Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού, αφουγκράζομαι,
απ τον τρελό χορό της Άνοιξης, συναρπάζομαι,
μια αιώνια αρμονία στις σχέσεις των ανθρώπων
όπως στη φύση, φαντάζομαι.
Στη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη συνείδηση, δοκιμάζομαι,
να πετύχω το τέλειο, βιάζομαι.
Βλέπω το άδικο και το στραβό, κι οργίζομαι
κι επειδή γεννήθηκα άνθρωπος, κουράζομαι.
Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού, αφουγκράζομαι….
18/80
Σφίξιμο στην καρδιά πρωί πρωί,
αγαπημένων η μορφή σε γλυκιά προσμονή,
πετάει ο νους, εστία μαγική,
αστροπελέκι γίνεται η φυγή.
Βαρύς, γιομάτος ο ουρανός σύννεφα,
η ώρα φτάνει, τα πόδια ασήκωτα,
καθημερινές μικρότητες ριγμένες ανάκατα,
μένουν μονάχα πικρά αναστενάγματα…
Τιμόνι σφίγγουν τα χέρια με βιά,
μετράει το μήκος, την απόσταση η ματιά,
σταμάτησε ο χρόνος, λαφριά πατησιά,
η μηχανή μουγκρίζει, τα φρένα στριγγιά…
Ήρωες, πολεμιστάδες, αρχόντοι, λαός,
σαν αστραπή περνάν στο μυαλό, κόντρα στο φως,
τρυφερή σκέψη, γονιός, αδερφός,
μάνα των παιδιών, πόθος κρυφός.
Άγγελοι της ζωής μου, Φένια και Γιάννης,
όνειρα, παραμύθια καρδιά μου υφάνεις
λυγερόκορμα ελάφια, το νου σου χάνεις,
δροσοστάλαγμα τ Απρίλη, λουλουδιασμένος Μάης.
Η ανάμνηση του πρώτου ραντεβού,
το κορίτσι με τα ξέμπλεκα μαλλιά και τα άρωμα του γιασεμιού,
πλημμυρίζει γοητεία τη στιγμή του γυρισμού
κάθε βδομάδα, κόβοντας την απελπισιά του μισεμού…
Στόχος χωριό, χαμηλά σπίτια, λασπωμένοι δρόμοι,
χωράφια, σκυλιά, υπονόμοι,
πέρα μακριά τα βουνά φορτωμένα χιόνι
κι οι σκέψεις σε κείνο που κρυφά σε σκοτώνει…
Ο δρόμος πολύς, η ματιά σταθερή,
βουνά και κάμποι, γη καρπερή,
το μονοπάτι πολυδιάβατο, σκληροί οι καιροί
ζωγραφισμένη η θλίψη, λείπει η φωνή.
Η ρύπανση της τεχνολογικής μας εποχής
διώχνει τους αστούς, τους στέλνει στη γης,
στην εξοχή, στα δάση, στη δροσιά της πηγής,
σιμά στη φύση, σ ανθισμένα λουλούδια να ζεις…
Στ αντίθετο ρεύμα, αυτοκινητόδρομος μακρύς,
της μοναξιάς αποκαϊδια, απόβλητοι θαρρείς,
ατέλειωτη σειρά μ υπομονή και θέληση κρυφή
σιμώνουν στων ερώτων, των ονείρων την κορφή….
Και να αιθαλομίχλη, άσφαλτος, καπνιά,
πρόβαλε η κωμόπολη σαν πολύβουο μελίσσι στη νυχτιά,
γκρίζο…μαύρο…καφετί…σκουριά….
9/1979
Μεσημέρι,
στ άδειο γραφείο οι σκιές
στέκουν βουβές
το καλοκαίρι.
Χαρτιά, μολύβια και βιβλία
λεν το στερνό τους το αντίο
στο πρακτορείο
και στα σχολεία.
Γαλάζια θάλασσα αναμένει,
ψηλό βουνό, καθαρός αέρας,
ο στοργικός πατέρας
να δώσει ανάσα π ανασταίνει.
Μακριά απ την άσφαλτο και τα καυσαέρια,
σ ένα τοπίο μαγικό στη φύση,
εκεί ελεύθερα θα ζήσει
γεμάτος σκέψη κι άδεια χέρια.
Το σώμα απελευθερωμένο,
στομάχια, πόδια, στήθος,
της γυμναστικής ο μύθος,
μα το μυαλό γεμάτο προβλήματα, στις ασκήσεις ξένο…..
7/79
Ήρθανε πάλι στο σωματείο οι εκλογές
κι όλοι δείχνουν σοβαροί κι αλαφιασμένοι,
φοβούνται μήπως επέλθουν αλλαγές,
γιατί η κάλπη είναι μυστήρια γκαστρωμένη.
Μερικοί υποψήφιοι ρωτάν με πονηριά στο ύφος,
όσους παρέα δεν κάνανε ποτέ,
μήπως σας περισσεύει καμιά ψήφος,
συνάδελφέ μου αγαπητέ.
Σ άλλους που έχουνε το θάρρος της παρέας,
με πίεση ψήφους πολλές ζητούν,
βρίσκουν όλας τας συναδέλφισσας ωραίας
κι αναίσχυντα κι αισχρά ψηφοθηρούν.
Υποσχέσεις για βολέματα αβέρτα,
τεφτέρια ξεσκαλίζουνε παλιά,
περιοδείες, επισκέψεις, σούρτα-φέρτα
αγκαλιάσματα και ψεύτικα φιλιά.
Ώρες ποζάρουν στον καθρέφτη
και λόγους εκφωνούν προεκλογικούς,
μοιάζουν να τους ραντίσαν νέφτι,
όμοιοι με κορδωμένους ποντικούς.
Παρασύρονται από ασήμαντες ενδείξεις
και στην εκλογή τους έχουν σιγουριά,
για προεδριλίκια αρχίζουν νύξεις
και για επινίκια ετοιμάζουν ψησταριά.
Μα όταν φτάσει της καταμέτρησης η ώρα
και αρχίσουνε οι ψήφοι να πετάνε
να μεταναστεύσουν θέλουν σ άλλη χώρα
γιατί σίγουρα μαύρη μπογιά θα φάνε.
Γι αυτό υποψήφιε αν θες
αγαπητός να είσαι στο εκλογικό σώμα,
φρόντισε πολύ πριν τις εκλογές
απ τη δουλειά στο σωματείο νάσαι πτώμα.
Η εργατικότητα κι η διάθεση καλή,
το συνάδελφό σου θα υποχρεώσει
κι έτσι στην κάλπη όταν το όνομά σου δει,
την ψήφο μ ευχαρίστηση θα σου δώσει.
Γ.Γ.2/05
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου