Περιφρονημένα νιάτα,
Επαναστατημένα χρώματα,
Αγανακτισμένοι ήχοι,
Εκπορνευόμενα βιβλία.
Φώναξε δυνατά να σ ακούσουν,
Σάλπισε κατ ευθείαν στ αυτιά,
Τσίγκλησε με ρόπαλο τα μυαλά,
Πυροβόλησε την αδιαφορία.
Πάρε τα όπλα που διαθέτεις,
Τις πένες ν αστράψουν στο λευκό,
Τα μεγάφωνα στο διαπασών,
Τους προβολείς για τα σκοτάδια.
Κάθε ώρα, κάθε λεπτό
Και μια μάχη χαμένη
Και ένα έγκλημα ζωής
Και μια φύση να πεθαίνει.
Οι σκέψεις πρέπει να στρατευθούν,
Τα νοήματα να ωριμάσουν,
Τα μάτια να βγουν απ τις κόγχες,
Οι καρδιές να χτυπήσουν σαν καμπάνες.
Ήρθε η ώρα τώρα,
Πάντα έρχεται η ώρα,
Μην αφήσεις λεπτό χαμένο,
Μην αφήσεις πνοή να χαθεί.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος,
Άλλη λεωφόρος,
Άλλη ατραπός,
Άλλη διέξοδος.
Όλα να φωτιστούν,
Τα μισά να κερδηθούν,
Τα άλλα μισά να διεκδικηθούν,
Τα παράθυρα ν ανοίξουν στη ζωή.
Έχω διό ονομασίες για πλάκα,
βασικά λέγομαι μισθωτός,
κι επειδή είμαι πειθήνιος μικροαστός,
όλοι οι γνωστοί μου με φωνάζουνε μαλάκα.
Τη διεθνή αριστοκρατία μελετώ,
κυρίως τους γαλαζοαίματους του Μπάκιγχαμ,
που στα καμώματά τους μπορεί να κάνεις εμετό
και να μετονομάσεις το παλάτι τους σε Φάκιγχαμ.
Των πολιτικών μας τις ενέργειες χειροκρότα,
κάνουν τα πάντα, κι ας έχουν λίγες τύψεις,
επισκέψεις ψηφοφόρων πόρτα-πόρτα,
αλλά παράθυρο-παράθυρο κάνουν τις προσλήψεις.
Στο πλύσιμο εφαρμόζουν διαφορές,
άλλοι ξεπλένουν λαχανικά ή τις μπουγάδες
κι άλλοι κάνουν μπίζνες καυτερές
και ξεπλένουνε το χρήμα σε κουβάδες.
Έχω μανία διαρκώς με την τιβί,
βλέπω όλα τα τερατολογήματα,
ακόμη και τα όνειρά μου κάνουν διακοπή,
και βάζουν διαφημιστικά μηνύματα.
Υπάρχουν έλληνες εργαζόμενοι τριών αστέρων,
ο πρώτος είναι φοροφυγάς σε όλο του το βίο,
ο δεύτερος στο δημόσιο ελέγχει των προτέρων
κι ο τρίτος δουλεύει για να τρων οι άλλοι δύο.
Το λάδωμα στην Ελλάδα ξεκινάει απ το νεογνό
που το λαδώνει ο νονός για να το κάνει χριστιανό,
συνεχίζεται από νονούς σε όλες της ζωής τις φάσεις,
με σκληρό ανταγωνισμό στις πανελ λαδικές εξετάσεις.
Στα παράθυρα της τιβί πολιτικοί ομίλησαν
και κάθε λόγος για το λαό μας προσβολή,
γι αυτό την πολιτική πολλοί εμίσησαν
και τους πολιτικούς μας, ακόμη πιο πολλοί.
Του έλληνα ο τράχηλος δεν δέχεται ζιζάνια,
καίγεται με τον καύσωνα μα και την ηλιοφάνεια,
μα ούτε δέχεται να κάνει τάιμ άουτ,
στην πρώτη την ψιχάλα μας παθαίνουμε μπλάκ άουτ,
όταν έχει ανομβρία επικαλούμαστε τις μοίρες,
παράπονα και στη βροχή που φέρνει τις πλημμύρες.
Και τερματίζοντας προς το παρόν τα λόγια,
τις σάτιρες και τις λοιπές τις πλάκες,
ας αναφωνήσουμε έστω με υβρεολόγια,
οι μικροβλάκες πέθαναν, ζήτω οι μεγαλομαλάκες.
Είναι ένα όμορφο τετράποδο θηριάκι,
με σώμα ελαστικό κι εφτά ζωές,
έχει πανέξυπνο μουτράκι
και ποντικών παραμονεύει στις φωλιές.
Είναι ακόμη μια πανέξυπνη ξανθιά,
που κάνει δίαιτα και τρώει σοκολάτα,
έχει στη σκέψη της νοήματα βαθιά
και παριστάνει σ όλους μας τη γάτα.
Είναι και μια παμπόνηρη γυναίκα,
ονόματι Σούλα ή Βούλα ή Τούλα,
πούχει δυνάμεις και μυαλό για δέκα,
αλλά στον εραστή της παριστάνει τη γατούλα.
Γάτα είναι και μια χήρα σιτεμένη,
που στις εκκλησιές ανάβει καντήλια και λαμπάδες,
για αντρική παρέα είναι ξαναμμένη
κι άμα δεν βρει, την πέφτει στους παπάδες.
Στην Ελλάδα πάλι, ο καθένας είναι γάτα,
στον έρωτα, στη δουλειά, αλλά κυρίως στο καφενείο,
μα όπου ακούς πολλά, μικρό καλάθι κράτα,
γιατί οι πιο πολλοί έχουν ζάλη στο κρανίο.
Τέλος κι ο μάγκας, ο ασίκης, είναι γάτα,
που δε φοράει παπιγιόν, ούτε γραβάτα,
έτοιμος πάντα να καθαρίσει με μαχαίρι,
αλλά συνήθως σε διό καρέκλες ξαπλωτός, με το μπεγλέρι.
Γέλα παλιάτσο, στη φαιδρή πραγματικότητα,
που ξετυλίγεται μπροστά μας σαν κουβάρι,
στην άθλια, μίζερη ανθρωπότητα,
χωρίς ηθική, χωρίς κανόνες, χωρίς χαλινάρι.
Για το κατάντημα, γέλα παλιάτσο,
φιλοσοφίας, επιστήμης και θρησκείας,
που όλη τη φύση έκαναν στραπάτσο,
του κέρδους κυνηγοί και της βλακείας.
Γέλα παλιάτσο, στα παλάτια των αστών,
πούχουν σημαία τους τη δόξα και το χρήμα,
μοιάζουν ναυάγια μανιασμένων θαλασσών,
σα σκοτεινό του Καραβία ποιήμα.
Οι φίλοι μου με λένε φαντασμένο,
γιατί όταν αντικρίζω πετυχημένο ειδικό,
παίρνω ύφος ονειροπόλο και χαμένο
και παριστάνω πως έτσι είμαι κι εγώ.
Όταν βγαίνω από το σπίτι το πρωί,
αντικρίζω με στολή τον τροχονόμο,
αναλαμβάνω ευθύς της κυκλοφορίας τη ροή,
μες το νου μου και πολύ το καμαρώνω.
Στο φαρμακείο με άσπρη μπλούζα σοβαρός
και συνταγές με συμβουλές χαρίζει,
αμέσως μεταμορφώνομαι φαρμακοποιός,
πίσω απ του πάγκου το σπουδαίο μετερίζι.
Ζηλεύω και πολύ τον ταξιτζή,
που κάνει τσάρκες μες την πόλη όλη μέρα
και τον εκλιπαρούνε οι ταλαίπωροι πεζοί,
θα μου ταίριαζε κι εγώ τέτοια καριέρα.
Στην τηλεόραση βλέπω πολιτικούς
και η καρδιά μου αναστενάζει φθονερά,
τρελαίνομαι για ρητορείες και κους κους
και στο γυαλί να δω τη φάτσα μου φανταχτερά.
Ακόμα κι όταν βλέπω καστανά,
στην παγωνιά αγκαλιά με τη φουφού,
παίρνω τη θέση του, ειλικρινά,
κι ας λένε ότι θέλουν, ζαμαν φου.
Στ αεροπλάνο όταν μπαίνω για ταξίδι,
αφήνω την τουριστική τη θέση μου, σε άλλον
και στο πιλοτήριο κάθομαι εν είδη
συγκυβερνήτη σε αιθέριο περιβάλλον.
Του τσίρκου είμαι ο καλύτερος πελάτης,
όπου ειδικότητες πολλές αλλάζω,
κλόουν, ισορροπιστής, κυρίως ακροβάτης
και με το χειροκρότημα του κόσμου αφηνιάζω.
Αλλά, καμιά φορά στα συγκαλά μου έρχομαι
και βάζω φρένο στου μυαλού την κουτουράδα,
απ τα φανταστικά τα όνειρα συνέρχομαι
και αρκούμαι έστω….για Πρόεδρος στην Ελλάδα !!
Είναι μέγεθος εθνικά οικονομικό,
που επεξεργάζονται σοφοί οικονομολόγοι,
για μερικούς είναι πολύ σημαντικό,
για τους πολλούς είναι ξεκούρδιστο ρολόγι.
Η λεγόμενη Εθνική Οικονομία,
δείχνει λίγους ευτυχισμένους αριθμούς,
υπολογίζει όλα τα αρνητικά στοιχεία
τ ανακατεύει με λογιστικούς ρυθμούς.
Μόνιμα είναι αρνητική και κατιούσα,
με χρέη στους μεγάλους μας συμμάχους,
περιλαμβάνει κόστος απ τα κρατικά τα λούσα
και πληρώνεται απ όλους εμάς τους βλάχους.
Σε κάθε απόπειρα αύξησης των μισθών
και καλυτέρευσης του επίπεδου ζωής,
στεντόρεια ακούγεται κραυγή καπιταλιστών,
την Εθνική οικονομία μην ενοχλείς.
Οι συναλλαγές μας βρίθουν προμηθειών,
που παν στην τσέπη ημετέρων εργολάβων
κι από εργαζομένων και ανέργων θυσιών,
σε μια πολιτεία ημιελεύθερων και σκλάβων.
Τεράστια έσοδα από τράπεζες και φόρους,
ρίχνονται στο σακούλι επιτηδείων
κι άλλα από εράνους σε θρησκείας χώρους,
καταλήγουνε στα χέρια των ιδίων.
Οπότε η τρύπα της Εθνικής Οικονομίας,
αφού τα έσοδα τα φάγανε οι μάγκες,
χρεώνεται στην πλάτη των φτωχών της κοινωνίας,
κι όρθιες μένουν των λεφτάδων οι …παράγκες.
Φεγγοβολούν οι σμαραγδένιοι κάμποι,
αναστενάζουν στον αέρα τα πτηνά,
κι εκείνη ξαναμμένη λάμπει,
νεράιδα με πέπλα γιορτινά.
Από φουρτούνες ξεχασμένος ναυαγός,
που βρήκε το κοράλλι της καρδιάς,
κατάντησα για σε απελπισμένος στιχουργός,
στα πόδια ευλογημένης παπαδιάς.
Η αγάπη μου κυμάτιζε ψηλά,
σαν σπόρος ομορφιάς σε ήμερο περβόλι
κορόμηλο το δάκρυ μου κυλά
και σου προσφέρω. ..αδαμάντινο βραχιόλι.
Η όψη σου ευθύς μεταμορφώνεται,
είναι γνωστό πως επιδρούν τα λούσα,
γίνεσαι πέρδικα γλυκολαλούσα
κι εμένα το κέφι μου σηκώνεται.
Λησμόνησα πως είσαι μες στον κάμπο ορφανή
και ζεις σε μια αψίδα των σκιών,
στο σώμα σου και στην καρδιά αγνή,
γι αυτό σε γλέντησα με ήχους μπουζουκιών.
Εκεί μες τους καθρέφτες των ματιών,
είδα το βλέμμα σου ονειροπαρμένο,
κι όταν πιατέλες καταφθάνουν μπιφτεκιών,
πέφτεις επάνω τους με ύφος λιμασμένο.
Κρασιά, μπριζόλες και διάφορα ψητά
σε συνεπαίρνουν και το κέφι σου ανάβουν αισθητά,
σε μεταφέρουνε στο χείλος της αβύσσου
και στο τραπέζι ανεβαίνεις, έξω από το χρυσό κλουβί σου.
Όλοι σου φωνάζουν γδύσου
κι εσένα που σε κράταγα σε διαμαντένιο λίκνο,
ρούχα βγάζεις και κουνιέσαι εξίσου
κι εγώ στο πλάι σου τις ζεϊμπεκιές μου ρίχνω.
Είσαι νεράιδα στο βάθος της ψυχής μου,
άγγελος στη μαγεία της προσευχής μου,
το τραγούδι σου κελάηδημα γλυκό,
σου αφιερώνω αντάρτες στίχους κι ένα άσπρο νυφικό.
Στο σινεμά που πηγαίνω τακτικά,
παρέα με τη σύζυγο όταν θάμαι,
βλέπω συνήθως έργα ρομαντικά
και ξαπλωμένος στην καρέκλα μου κοιμάμαι.
Στο γήπεδο μεσημέρια Κυριακές,
με φίλο σας αναίσθητο άμα πάτε,
δεν πα να πέφτουν τα γκολ και οι κλωτσιές,
αυτός στην κερκίδα δίπλα σας κοιμάται
Όταν αρχίζει ο εξυπνάκιας στην παρέα,
να διηγείται σόκιν και κρύες ιστορίες,
μας πιάνει υπνηλία κι όταν πέφτει η αυλαία,
πρώτες κοιμούνται της παρέας οι κυρίες.
Αν είσαι λάτρης της κλασσικής της μουσικής
και σε κονσέρτα και συναυλίες διασκεδάζεις,
πρόσεχε νάσαι στην καρέκλα ευθυτενής
και στα χασμουρητά το χέρι στο στόμα σου να βάζεις.
Βιβλία να διαβάζουμε είναι χρήσιμο,
για σκότωμα της ώρας και για γνώσεις
μα αν τη σιγαλιά διακόψει ένα βήξιμο,
υπνηλίας ροχαλητά θα διακόψεις.
Ήταν λάτρης στα τραγούδια λαϊκά,
έπαιζε μπαγλαμαδάκι και μπουζούκι,
ζούσε μονίμως στο ταπί και δανεικά
και δεν άφηνε κουτούκι για κουτούκι.
Γνωστός θαμών στα περισσότερα σκυλάδικα,
αστέρι στο ζεϊμπέκικο στην πίστα,
φερόταν σ όλους τσίφτικα και μάγκικα
και ήταν το βασίλειό του η νύχτα.
Δουλειές του ποδαριού και άμα λάχει,
μέλος πολλές φορές σε κομπανία,
παρίστανε στο καρναβάλι τον απάχη
και σλόγκαν του- κακούργα κενωνία.
Στην οινοποσία ήτανε ηγέτης
και ξημερώματα γυρνούσε μεθυσμένος,
αυτός ένας πραγματικός ρεμπέτης
κι όχι μάγκας του συρμού συνηθισμένος.
Ένα βράδυ άλλος μάγκας σουρωμένος,
τα μάγκικα πρωτεία του αμφισβήτησε,
για τα μάτια μιας μικρής το λόγο ζήτησε
κι έπεσε ανάσκελα βαριά μαχαιρωμένος.
Ο φίλος μας τιμώρησε αυτό τον αγενή ,
έδειξε λαικότητα κι ασήκωτα καρύδια,
στα άχρηστα τον πέταξε σκουπίδια
κι έγινε ο πιο μάγκας ρεμπέτης….στη στενή.
Στο καφενείο όταν μαζεύονται οι άντρες,
ώρες ατέλειωτες καθημερνά περνάνε,
το χρόνο τους σκοτώνουνε κομπολογιών οι χάντρες
και με χαρτάκι και κουτσομπολιό γλεντάνε.
Σχολιάζουνε τα πάντα και τον πιο καλό τους φίλο,
αθλητικά, πολιτικά, αλλά κυρίως το άλλο φύλο,
με ιστορίες φανταστικές και πιπεράτες,
όλα αυτά πίσω απ των γυναικών τις πλάτες.
Προτίμηση δείχνουνε στο…γουνάκι,
χωρίς να παραλείπουνε καθόλου τους… βουκόλους,
αρέσκονται στο τρυφερό.. αρνίσιο το μπουτάκι
και σ έρωτες φανταστικούς κι ονειροπόλους.
Διαβάζουν τα ποιήματα του Σούτσου,
από καθαρά φιλολογικής πλευράς
και αφηγούνται κατορθώματα κάποιου…μούτσου,
με χειρονομίας καθόλου αβράς.
Ενδιαφέρονται για αισθήματα και μίση
και για περίπλοκων χορών τα βήματα,
σχολιάζουν όποιον πάει ν…αγαπήσει
και διηγούνται… αθλητικά…πηδήματα.
Όταν απ έξω διέρχεται μια γκόμενα,
τα μάτια τους πετάγονται σα μπίλιες,
φαντάζονται του κρεβατιού τα δρώμενα
και εκτιμάνε με μεζούρα τις καμπύλες.
Αναγάγουν τον εαυτό τους, ως ιππότην,
στην υπηρεσία της ωραίας Δουλτσινέας,
και βγάζουν τα άπλυτα της άμοιρης της νέας,
διηγόντας τα υπό μορφή αθώου σόκιν.
Συνειδήσεις
μηχανή του κιμά,
άλεσμα σκέψης και φρονημάτων μέχρι τελικής πτώσης.
Έγκλημα του νου,
χέρια βρώμικα.
Θαύμασα την αταραξία της ζοφερότητας,
Συμφώνησα στα παιχνίδια της μοίρας,
Σκοτεινό τοπίο,
Ομίχλη σκεπάζει τα πάντα,
Βαριά σα σύννεφο.
Αναστήθηκα μόνος,
Απελπισμένος και γοητευμένος απ τη μαγεία
Του πνεύματος
Της δύναμης
Της απελπισίας
Της καταφρόνησης.
Δεν είμαι εδώ
Έφυγα
Ψάξε να με βρεις
Κούκου.
Ξαπλωμένο μία ώρα στο ντιβάνι,
με ενοχές, άγχη κι αγωνίες,
που του φορτώσαν άτιμες κοινωνίες,
ο ψυχαναλυτής τον πελάτη απολαμβάνει.
Του ειδικού οι λέξεις μετρημένες
κι ο ασθενής διηγείται ιστορία,
απάντηση όμως ποτέ δεν παίρνει
κι η λύση παραμένει απορία.
Ως και της γειτονιάς οι τρελοί ξεσηκωθήκαν
και απαίτησαν άμεση εξασφάλιση,
στον ψυχολόγο ευθύς απευθυνθήκαν
και ιδού, σεμινάριο για ψυχανάλυση.
Το πρόβλημα ελύθηκε επί τόπου,
σε αίθουσα εκλείστηκαν φαρδιά
κι ο αρχιτρελός με πειθώ και άνευ κόπου
τους άλλαξε τσερβέλο και καρδιά.
Και τώρα πλέον δεν είναι μυστικό,
ποιους είναι σαλεμένους να γνωρίζουν,
οι δικοί μας έχουν πιστοποιητικό,
μα συνεδρίες για καλού κακού και πάλι συνεχίζουν.
Μοίρασα όνειρα,
μοίρασα σχέδια και ιδέες,
χάρισα σκέψεις,
χάρισα υποσχέσεις,
δώρισα φιλίες,
δώρισα έρωτες,
και ξέμεινα.
Άδειασα
Βιβλίο- είναι θαυματουργό σύνολο, κινητό
σχολείο- που μας ανεβάζει ψυχικά και δίνει
γνώσεις- συμπυκνωμένες ή και σε
δόσεις- χρήσιμες για την εξέλιξή μας.
Διασκεδαστικές- ιστορίες με υποθέσεις
κωμικές- ή γεμάτες μυστήριο
αστυνομικές- ή ακόμη νουβέλες
αισθηματικές- για τις ευαίσθητες καρδιές.
Γραμμένα- από ιδιοφυείς λογοτέχνες,
στολισμένα- με φιοριτούρες και γιρλάντες, άλλοτε
εκδόσεις- πολυτελείς που συνήθως διηγούνται
περιπτώσεις- πολύπλοκες και σπάνιες.
Φιλοσοφία- περιέχουν πολλά βιβλία, που μοιάζουν με
δοχεία- γνώσεων και το άγνωστο προσπαθούν να
ερμηνεύσουν- προς όφελος της επιστήμης και να
συνοδεύσουν- σε λύσεις την περιέργειά μας.
Φανταστικά- τις περισσότερες φορές τα σενάρια, που
αριστοτεχνικά- μας σερβίρουν και ικανοποιούν τις
αισθήσεις- πότε ρεαλιστικά και πότε φέρνοντας
παραισθήσεις- σα να ζούμε μέσα στο παραμύθι τους.
Θέματα- επεξεργάζονται ποικίλα με αλήθειες και
ψέματα- αληθοφανή κι αυτά που το ενδιαφέρον μας
κεντρίζουν- και πνευματικοί εργάτες με χώμα και λάσπη
χτίζουν- όνειρα κι επιθυμίες μας.
Συμβουλές- σ εμάς τους ανώριμους προσφέρουν και ευθείες
βολές- στο κατεστημένο δίνουν και
λύσεις- προτείνουν εφικτές ή δύσκολες με ή χωρίς
αναλύσεις- αλλά πάντα με σαφήνεια διατυπωμένες.
Δεν τελειώνει- η περιγραφή, ούτε είναι η
μόνη- σ ένα θέμα τόσο σπουδαίο και πολύτιμο
εργαλείο- για γρήγορη και πλήρη αφομοίωση,
των επιτευγμάτων της ιστορίας της ζωής,
αυτό είναι εν ολίγοις το –
βιβλίο.
Πέφτουν σα βροχή οι αναμνήσεις
Μέσα στα πράσινα νερά της λίμνης
Λαμπυρίζουν απ τις ματιές των κοριτσιών που γνώρισα.
Απλώνω ρίζες σε νέα χώματα
Ακόμη και μες το νερό.
Πετάνε καινούργια κλαδιά οι σκέψεις μου
Ανεβαίνουν οι χυμοί στη φυλλωσιά μου
Τα μάτια μου γίνονται δεκάδες οφθαλμοί
Θα βγάλουν μπουμπούκια, άνθη
Θα γεμίσουν το είναι, θα δώσουν μορφή.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι
όταν θυμάμαι τα παλιά,
αν ειν σωστό αυτό που λέμε
«αχ να ξαναγινόμαστε παιδιά».
Τις περιόδους της ζωής αναπολώ
και ξαναβλέπω τις παλιές εικόνες,
ένα τοπίο μπερδεμένο και θολό
μ ατέλειωτους μαρτυρικούς χειμώνες.
Μέχρι τα δέκα ήμουνα παιδί χλωμό,
σχολείο, τιμωρίες, συμβουλές,
πολλές στερήσεις και μέλανα ζωμό,
ξυπολυσιά και καραγκιόζης στις αυλές.
Στην εφηβεία επεκτείνεται η φρίκη,
δυσεύρετη η γυναικεία παρέα,
ίδρωμα για ένα γελοίο χαρτζιλίκι
και λίγο διάβασμα για τη μεγάλη ιδέα.
Ακολουθούνε οι σπουδές στα ΑΕΙ
και πανηγύρι μέσα κι έξω απ τη σχολή μας,
κλαμπάκια, καφενεία, ουζερί
στο ρεφενέ να τσουλάει η ζωή μας,
Όμως ταυτόχρονα άγχη και αγωνίες
για τα μαθήματα και τα γκομενιλίκια,
στήσιμο στων γυμνάσιων θηλέων τις γωνίες
και στων καθηγητών τις φάκες σαν ποντίκια.
Πια νοσταλγία για το στρατό να θυμηθείς
και την περίοδο αυτή να ονειρευτής,
όταν σου πήραν τις καλύτερές σου μέρες
και σ εξοικείωσαν με βόμβες και με σφαίρες.
Νέος ακόμη βγαίνεις στο κλαρί
και δοκιμάζεις να εφαρμόσεις επιστήμη,
μα ου μενετοί οι καιροί
για χρήμα, δόξα και για φήμη.
Το κορίτσι των ονείρων όταν βρεις
κι υπολογίζεις λάδι, ξύδι και το νοίκι,
αποφασίζεις τελικά να παντρευτείς
και εισέρχεσαι στο κλαμπ με δεκανίκι.
Ποδήλατο η ζωή ως τα σαράντα,
μ εγκυμοσύνες και κλαψιάρικα μωρά,
βάρη που θα κουβαλάς για πάντα
και θα σου κόψουν της ελευθερίας τα φτερά.
Όταν πια πενηνταρίσεις για καλά
και σαρώσεις τα πνευματικά αλώνια,
αρχίζει άλλος κύκλος να κυλά,
αποκατάσταση παιδιών, εγγόνια.
Φτάνει λοιπόν κι η καλύτερη εποχή,
που με τη σύζυγο σαν βασιλιάς θα ζήσεις,
ένας καφές κι ένα ουζάκι στην εξοχή
κι έξω καρδιά, όταν εξηνταρίσεις.
Πρωί, τα πτηνά στον ουρανό βολτάρουν,
Διαβάτες προσπερνάνε βιαστικοί,
Πάχνη κόλλησε στα φθινοπωριάτικα πεσμένα φύλλα,
Ξυπνάει η μέρα και χασμουριέται.
Πιο πέρα ένας οδοκαθαριστής,
Με σκούπα από φτερά στρουθοκαμήλου,
Χτενίζει χαλαρά τα πεζοδρόμια
Και η μέρα τεντώνεται.
Το πρώτο λεωφορείο της γραμμής,
Μαζεύει εργατικούς και μαθητές
Και κάτι ηλικιωμένους συνταξιούχους,
Πούχουν συνηθίσει να ξυπνάν νωρίς.
Οι καθαρίστριες στις τράπεζες
Και στ άλλα δημόσια κτίρια,
Τακτοποιούν και τοποθετούν στα βάζα λουλούδια,
Να ανοίξει η καρδιά του πελάτη και το πορτοφόλι.
Ένας τύπος έχει ξεμείνει
Στο πεζοδρόμιο του μπαρ
Και σκέφτεται τη δικαιολογία
Που θα του ανοίξει την πόρτα της κυρά Μερόπης.
Τάξη, αταξία, οργάνωση, ανοργανωσιά,
Όλα μαζί συνθέτουν το θολό πρωινό
μέχρι να βγει ο ήλιος να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.
Και να, βγαίνει περίλαμπρος και
Φωτίζει μουσικά την πόλη,
Μ αχτίνες ζεστασιάς και θαλπωρής
Και φέρνει στη θέση του όλες τις σκέψεις και τα νοήματα.
Είτε λέγεσαι Οδυσσέας,
με ατέλειωτα σπουδαία κατορθώματα,
με παραμυθένιες περιπέτειες
που φουσκώνουν τα στήθη και τα μυαλά των παιδιών,
με φανταστικές συναντήσεις γιγάντων και θρύλων,
με δοξασμένες μονομαχίες ηρώων
που αναστατώνουν έφηβους.
Είτε λέγεσαι Οιδίποδας
αντίπαλος του σκότους,
της άθλιας βούλησης των θεών,
της απελπισμένης μοίρας των ανθρώπων,
και του συντριπτικού τέλους.
Είτε λέγεσαι Άμλετ,
του σπαρακτικού μονόλογου,
της τραγικής θείας χάρης
και της γονικής εκτέλεσης.
Μήπως αν λέγεσαι Δον Κιχώτης
ιππότης των ανεμόμυλων,
προστάτης της κάθε Δουλτσινέας,
υπερασπιστής των αδυνάτων.
μπορεί και νάσαι υπεράνθρωπος, του Νίτσε ή
ο Σούπερμαν με το μανδύα ν ανεμίζει,
παλεύοντας με τη γνώση ή
με τους εξωγήινους.
Εμείς θα σε λέμε ήρωα, ένδοξο, μαγικό, λατρεμένο.
Κι αν είσαι Βόιτσεκ,
των θρησκευτικών πολέμων, τρομαγμένος και ρημαγμένος
πνιγμένος στους βάλτους των ενοχών σου.
Κι αν είσαι ανώνυμος Κάπα,
γρανάζι μιας μηχανής που αλέθει
την αθωότητα σε ενοχή
και σε δικάζει σε αιώνια καταφρόνια.
Κι αν είσαι ο Μερσώ ο ξένος,
σε πυρακτωμένη έρημο,
να σέρνεις τα δολοφονικά σου βήματα,
στης μάνας σου τον τάφο.
Κάποια στιγμή, θα φανείς,
μετά από ατέλειωτη προσμονή,
που εμείς οι κλόουν του πλανήτη,
θα σ αναγνωρίσουμε σαν αντιήρωα της σκηνής,
σαν τον Γκοντό της Λύτρωσης.
Τη σημασία οφείλω να ξέρω, της στιγμής
και την πορεία μου να μπορώ να εκτιμήσω,
να βγάλω νόημα της κάθε εποχής
και τις μεταμορφώσεις, σωστά να κατανοήσω.
Για παράδειγμα μια αναδρομή θα κάνω,
των φάσεων που στη ζωή μου πέρασα,
τις μεταμορφώσεις να επισημάνω
και τις μορφές, μέχρι σήμερα που γέρασα.
Χάθηκε απ τον κόσμο το μωρό,
που απεικονίστηκε σε μερικές φωτογραφίες,
χανόταν κάθε τόσο θεωρώ,
όσο άλλαζε μορφή και ηλικίες.
Θυμάμαι όταν έγινα παιδάκι,
που άλλαξε η φάτσα εντελώς,
καμία σχέση το τότε τερατάκι,
με το πρώτο που του βγήκε ο αφαλός.
Τα χρόνια πέρναγαν και οι μορφές
αλλάζανε, μ επιρροή από αίτια γενετικά,
αλλά και συνθηκών μεταστροφές,
οπότε είχαμε διαφορετικά παιδιά, σταδιακά
Οι διάφορες μορφές παιδιού,
έδωσαν τη θέση σε παλικαράκι,
που κι αυτό με τη σειρά κομπολογιού,
γινότανε όλο και πιο πολύ αντράκι.
Φαντάρος, σπουδαστής και εργαζόμενος,
έρωτες, παντριές και γεννητούρια ,
συνέχεια αλλαγές ο υποφαινόμενος,
άλλες βραδυφλεγείς κι άλλες με φούρια.
Το άλμπουμ άμα ανοίξεις στη σειρά
και χρονολογικά μια σύγκριση αν κάνεις,
θα δεις πρόσωπα που φύγαν σιωπηρά
και με σκέψεις το μυαλό σου θα τρελάνεις.
Ίσως ν άχουν δίκιο των φιλόσoφων τα χείλη,
όταν με σιγουριά, ο θάνατος μας λένε,
είναι μια αλλαγή μορφής στην ύλη
και έτσι πρέπει να το δεις, άνθρωπε τρομαγμένε.
Δηλαδή έχει σβηστεί απ τον κόσμο το μωρό
και το παιδί, το παλικάρι, ο φαντάρος,
έχουν χαθεί οριστικά, όσοι τραβήξαν το χορό
και στο τέλος θα μιλήσει κι αυτός που λέμε, ο χάρος.
Μικροί θάνατοι συμβαίνουν στη ζωή μας
και χάνονται στιγμές και μορφές αγαπημένες,
είμαστε δέσμιοι μιας θείας παντομίμας
και μόνο οι ελπίδες μας είναι ονειρεμένες.
Μια μεταμόρφωση λοιπόν, είναι η ζωή,
ένας ωραίος κύκλος μες τη φύση,
και κοίτα, εκμεταλλεύσου τη στιγμή,
γιατί στα σίγουρα θα σ έβρει και η δύση.
Γι αυτό καλό θα είναι ένα όνομα ν αφήσεις,
μια ανάμνηση γλυκιά και σοβαρή στους απογόνους,
το πέρασμά σου απ τη γη φρόντισε να σφραγίσεις,
με προσφορά, για καλύτερους επόμενους χρόνους.
Να παίρνεις είναι φρόνιμο,
Να δίνεις είναι ωραίο.
Να δανείζεσαι ωφέλιμο,
Να δανείζεις ρίσκο.
Να χτίζεις θέλει μαστοριά,
Να επισκευάζεις τέχνη.
Να μαθαίνεις είναι χρήσιμο,
Να ξεχνάς είναι μοιραίο.
Να ερωτεύεσαι ζωή,
Να εγκαταλείπεις πόνος.
Να αγοράζεις εύκολο,
Να πουλάς αδύνατο.
Να ντύνεσαι απαραίτητο,
Να γδύνεσαι σεξάτο.
Να παίζεις είναι της ηλικίας,
Να σε παίζουν είναι της βλακείας.
Γι αυτό Να προσέχεις το Να…
Όταν ακούω για ήρωες λογαριάζω,
στιγμές με ιδρώτα ίσως και αίμα,
μια πονεμένη πορεία στο σκοτάδι,
δάκρια και λυγμούς αγαπημένων προσώπων.
Καταγράφω ηρωισμούς ταπεινούς,
ένα κράτημα γέρικου χεριού,
ένα στήθος μπροστά στον αδικημένο,
ζωντάνεμα παιδικών οραμάτων.
το φυτίλι μιας λάμπας πετρελαίου,
βαριά βήματα του δυνάστη,
οικονομικούς υπολογισμούς των αρχών,
ένα στρώμα από άχυρο ορφανό.
Όταν ακούω για ήρωες φαντάζομαι,
κόκκινα τριαντάφυλλα στον κήπο,
ροζ μάγουλα κοριτσιών,
σκοτεινά πατζούρια σε χειμωνιάτικο τοπίο,
ανταύγειες αναρχικών ιδεών.
πλημμυρισμένους δρόμους του χωριού μου,
κοράκια πάνω από σάπιο σώμα.
Όταν οι ήρωες προχωρούν…
ακάθεκτοι μες τα σκοτάδια,
η γη ανασκάφτεται, τα νερά παραμερίζουν,
τα βιβλία γυρίζουν σελίδα,
οι εκκλησιές κλείνουν τις πόρτες τους.
Γιατί οι ήρωες εξ ορισμού, δεν κινούνται στο φως,
δεν κραυγάζουν ηρωισμό,
δεν διαλαλούν την πραμάτεια τους.
Αλλά ταπεινοί δίνουν χέρι στον άνθρωπο,
χαμηλά στο επίπεδό του, στα πάθη του.
Κι όταν βγει ο ήλιος αποσύρονται διακριτικά….
Ήταν σπουδαίο παλικάρι καβαλάρης,
με μαύρη μάσκα και μια μπέρτα,
στην υπεράσπιση των φτωχών μπροστάρης,
και γελούσε τους χωροφύλακες αβέρτα.
Στην καταπίεση ήταν τιμωρός
και ήρωας στα μάτια του λαού,
ατρόμητος εκδικητής ψυχρός
και φοβερός δεξιοτέχνης του σπαθιού.
Από αριστοκράτες είχε καταγωγή,
Δον Ντιέγκο επισήμως ονομάζεται,
παρίστανε το γκέι θηλυπρεπή,
αλλά κρυφίως τους αδικημένους νοιάζεται.
Όταν τη μάσκα του στο πρόσωπο φορά
και στο μαύρο του το άτι ανεβαίνει,
οι καρδιές των γυναικών βγάζουν φτερά
κι αναθαρρούν της κοινωνίας οι ξεγραμμένοι.
Λυσσάνε οι εκπρόσωποι του νόμου
και με φούρια ξοπίσω του αμολιούνται
μα η ψυχή και το σπαθί του παρανόμου,
πάντα νικούν, όταν με την αδικία μετριούνται.
Χτυπούσε φορομπήχτες κυβερνήτες
και κάθε όργανο και του λαού εχθρό,
σημάδευε με το σπαθί τους αγιογδύτες,
με ένα ΖΉΤΑ, το θρυλικό σημάδι του Ζορό.
Ήτανε μύθος ή πρόσωπο υπαρκτό,
η ιστορία δεν μας το διευκρινίζει,
ήταν όμως κομμάτι λαογραφίας εκλεκτό,
που την αδικία, έστω σαν μύθος εξορκίζει.
Μες της αρένας την κόκκινη μοναξιά
Βλεμμάτων σπορά
Με το σπαθί βουτηγμένο στο αίμα…
Έχει αλυσίδες χοντρές η ανάμνηση
Μες την καρδιά της ομίχλης
Στις σκέψεις πάνω άναψε ο ήλιος.
Άνεμοι του πουθενά ξέσπασαν με βία
κι επάνω στις ψυχές έπεσε χιόνι,
έλαμψε στο σκοτάδι η ρομβία
και βρόντησε απ αντίκρυ το κανόνι.
Τύλιξε τη νύχτα παγωνιά κι ομίχλη
κι ο άνεμος πάνω στη σάρκα πνέει,
χάθηκαν απ τα μάτια τα τελευταία ίχνη,
και κρύφτηκαν ήρωες και γενναίοι.
Οι αναμνήσεις κρέμονται βαριές αλυσίδες,
σε τυλίγουνε με κάπα από φαντάσματα,
εντύπωσες με φρίκη όσα κι αν είδες,
φρικιαστικά θεριά, του Άδη πλάσματα.
Κάνεις βουτιά στην παγκόσμια ιστορία,
ανακατεύεις βιβλιοθήκες και γραφεία,
επιστρατεύεις της διανόησης θηρία
κι έχεις μπροστά σου, τι εστί φιλοσοφία.
Απ των αρχέγονων φυλών την πρώτη νόηση
και στην πορεία που μας έδειξε ο Δαρβίνος,
πρέπει να ψάξουμε εμείς με κατανόηση,
αν εξελίχθηκε ο άνθρωπος ή παραμένει κτήνος.
Οι σχολές των φιλοσόφων στην αρχαία Ελλάδα,
μας δίδαξαν σπουδή και στωικότητα,
Αριστοτέλης, Σωκράτης και Πλάτων μας έδωσανποιότητα,
μα επικράτησε του Ρωμιού η κουτοπόνηρη εξυπνάδα.
Εις μάτην οι παρεμβάσεις των λοιπών σοφών,
να σώσουν το φτωχό μας το σαρκίο,
πιότερο μας ελκύει ένα κούνημα γοφών
και κάθε σκέρτσο και ναζάκι γυναικείο.
Οι αλήθειες της ζωής είναι η Φιλοσοφία
κι ειν πεταμένες ατάκτως στο σκοτάδι,
μ αυτός που στο φως αναδεικνύει τη σοφία,
είναι ο φιλόσοφος, που ξεχωρίζει απ το κοπάδι.
Στην ιστορία εγκέφαλοι προσπάθησαν
στο δρόμο της αγάπης να μας φέρουν
Κομφούκιος, Μωάμεθ, Βούδας και Χριστός δεινοπάθησαν
μα ήταν μάταιο να μας συνεφέρουν.
Προσπάθησαν ακόμη σοφοί ονομαστοί,
Γαλιλαίος, Καντ, Μαρξ, Λένιν και άλλοι,
οι νόμοι της ζωής να γίνουν σεβαστοί,
μα δυστυχώς οι άνθρωποι οι κοινοί, είμαστε αγύριστο κεφάλι.
Οι φιλοσόφοι μας αφήσανε σπουδαία
κείμενα και σενάρια για αλλαγή πορείας,
κι έγινε λάβαρο του σοσιαλισμού η ιδέα,
για επικράτηση ισονομίας κι ελευθερίας.
Μα εκτός απ την ανθρώπινη βλακεία,
που εκμεταλλεύονται σωστά οι δυνατοί,
υπάρχει και του κεφάλαιου η θρησκεία,
το ατομικό συμφέρον και η λεγόμενη αρπαχτή.
Οι περισσότεροι από μας, σκεπτόμαστε στραβά,
τα υλικά τα αγαθά τα έχουμε κορώνα,
προτιμάμε για τροφή το μπακλαβά
και για γνώσεις την τιβί στην πολυθρόνα.
Τι ομορφιά που έχει η προσφορά !
ενός δώρου σ ένα φίλο ή σ ένα ξένο αδελφό,
που στερείται κι είναι μες τη συμφορά,
ίσως αυτό να σημαίνει, φιλοσοφώ.
Τι ομορφιά έχει η μελέτη ενός βιβλίου!
που περιέχει την ανθρώπινη σοφία,
και θα σου δείξει πιθανά μια ίσια πορεία του βίου,
για να παλέψεις την ανθρώπινη μαφία.
Μη χάνεις στιγμή
Γυρίζει η μοίρα και μου κάνει
Εξαργύρωσε το όνειρο
Πριν φύγει και χαθεί,
Πριν πεθάνει.
Γιατί αν χάσεις τα όνειρά σου
Θα χεις χάσει το μυαλό
Και την καρδιά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου