδιψών απαίσιων πειρατών,
έβαλαν στη ζωή σου κοντόφθαλμο πλαφόν,
και σ έχουν έρμαιο θανατερών βομβών.



























                Μακριά τα χέρια απ την τσέπη


Μακριά τα χέρια απ την τσέπη μου, άρπαγα,
μη μαγαρίζεις τον τίμιο μόχθο μου,
μακριά από μένα το βρώμικο χνώτο σου,
πάρε τα μαγαρισμένα με αίμα χέρια σου.

Με ανέλαβες απ τη στιγμή της γέννησης,
με βούτηξες στην κολυμπήθρα της θρησκείας σου,
μούκανες πλύση εγκεφάλου στην ιστορία,
μ έκανες πιόνι της ανομίας και διαφθοράς σου.

Μού έδωσες, παιδί ακόμα, ψεύτικα ιδανικά,
εικόνες τάχα αγίων και μαρτύρων,
έχτισες στο μυαλό μου παρθενώνες δημοκρατίας,
με γέμισες φούμαρα αρχαίου πολιτισμού.

Κάποτε ανακάλυψα ότι η θρησκεία είναι υπηρέτης σου,
ότι η αρχαία δημοκρατία είναι σημαία των ρατσιστών,
ότι η πατρίδα, η δική σου, είναι ένα ναρκωτικό,
που μας πασάρουν οι ξενόδουλοι μεγαλοκαρχαρίες.

Ανακάλυψα επίσης το απαίσιο πρόσωπο της ψευτιάς σου,
τη συνομωσία σου με τον δήθεν εχθρό της πατρίδας,
την ενεργό συμμετοχή σου σε όλες τις ανομίες και εγκλήματα,
την ενοχή σου σε όσα άσχημα συμβαίνουν στον πλανήτη...

 Εσύ είσαι που σκοτώνεις το περιβάλλον,
εσύ σκοτώνεις μυριάδες μωρά από ασιτία στην Αφρική,
εσύ γενοκτονείς Σλάβους, Κούρδους, Εβραίους, Άραβες, Αφγανούς, Ιρακινούς....
εσύ είσαι στυγνός δολοφόνος κατά παραγγελία.

Και, ξεδιάντροπα κολυμπάς στις πισίνες των παλατιών σου,
και, κρουαζιερίζεις ανά τον κόσμο καμαρωτός,
και, φουσκώνεις τις κοιλάρες με τα χαβιάρια και τις σαμπάνιες σου,
και, διοργανώνεις δεξιώσεις φιλανθρωπικές για τους δούλους σου.

Μακριά τα χέρια απ την τσέπη μου, άρπαγα,
θα στα κόψω,
κι όταν με το καλό πας στον παράδεισό σου,
θα σου φυτρώσει νέα...ο θεός σου....





                              Μαύρα σύννεφα


Μαύρα σύννεφα καπνού,
ανόητες ξεπουλημένες συνειδήσεις,
κρότοι, λάμψεις, ουρλιαχτά,
οι φρέσκες αποτρόπαιες ειδήσεις....

Ιούδες, λαδωμένοι ποντικοί,
ξαπλωμένοι στα μεταξωτά μαξιλάρια,
μια κυβερνητική χούντα,
απολαμβάνουν της εξουσίας τους τη χασισωμένη φούντα.

Έξω κραυγή, φωνή λαού,
μέσα αναισθησία, προδοσία,
έξω παλικαριά,
μέσα δοσίλογων πασόκων παρουσία....

Ρόπαλα, αίματα, οιμωγές,
αντίκρυ σε ρουφιάνους εκμεταλευτές,
έξω όνειρα σβησμένα,
μέσα κυβερνητικά βρακιά κατουρημένα.....

Κάποτε θα ξυπνούσαν κι οι καναπέδες,
κάποτε θα σήκωναν μανίκια,
αυτά που από καιρό έπρεπε να σηκώσουν
και να σαρώσουν της υποκρισίας τα δεκανίκια.

Εμπρός λαέ κουνήσου,
σου κλέβουν το ψωμί σου,
όσα σούκαναν θυμίσου
και πάρε το σπαθί σου.
Να τους κόψουμε επικουρικά,
Όχι καλύτερα τα επιδόματα,
Ας τους αυξήσουμε τα εφοριακά,
Κι ας αφαιρέσουμε όλα τα δικαιώματα.













                              Μαύρο μέτωπο


Δες τους εκεί πάνω στα έδρανα
σοβαροφανείς, κουστουμάτοι αγάδες,
πως καμαρώνουν και μεταξύ τους χαριτολογούν,
αυτοί οι εθνοσωτήριοι κουράδες.

Ανήκουν οι πολλοί στις χλιδάτες τάξεις,
με περιουσίες, πισίνες και παλάτια,
για τη σωτηρία της χώρας κόβουν τις συντάξεις,
αλλά μετά υποφέρουνε και γίνονται κομμάτια.

Καταθέσεις και προγούλια περισσεύουν,
μ εργολαβίες και κομπίνες θησαυρίζουν,
φιλοπατρίας και θρησκείας αρχηγεύουν
και για καρέκλα κι εξουσία μεταξύ τους ερίζουν.

Αγχώνονται, μαλώνουν και κραυγάζουν,
με πάθος λογαριάζουν τα κοψίματα,
μελέτες και σενάρια αραδιάζουν,
κόβουν κεφάλια, κάνουν αποτρόπαια εγκλήματα.

Να τους  φάμε τα επικουρικά,
όχι καλύτερα τα επιδόματα,
ας τους αυξήσουμε τα εφοριακά,
και ν αφαιρέσουμε όλα τα δικαιώματα.

 Είναι απορίας άξιο και τραγελαφικό,
πως απ τους πολλούς δεν είναι κατανοητό,
ότι τις τύχες του μεροκαματιάρη,
ρυθμίζει αυτός πού έχει γεμάτο το παγκάρι.















                             Μετανιώνω




Για πολλά έχω μετανιώσει
στη ζωή μου
και τελευταία μετανιώνω
πιο πολύ.

Λάθος να μάθω γράμματα,
να είμαι επιμελής,
Λάθος να είμαι εργατικός,
σωστός και συνεπής.

Δεν ήταν έξυπνο, ούτε κι επωφελές,
να υπολογίζω στη ζωή
ανθρώπινες αξίες
και να πληρώνω τόκο σε τέτοιες οφειλές.

Μετάνιωσα και μάτωσα
σ αγάπες και φιλίες,
εμπιστοσύνη έδειξα
και πήρα αχαριστίες.

Λάθος μου ήτανε ν ακούω την επιστήμη,
να υπολογίζω φύση, κοινωνία,
Λάθος να είμαι λογικός κι ερευνητής
κι όχι να έχω πίστη σε μάγους και θρησκεία.

Δεν ήταν έξυπνο, ούτε κι επωφελές
να καταγγέλλω κάθε σάπιο και ληστή,
και να μην κάθομαι στ αυγά μου συνετός,
παρά να έχω φάκελο άγριου κομμουνιστή.

Μετάνιωσα για κάθε πράξη ευγενική,
κάθε χαμόγελο κι ελπιδοφόρο όνειρο,
κάθε γαλάζιο ανοιξιάτικου ουρανού,
κάθε μαγεία νότας λαϊκής στη μουσική.





















                             Μου τα πήρες όλα



Πρώτα μου πήρες τα όνειρα,
ακολούθως μου έκοψες τον ύπνο,
στη συνέχεια πήρες το κρεβάτι μου,
τέλος έκλεψες το κεραμίδι μου.

Έκλεψες το κομμάτι απ τη σύνταξη,
που προόριζα για χαρτζηλικι στα εγγόνια μου,
έκλεψες το δώρο Χριστουγέννων,
που είχα τάξει στη γριά μου να την πάω στα άγια χώματα,
έκλεψες το δώρο Πάσχα,
που θα σούβλιζα μισό αρνί για τα παιδιά.

Έκλεψες τα χρόνια που είχε υπολογίσει η γυναίκα
να αφιερώσει στα παιδιά της,
έκλεψες μια δεύτερη ζωή, μακριά απ τη σκλαβιά της εργοδοσίας,
λήστεψες τον κουμπαρά, για το μέλλον των παιδιών μου.

Κι όλα αυτά, για να φάνε οι τράπεζες,
και οι μέτοχοι, που είναι εσύ και οι όμοιοι σου,
για να φάνε οι κάτοχοι περιουσιών εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων,
για να φάνε οι μετά 5 γενιές κληρονόμοι σου.

Κι όλα αυτά για να σώσουμε την πατρίδα!
Ποιός είναι η πατρίδα; Εσύ και οι δικοί σου;
Οι πισίνες σου; Οι κουρσάρες σου; Τα κότερά σου;



















                   Να σώσουμε την πατρίδα



Εμπρός γενναίοι, ξεσηκωθείτε,
εξοπλιστείτε μ όπλα και μπαλάσκες,
ξυρίστε γένια, αρωματιστείτε,
πετάξτε την κατάθλιψη, φορέστε μάσκες...

Ήρθε η ώρα Βρυξελλών-Μαξίμου,
τα εκατομμύρια των καπιταλιστών
να σώσουμε, να φυλάξουμε, να αυγατίσουμε,
εμείς της δημοκρατίας σκύλων πιστών.

Ο αρχηγός σαλπίζει εθνεγερσία,
παρατρεχάμενοι παθιασμένα ακολουθούν,
τραπεζίτες, βιομηχάνοι, εφοπλιστές,
όλα τα είδη δολοφόνοι και ληστές.

Σύνθημά μας η σωτηρία του λαού,
κι η σωτηρία της πατρίδας,

Απ το φαταούλα εργάτη και αγρότη,
απ τον άπληστο υπαλληλάκο,
απ τον πάμπλουτο μικροεπιχειρηματία,
απ τον πάσης φύσης εργαζόμενο,
απ τον ιδρώτα,
απ το αίμα......

Πεινάστε να σώσουμε την πατρίδα...
του κοιλαρά, του πόρνου, του εκμεταλλευτή, του δολοφόνου....

Το χρήμα κι η εκμετάλλευση δεν έχουν πατρίδα!

Σκάσε λαέ και κολύμπα....




















                                  ΝΤΡΟΠΗ

Ντροπή σας παληοέλληνες,
μικροαστοί και καρχαρίες,
που τα λεφτά νομίσατε
ότι είναι για τα μούτρα σας.

Ντροπή σας, που μας φάγατε
τα ευρώ και τις δραχμές μας
και σαν πασάδες στο σαράι
τρώτε τους μπακλαβάδες.

Ντροπή στους υπαλλήλους,
που λήστεψαν μισθούς
και τρώνε τα αποφάγια τους
σε πιάτα ασημένια.

Ντροπή στους καλλιεργητές,
αυτούς με τα τρακτέρ,
που σπέρνουνε, θερίζουνε κι απαίτηση έχουν
να τρώνε…..

Που πήγαν τα λεφτά μας εργάτη παχουλέ,
εσύ που με τη λάσπη χτίζεις χρυσά παλάτια,
κι εσύ υδραυλικέ, κι εσύ ηλεκτρολόγε,
που με κουρσάρες και πισίνες ζωή παραμυθένια…

Ντροπή σου κύριε δάσκαλε κι εσύ καθηγητή,
γιατί γραβάτες να φοράς, ακόμη και παπούτσια.
Γιατί κύριε ψιλικατζή, με καραμέλες και τσιγάρα
να φτιάχνεις περιουσίες;

Μας τα έφαγες ρε θυρωρέ, μαζί κι οι καθαρίστριες,
με πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό φαί,
τις καταχρήσεις σας εμείς βαριά τις χρεωθήκαμε,
και τώρα η πατρίδα μας στερείται από ρευστό.

Οι ναυτεργάτες πάμπλουτοι,
οι τσαγκαράδες,  γαλατάδες και γραφιάδες,
κοντά οι εμπορουπάλληλοι,
κομμώτριες και κουρείς, όλοι να πλέουν στη χλιδή…






Ντροπή και στους νοσηλευτές,
γιατρούς και νοσοκόμες,
στους δικηγόρους, μηχανικούς
και πάσης φύσης πτυχιούχους, να ζουν σα μεγιστάνες.

Όλοι εσείς οι πονηροί, με τα κρυφά σας κόλπα,
σφετεριστήκατε ευρώ και μυθικά ποσά,
με τις σπατάλες, διαφθορά, γεμίσατε πουγκιά,
ληστέψατε το χρήμα απ τα ταμεία του κράτους.

Αχρείοι εργαζόμενοι,
Διόλου δε σεβαστήκατε τους έρμους πλουτοκράτες,
που το χαβιάρι τους το τρώνε με κατάθλιψη;
Γιατί δεν υπολογίσατε τα καύσιμα από δεκάδες λιμουζίνες;
Το κόστος από υπηρέτριες στις βίλες Μόντε Κάρλο;
Πως άραγε θα ζήσουνε μ αυτό το τρομερό άγχος,
να πληρώνει ο εργαζόμενος τα ελλείμματα του κράτους.;

Τις τράπεζες ξεχάσατε άστοργοι εργάτες,
που τόσο σκληρά υπηρετούν δεκάδες μεγαλομέτοχοι,
που βλέπουν με ανησυχία να αυξάνονται λιγότερο τα κέρδη;
Κι εσείς αγρότες μες στις λάσπες να πατάτε στα γκισέ τους;

Όλο αυτό το μακελειό συμβαίνει στην πατρίδα μας.
Όλοι αυτοί που εργάζονται ν αμείβονται τρελά
κι οι κακομοίρηδες οι πλούσιοι,
μαζί και τα τσιράκια τους, οι φτωχοί πολιτικοί μας,
να ψάχνουνε, να κάνουν εφευρέσεις με κόλπα της Μαφίας,
για ένα φτωχό παντεσπάνι, για μερικές φτωχές επαύλεις…

Πεινάσαν οι προηγούμενοι εμίρηδες, διψάσανε οι τωρινοί,
αγωνιούν οι επόμενοι πασάδες να βρουν κι αυτοί το κάτι τις…,
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή να γλύψουν τις πιατέλες,
ν αυξήσουν τις κοιλάρες τους, τους κώλους, τα βυζιά τους.

Σαν τα κοράκια και ύαινες ορμήξαν οι λεφτάδες,
να φαν την κρέμα του μωρού, το πιάτο του φουκαρά,
να στερήσουν το παπούτσι και το ρούχο του αγρότη,
να κλέψουν το χαμόγελο της γιαγιάς….

Εύγε βουλευτή, έκλεψες ψήφο, λεηλάτησες καρδιές,
παρέα με το μεγαλοδημοσιογράφο, το μεγαλοδικηγόρο, το μεγαλοπαππά,
το μεγαλοδικαστή, το μεγαλοαστυνόμο και όλο το μεγαλοσύστημα…
Γέμισες τις κάσες αυτών που σε στείλανε, με χρυσό, άργυρο και προδοσία.

Κρίση, έλλειμμα, μαύρες τρύπες, ουρλιάζουν καθημερινά
τα διατεταγμένα ρουφιανομέσα σου, κυβερνήτη.
Έτσι φώναζε κι ο τσομπάνος να φοβίσει το χωριό,
Αλλά κάποια στιγμή ο ΛΥΚΟΣ έφτασε…..



                       Ποιος δεν γνωρίζει


Ποιος δεν γνωρίζει, ας αναλογισθεί,
το πόσο δίκαιες κι αναλογικές ειν οι εκλογές,
το να ψηφίζουν στα ίσα, της πείνας οι μισθοί,
με υψηλά συμφέροντα και δόλιες συναλλαγές.

Ποιος δεν γνωρίζει, ας πίσω του κοιτάξει,
πως διεξάγονται ελεύθερες αρχαιρεσίες,
μηχανισμούς, χορηγίες, δωροδοκίες, όλα εντάξει,
εκβιάσεις, και τελευταίας στιγμής ευεργεσίες.

Ποιος δεν γνωρίζει, ας θυμηθεί,
κατευθυνόμενο ή πουλημένο συνδικαλισμό,
που αναγκάζουν τον εργαζόμενο να κοιμηθεί
και να κάνει ένα ηλίθιο συμβιβασμό.

Ποιος δεν θυμάται, ας ξυπνήσει επιτέλους,
πως τέσσερα χρόνια τους κυβερνώντες απειλεί,
ότι θ ανοίξει της ανομίας τους φακέλους
και θα τους στριμώξει όλους, σ ένα τεράστιο της φυλακής κελί.

Μα όταν η ώρα της συνέπειας πλησιάσει,
τότε σειρήνες του στενού συμφέροντος σφυρίζουν,
κι αντί στην κάλπη την καταδίκη τους ν αδειάσει,
προσωπικές προσδοκίες και ταξίματα, τα πόδια του λυγίζουν.




















                             Ταξίδι


Καβάλησα το κύμα στο σκοτάδι,
ξημέρωσα σε κίτρινη αυγή,
ένιωσα δέος και μυρμήγκιασμα στο νου,
περπάτησα στης τύχης την πηγή.

Πυκνός καπνός και μαύρος,
απ τα φουγάρα ξένων καραβιών,
μούτσος εγώ με ρότα την ελπίδα,
σε θάλασσες, που πιο βαθιές δεν είδα.

Άμμος και φύκια αποσκευές του ταξιδιώτη,
φριχτές απαίσιες οπτασίες τον κυνηγούν,
μνήμες χαμένες, ερινύες τρυπούν τη σκέψη,
ζητάει ελπίδα το ραντάρ για να δουλέψει.

Μες την οχλοβοή και την αντάρα,
Περιπλανιέμαι μέσα στο κενό,
δεν έχω μέλλον ούτε ορίζοντα,
ταξίδι δίχως τελειωμό.

Μα εκεί που δεν το περιμένω,
ξαλάφρωσε η καρδιά, γιορτάζει,
θέλει αρετή και τόλμη το ταξίδι, θέλει αγώνα,
και τότε απ τα γαλανά νερά, αναδύθηκε γοργόνα!

















                  Το καλοκαίρι εκείνο

Που χτυπούσε κόκκινο κι έλειωνε,
Που συναυλίες βράχων έσβηναν στο σκοτάδι
Που μηχανές σκορπούσαν τον αέρα,
Που τα ιντερνέτ καφέ ήταν γεμάτα μοναξιά.

Μας καθησύχαζε,
τρώγοντας το παγωτό του
δίπλα στην πισίνα.
Μας μάλωνε με σακκίδιο στους ώμους και σαγιονάρες,
για πράσινη ενέργεια.
Ένα σπουργίτι, παζάρευε
με Τούρκικους αετούς.

Όλα πρίμα για μεγάλα σαγόνια,
Βασιλικά για μεγάλες κοιλιές,
Πατριωτικά για λαδωμένους,
Αδελφικής ανάγκης για έμπορους μίντια,
Πρώτης γραμμής για εθνικούς.

Σαν παιδιά φάγαμε το γλυκό του κουταλιού,
Σαν δερβίσηδες ξαπλώσαμε,
Σαν αφελείς διακοπήσαμε,
Σαν άνθρωποι περπατήσαμε με ψηλά το κεφάλι…
Σαν υπαίτιοι θα ξεπληρώσουμε την αναίδεια….

Μας μέτραγε, υπολόγιζε τους μυς,
Μας έβαζε στη βιτρίνα,
Μας χρονομετρούσε που τρώγαμε,
Μας υπολόγιζε σε δεκάρες.

Είπε ότι οιωνοί ευτυχούν,
Τόνισε ότι θα επαρκέσει η μπομπότα,
Υποσχέθηκε ότι δε θα ψοφήσει το σκυλί,
Ορκίστηκε στην ψυχή…μας.

Κι ο χοντρός αστειεύονταν μπροστά στα στρείδια,
Κι ο λελές έσφιγγε τη γροθιά,
Κι ο παπάς έψελνε ελεημοσύνη,
Κι ο άρχοντας ένιπτε …τα πόδια του.

Το καλοκαίρι εκείνο,
που έλιωνε η καρδιά και το μυαλό,
κι έβλεπες στο βάθος τ ουρανού
τα σύννεφα του Σεπτέμβρη…….




                        Τρελός χορός


Έστησαν με κραυγές και παιάνες τρελό χορό,
Μπροστάρης ο κοστουμάτος της παρέας,
Ακολουθούν δυο κλέφτες κι ο παπάς,
Κι έκλεισε τον κύκλο ο τραπεζίτης.

Πάντα πρώτοι οι ασήμαντοι,
Συμπληρώνουν πανηγύρι οι βιαστικοί,
Περνούν με το πάσο τους τα τσιράκια,
Τα τανκς θα ισοπεδώσουν όσες ελπίδες ξέμειναν.

Ο κοιλαράς κυνηγάει τη σάλτσα,
Ο ιερωμένος τα γένια του χαιδεύει πονηρά,
Γεμίζει λίρες το καπέλο του ο χασάπης του παλατιού,
Στάζει δάκρια, μέλι κι αίμα ο ουρανός.

Πιο γρήγορα, πιο μαζικά, πιο τραγικά, πιο χαρούμενα,
Άσε την κατάθλιψη στον κήπο,
Δώσε τον οβολό σου στον έρανο της σάρκας,
Μάζεψε το βρόχινο αίμα απ τις ταράτσες.

Και χόρεψε τον τρελό χορό,
Επάνω στα προδομένα νοήματα.
Πάνω στις σάπιες αξίες,
Πάνω στα πορνοόνειρα…..
























                            Φαντάσματα



Άνθρωποι και ποντίκια στη στεριά,
περιμένοντας να έρθει η σειρά τους,
αλλάζουν χρώματα και όψεις φανερά,
μα κατά βάθος το φοβάται η καρδιά τους.

Φόβος και τρόμος από νέους λογαριασμούς,
από της τράπεζας μαύρες ειδοποιήσεις,
τις απειλές, κομματικούς εκβιασμούς,
και τις στυγνές πιέσεις κι απαιτήσεις.

Ζωγραφισμένος πανικός στα πρόσωπά τους,
μέγγενη σφίγγει τις καρδιές ο φασισμός,
τεράστια βάσανα γι αυτούς και τα παιδιά τους,
πάγος κι απελπισία του αύριο λογισμός.

Φήμες, τύπος, ημετέροι, τηλεοράσεις
ολημερίς τους βομβαρδίζουν με προβλέψεις,
μελετημένος ο αντίκτυπος, μηδέν οι αντιδράσεις,
και στου φτωχού το πορτοφόλι επισκέψεις.

Αναρωτιέμαι πως συμβαίνει σ όλη τη γη,
λιμοί, λοιμοί, σεισμοί και φονικές καταστροφές,
νάχουνε στόχο μοναδικό τον άνθρωπο της παραγωγής,















                             Φάτε


Έτρωγαν με μπρούτζινα, ασημένια, χρυσά
και πλατινένια κουτάλια.
Καταβρόχθιζαν μπουφέδες, κρεοπωλεία, ταχυφαγεία,
σπίτια, αυτοκίνητα, τράπεζες, εμπόρια, χρηματιστήρια,
κότερα, αεροπλάνα.
Ότι πετούσε, ότι κολυμπούσε, ότι περπατούσε
κι ότι ήταν ακίνητο.

Αχόρταγοι, φαταούλες, κοιλαράδες.
Με το στόμα λιγδιασμένο ακόμα απ τη μάσα,
ορέχτηκαν και του μεροκαματιάρη το φαί.
Τόφαγαν κι αυτό.
Πριν η απληστία κατέβει στα στομάχια,
πριν ξεχειλίσουν οι στάβλοι από αυτοκίνητα,
οι μαρίνες από κότερα, τα οικόπεδα από επαύλεις,
θέλησαν να βάλουν χέρι και στα μυαλά.
Έφαγαν πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα,
καλές τέχνες, νοσοκομεία, εργοτάξια,
αθλητισμό, ακαδημίες….
Απ το φαί φούσκωσαν κι άλλο οι κοιλιές,
έραψαν καινούργια σμόκιν, τουαλέτες, στρατιωτικές στολές,,
αμπέχωνα, ράσα….

Εσύ ράφτη λαέ, μην περιμένεις να σκάσουν μόνες οι κοιλιές,
με τη βελόνα ραψίματος…μπαμ


               














              O Βρικόλακας των…ηλιθίων



Τι είμαι; Έχω υπάρξει τύραννος, πολεμιστής
κι ένας από εκείνους που έπεσαν στη μάχη.
Έχω υπάρξει Χριστιανός, γυρολόγος και του Θεού πολέμιος. Εκλιπάρησα και δολοφόνησα, βασάνισα και λύτρωσα, ορκίστηκα πίστη και την πρόδωσα.
Πέθανα κι επέστρεψα και πίνω ζεστό αίμα.
Το όνομά μου είναι Βλάντισλος, κάποτε Πρίγκιπας της Βλαχίας,
κάποτε διοικητής ολόκληρων στρατών.
Με έλεγαν Δράκουλα.

Ήταν ειδυλλιακός τόπος, με βουνά φορτωμένα θρύλους και κάποτε χιόνια, με λίμνες ζωογόνες για τις πολύχρωμες ποικίλες καλλιέργειες, λιβάδια που περιδιάβαζαν όμορφα οικιακά παραγωγικά ζώα, ποτάμια που διέσχιζαν πλωτά νοικοκυριά κάθε μορφής, εξωτικά πτηνά να γεμίζουν την καταγάλανη ατμόσφαιρα με το γλυκό τραγούδι τους, διάχυτα αρώματα της γης και των ευτυχισμένων κατοίκων.....
Στην κορυφή του λόφου "Των Ευγενών Εδεσμάτων" κατοικούσε ο άρχοντας.
Ήταν ο πατέρας, ο Βασιλιάς, ο Ηγέτης, ο Καθοδηγητής, ο Ηγεμών του μικρού πανέμορφου Βασιλείου.
Ο λαός του, ο λαός που κατοικούσε σ αυτήν την ευτυχισμένη ονειρώδη χώρα, είχε τα ίδια σημάδια με τον Ηγεμόνα....Αρχοντιά, Μεγαλοφροσύνη, Γενναιότητα, Ομορφιά.....και κυρίως ήξερε και αξιοποιούσε την Ιστορία της χώρας του......
Οι επισκέπτες του μικρού βασιλείου και οι τουρίστες, σέβονταν και εκτιμούσαν, τόσο τη σπουδαία Ιστορία του τόπου, όσο και την συνέχειά της στη σημερινή εποχή.
Η ονομασία του Βασιλείου, δεν μπορούσε να είναι άλλη, παρά "Παράδεισος".
Στην  δημιουργία, ύπαρξη και στόχευση μέλλοντος, είχαν συμβάλλει και οι αδαμάντινοι εξωτερικοί φίλοι του μικρού μας Βασιλείου.
Οι υπέροχες και πανέξυπνες κυβερνήσεις , που πάντα ήταν φιλοπαραδεισένιες, κοπίασαν πολύ αλλά έφτιαξαν ένα μικρό ομοίωμα των δικών τους χωρών....
«Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....», ήταν τα ιδανικά της ευγενούς αυτής φιλοπαραδείσιας ομάδας.
Τις πανσυμπαντικές αυτές αρχές, εκτιμούσαν, θαύμαζαν και ενσωμάτωσαν οι κατά καιρούς ηγεμόνες του "Παραδείσου"
Δεν είναι πρέπον να αναφέρουμε τους αρχικούς Ηγεμόνες, κατά τη θεμελίωση του μικρού μας Βασιλείου, αλλά δέον να πάμε σ αυτούς που άφησαν το ευγενές στίγμα τους, στη δημιουργία του μεταπολιτευτικού θαύματος.....
Σ αυτούς τους ηγεμόνες, που πολέμησαν με ευγένεια και ιπποτισμό, που έσυραν σπάθα κατά επάρατων δικτατοριών, που θυσίασαν ότι είχαν ιερό και όσιο για να εμπεδώσουν την «Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμό, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....»,

Κάποιοι ανιστόρητοι, που ευτυχώς δεν υπάρχουν τέτοιοι σε ποσοστό που να επηρεάζει τα εκλογικά ευγενή αποτελέσματα, θα μπορούσαν με κακία και ζήλια να ονομάσουν τους ηγεμόνες της μεταπολίτευσης....."Βρικόλακες των ηλιθίων"



Η κακοήθειά τους θα ήταν τόσο τεράστια, ώστε θα μπορούσε να επιζήσει και μετά από εγκλήματα με κονσερβοκούτια....
Οι άνθρωποι όμως του Παραδείσου δεν παρασύρονται από τέτοιους μικρόψυχους, αρτηριοσκληρωτικούς και αντιδημοκρατικούς χαρακτηρισμούς.
Αυτοί, οι λάτρεις του ωραίου και του αρχαίου αθάνατου πνεύματος, οι ηγεμόνες τους οποίους θα αναφέρουμε ευθύς αμέσως, ήσαν οι ήρωες που έσωσαν την μικρή, πλην μεγάλη πατρίδα από το βάραθρο του ρεαλισμού και την κράτησαν να αιωρείται στο σύννεφο  «Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....»

Αίμα, μυρίζω αίμα…..
Ο πρώτος διδάξας, ο πιο αιμοδιψής, (συγνώμη παρεισέφρησε και στο γραπτό μας η κακοήθεια των ανιστόρητων κονσερβατουάρ κλπ...), συνεχίζω...ο πιο ωραίος, παπατζής, ψηλός, με μεγάλη μύτη και ερωτιάρα καρδιά, ήταν ο Δράκουλας αυτοπροσώπως.
Θυμίζουμε για τους αδαείς περί ταινιών του Κρίστοφερ Λη και του Μπέλα Λουγκόζι,
ότι τέτοιοι γοητευτικοί κοστουμάτοι μελαχρινοί άντρες, είναι καταδικασμένοι να περιφέρονται ανάμεσα στους ζωντανούς και να τρέφονται με αίμα ανθρώπων ή ζώων.
Κι ο δικός μας Κόμης Δράκουλας, προήρχετο από θαυμαστή οικογένεια του «Παράδεισου», όπως ο πραγματικός Βλαντ Τέπες ή αλλιώς Βλαντ Ντράκουλα , πιο γνωστός με τους τίτλους Βλαντ ο Παλουκωτής και Κόμης Δράκουλας ήταν Πρίγκιπας της Βλαχίας.
Το όνομα Παλουκωτής, ή Kaziglu Bey, δηλ. «Ο Παλουκωτής Πρίγκιπας», του το έδωσαν επειδή εκτελούσε με παλούκωμα τους αντιπάλους του.
Ο δικός μας Δράκουλας ήταν πιο ευγενής και το παλούκωμα επίσης το ίδιο ευγενικό.
Κι οι δυο προαναφερόμενοι, καθώς κι άλλοι δυο παρακάτω είχαν αιμοδιψή χαρακτήρα «Δράκουλα».
Αντί για αθώο παλούκωμα, όπως ο ανταγωνιστής Βλαντ, αυτός  αιματοκύλησε με αδελφοκτόνο πόλεμο, τον "Παράδεισο" (πάλι αυτοί οι κονσερβάδες σκούντηξαν την πένα του γράφοντος, ο οποίος ήθελε να πει): ....που γέμισε λουλούδια (όχι στα νεκροταφεία ασεβή σκουντηχτή) αυτόν το ρομαντικό τόπο. Αισχρό ψέμα είναι ότι βρικολάκιασε και περιφέρεται σε τόπους δήθεν εξορίας....
Οι αγάπες του όμως για, και την πατρίδα, τον ώθησαν να φτιάξει ένα ιδανικό περιβάλλον για καλλιέργεια σκωλήκων.
Εφτά χρόνια, οι σκώληκες, εμπέδωσαν στον ευγενή λαόν του "Παραδείσου" τα ρομαντικότερα παραδεισοχριστιανικά ιδεώδη και τον έκαναν να ερωτευθεί τα κτίρια των νομικών και πολυτεχνικών επιστημών και να τις συνδέσει με αρωματικά αγαπησιάρικα άρματα....

Αμέσως μετά, τους κακούς όφεις της Παραδείσιας ιστορίας σκότωσε ο απόγονος του Μέγα Αλέξανδρου, και εξολοθρευτής της Φρειδερίκης, ένας εξευγενισμένος πρώην τραμπούκ εκ Παρισίων,  άρτι αφιχθείς εις Παραδεισίαν.

Ο δεύτερος βρικόλακας (θού κύριε φυλακήν τω στόματί μου), ήταν  ένα βαμπίρ με ζιβάγκο.
Συνεχιστής του σοβαρού έργου του Καρά,  γκομενιάρης Δημητριακός, κατόρθωσε να φέρει Αλλαγή και να διατηρήσει την «Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη,



φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....», κλπ αυτού του μικρού χαριτωμένου "Παραδείσου", διώχνοντας για πάντα τους κακούς ξένους, τάχα συμμάχους στην «Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....», και εμπεδώνοντας ένα σύστημα ρουφήγματος του αίματος του ευγενούς λαού των ηλιθίων...(αμάν πάλι μας την έπεσαν οι κονσερβάδες...), δηλαδή εννοούσαμε ....Υπέρμετρου ρομαντισμού....κάτι σαν τις ταινίες με έρωτες βρικολάκων.......
Δυστυχώς ο αγαπησιάρης ευγενής λαός των ηλιθίων, (συγνώμη και πάλι), των "Παραδεισίων", δεν εκτίμησε την μεγάλη ρουφηξιά αίματος των προαναφερθέντων ευγενών και ρομαντικών ηγεμόνων του, και δημιούργησε κάτι μορφώματα "βρώμικου ρομαντισμού" που δεν συνάδουν με τα ιδανικά των ηλιθίων (πάλι λάθος φρασεολογία) και πανεπιστημιακού σημίτικου ρομαντισμού, τα οποία συνέχισαν βέβαια την προηγούμενη πολιτική "Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη....", αλλά όχι με τόσο βρικολακίστικο τρόπο (αμάν ρε κονσερβοκουτά, μας αλλάζεις το ευγενές περιεχόμενο).
Και πάλιν δυστυχώς ή και με ευσέβεια ευτυχώς, η μοίρα φέρνει ξωτικά του παρελθόντος υπό μορφήν ανεψιών γιγάντων της ρητορικής, τα οποία αναλαμβάνουν να χτίσουν κολώνες νέας δόξας Ολυμπιακής και να γκρεμίσουν τα λάθη του παρελθόντος.
 Έχουν όμως ένα τεράστιο μειονέκτημα, δεν αγαπούν το αίμα, αλλά τους κουμπάρους και το λάδωμα (λάδι ήθελα να πω).
Ο λαός όμως κάποια στιγμή ξυπνά, απ το βαθύ ύπνο και τιμωρεί τους διεφθαρμένους, τους εγκληματίες, τους λαδιάρηδες, τους προδότες, τους άρπαγες του δημόσιου χρήματος, του πισινάκηδες, τους θαλαμηγάκηδες...και θριαμβευτικά φέρνει τον νέο ιό ηγεμόνα, τον της Μαργαρίτας, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι (ίδε βιβλία Πλεύρη και μελέτες Μπουμπούκου).

Και κατέφτασε ο εγγονός βρικόλακας, το βρέφος με μπέρτα, (κατά λάθος μου ξέφυγε, δεν είναι….).
Αυτός, ένας νέος, ωραίος, ψηλός, αθλητικός, ποδηλατικός, κομπιουτερικός βρικόλακας
( εδώ δεν ζητώ συγνώμη, γιατί είναι πραγματικός!), δημιούργησε μια νέα τάξη βρικολάκων, τους πολυσυλλεκτικούς τύπους ρουφήγματος.
Τι εννοεί ο ρομαντικός γράφων;
Αγαπητέ αναγνώστη, μέχρι σήμερα ξέραμε τον κλασσικό βρικόλακα, όπως περιγράφτηκε με σαφήνεια παραπάνω, ό οποίος ρουφά το αίμα των θυμάτων ή ηλιθίων, όπως σας βολεύει πέστε το.
Ο νέος αυτός τύπος βρικολάκων, που λανσαρίστηκε από κάτι παιδικούς φίλους βρικόλακες, όπως Μπου2, Σαρκο, Μπερλού κλπ, έχει μια  μεγάλη ιδιομορφία. Εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες των αρχιβρικολάκων (ϊδε πετρελαιάδες, εφοπλιστάδες, τραπεζάρχες, πολιτικάντηδες κλπ ρομαντικά και ευγενή ταμεία...) με όλα τα ήδη εσωτερικών υγρών και οργάνων, ενός ρομαντικού λαού ηλιθίων, ήτοι Αίμα, Μεδούλι, Εγκεφαλική ουσία, Έντερα, Μυελό, Σκέψεις, Όνειρα, κλπ κλπ,
Αυτός καθάρισε, ή περίπου, την κόπρο του Βατοπεδίου, κατάστρεψε ή περίπου, την τίγρη Ζήμενς, αφάνισε μισθούς και συντάξεις, έσφαξε χήρες κι ορφανά και τελικά έσωσε τη φουκαριάρα χώρα «Παράδεισο».
Και με μεγάλη του λύπη, θλιμμένος μέχρι παραφροσύνης αναφωνεί, με Διάγγελμα



προς τον λαό Του:
Αγαπημένε μου λαέ, μετά χαράς θα σου πρόσφερα τον οίκτο μου.
Κι όμως, η ζωή σου είναι ζωή για μένα και τους αρχιβρικόλακες.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε εμείς,  για να σώσουμε την πατρίδα. 
Δεν θα με λυπηθεί ποτέ ο Θεός; Ωιμέ, ζωή! Τι μαρτύριο!
Είμαι σίγουρος πως δεν σου ζητώ πολλά, μόνο το αίμα σου, και από Σεπτέμβρη ίσως χρειαστώ και την καρδιά σου. Σου ορκίζομαι ότι θα προσπαθήσω να σώσω τα οστά σου και τα πνευμόνια σου.
Το δίχως άλλο, η υπεραφθονία της ζωής σου μπορεί να μεριμνήσει και λίγο για κάποιους ανήμπορους βιομήχανους και τραπεζίτες. 
Παίρνω επάνω μου όλη την πολιτική, ηθική, κοινωνική, πολιτιστική……ευθύνη.
Μόνο σε εξορκίζω ξαναψήφισέ με για να μην έρθει κανένας άλλος βρικόλακας και μας στερήσει τα ζωτικά σου όργανα.
Καταϋποχρεωμένος…..
Ο προσωπικός σου Βαμπίρ.

Δάκρυα, ανεργία….Τρόμος, 13, 14, Λάφκα….
Φάπες, ΦΠΑ 23…..Νοσοκομεία…..
Χρηματιστήρια…..

Αλλά (να λέμε και του στραβού το δίκιο), ο δικός μας (βρικόλακας), γεμίζει το λαό των ηλιθίων με: ρομαντισμό, ομορφιά, αγάπη για τους προγόνους, υπερηφάνεια, πατριωτισμό (κατά Τούρκων, Σκοπιανών, Βούλγαρων κ λοιπών επιβουλευόντων των ιερών τούβλων της παραδεισοχριστιανικής κοινωνίας).

Τελικά το όραμα του νέου φέρελπι πολυσυλλεκτικού βρικόλακα, φαίνεται να θριαμβεύει:

Σώζουμε την πατρίδα!    Σώζουμε τον «Παράδεισο»!
Σώζουμε το όραμα των παραδείσιων Βρικολάκων.
Επικράτηση του ιδεώδους
«Ομορφιά, αγάπη, ρομαντισμός, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ελεημοσύνη.....»,














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου