Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Τα παλιά μου 3



Εσύ  που πιάνοντας το χέρι μου οδήγησες την πέννα,
Εσύ  που πίσω απ τη χαρά κρύβεις μια ώριμη θλίψη που ξεχειλίζει,
Εσύ  που με ξενάγησες μικρό παιδί στα σαλόνια της γνώσης,
Εσύ  που μου σερβίρεις τον ήλιο σε μαλαματένιο δισκοπότηρο,

Εσύ η μοίρα μου.

Εσύ  που στα πρώρα παραμιλητά, δρόσιζες το μέτωπό μου,
Εσύ  που ξενύχταγες δίπλα στο προσκέφαλό μου,
Εσύ  που αρματώθηκες μ υπομονή στα πείσματά μου,
Εσύ  που έχεις για με την αγκαλιά σου καταφύγιο,

Εσύ η μάνα μου.

Εσύ  ήβη της μοίρας, κρήνη της νιότης,
Εσύ οδηγός στα σταυροδρόμια της ελπίδας,
Εσύ άνθος στα ευρύχωρα όνειρα,
Εσύ αφρός κρυσταλλένιας θάλασσας,

Εσύ η γυναίκα μου.

Εσύ τα αεράκι που χαϊδεύει τα μαλλιά μου,
Εσύ φωτοφάγος κρίνος της σέρας,
Εσύ κούκλα της κούκλας, δώρο στη γιορτή σου,
Εσύ ο νους μου, σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή,

Εσύ η κόρη μου.

Εσύ η κιβωτός στην καταιγίδα του μέλλοντος,
Εσύ απόμαχος και σύνταξη καριέρας,
Εσύ ζήλεια για τα σπλάχνα που απομακρύνονται,
Εσύ χίμαιρες που διαβήκαν, αμφίβολα, θαμπά…

Εσύ η ειμαρμένη….

20/6/80





Σήμερα που ξημέρωσε γιορτή μου
ημέρα είναι για με σημαδιακή,
γνωστούς και φίλους φέρνω στην ψυχή μου
κι απ το βαρέλι της καρδιάς μου τους κερνάω ένα κρασί.

Μου εύχονται να ζήσω ευτυχισμένος,
με τη γυναίκα και τα διό μου τα παιδιά,
πάντα με νέκταρ νάμαι μεθυσμένος
και νάχω αιώνια της αγάπης την καλύτερη σοδειά.

Άλλοι μου φέρνουν δώρα, μου χαρίζουν
χαμόγελα, ευχές, χειροσφιξίματα,
μ αίσθημα την καρδιά μου πλημμυρίζουν
κι αποτελούν αυτά για με τα πιο ακριβά κοσμήματα.

Η αγάπη μου μου στέλνει ένα φιλί
και κόκκινα τριαντάφυλλα αγκαλιές,
πιστόλι αγάπης την καρδιά πυροβολεί
και χύθηκαν αντί για αίμα, ανθισμένες πασχαλιές.

Μα ένα παιδί το πιο ευαίσθητο δώρο μου κάνει,
το λένε Φένια και Γιάννη μαζί,
παραπονιάρα ευχή την παιδική καρδιά πικράνει,
«θέλω το μπαμπά μας μαζί μας να ζει».

23/4/80














Βράδιασε στο καφενείο
αραίωσαν οι παίκτες
έμειναν οι μοναχοί,
σκουπίζει ο βοηθός.

Απ το μεσημέρι γεμάτο καπνούς και αδιέξοδα,
η μόνη θυρίδα διαφυγής του χωριού,
η ελευθερία σε δένει στην καρέκλα του καφενείου
και σου κολλάει στα χέρια την τράπουλα…

Προσπάθησες με μανία, αγωνίστηκες να ξεφύγεις
να πάρεις μαζί κι άλλα παιδιά,
έφτιαξες συλλόγους, σκάκι, βιβλιοθήκες,
έγινες φύλακας, δραγάτης στο πνεύμα,
απέτυχες και γύρισες μέσα.

Καφενείο, ζωή του χωριού,
αλυσίδα οι πίκρες αραδιάζονται,
δεν περισσεύουν οι χαρές για διήγηση,
ανάμεσα σ έναν καφέ κι ένα τάβλι…

Τόσες ώρες χαμένες, τόσα χρόνια χαμένα,
αν τα μαζεύαμε θα χτίζαμε χίλιες νέες πατρίδες,
με πιο πολύ φως, με πιο πολύ πράσινο,
με κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια των διώροφων…


Μάρτης 1979










Βραδιάζει, στη Χιλή οι συνειδήσεις κοιμούνται,
δεν αντέχουν το φως του φεγγαριού.

Ξημερώνει, πετάγονται να λυτρωθούν απ τους εφιάλτες
της νύχτας ο Κίσιγκερ, ο Σαντάτ, οι εφοπλιστές…

Βραδιάζει, ανάβουν τα φώτα του σκότους στις
αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, δουλειά στους γκάγκστερς…

Ξημερώνει, πλένει το πρόσωπο, κάνει το σταυρό του
και ξεκινάει για τη δουλειά του, ο λαός…

Βραδιάζει, ναρκωτικά, ρουφιανιές, ρουσφέτια ξεδιπλώνονται
ελεύθερα στον ελεύθερο κόσμο…

Ξημερώνει, κάποτε θα βγει ο κόκκινος ήλιος, μέσα απ τα σύννεφα, μέσα απ τις καρδιές …

Βραδιάζει και ξημερώνει
κι η υπόθεση του λαού προχωρεί,
το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω,
απ τα εμπόδια που βάζουν οι αντιδραστικοί και χάνονται
αναρίθμητες πολύτιμες σταγόνες,
αλλά χρεώνονται μ αυτές
και ο λογαριασμός τους είναι ανοιχτός.

Θάρθει η μέρα να πληρώσουν,
καθημερινά έρχεται και κάποιου.
και πληρώνουν….
Γι αυτό αντιδρούν λυσσασμένα
στη Νικαράγουα, στην Περσία, στο Αφγανιστάν…

Και θα στεριώσει ένα αιώνιο βράδυ για την αντίδραση
και ένα αιώνιο ξημέρωμα για όλους τους εργαζόμενους…

Βραδιάζει, Ξημερώνει, Βραδιάζει…..

13/6/80






Αύξηση  της τιμής του πετρελαίου
εξάγγειλε προχτές ο κος υπουργός, χωρίς να φανατίζεται
δεν μπήκε καν στον κόπο να την αιτιολογήσει,
κι η ζωή συνεχίζεται….

Φόρεσε στραβά το καπέλο ο αστός,
τσέπωσε τη διαφορά του πληθωρισμού ο κοιλαράς, χωρίς να συγχύζεται,
πήρε κι άλλα εκατομμύρια δάνεια ο βιομήχανος
κι η ζωή συνεχίζεται….

Εκδίδεται αυτές τις μέρες το νέο βιβλίο του Αβέρωφ,
σε πολυτελείας χαρτί που δεν σχίζεται,
θα παιχτεί κι αυτό σε θεατρική σκηνή της Ρουμανίας
κι η ζωή συνεχίζεται….

Η Αλίκη, ο Χορν κι ο Μινωτής
ανακοίνωσαν τη νέα τους πρεμιέρα στο ιδιόκτητο θέατρο που χτίζεται,
θέλουν να προχωρήσουν στην επιμόρφωση του ελληνικού λαού
κι η ζωή συνεχίζεται….


Δολοφονίες στην Τουρκία, τρομοκρατία στον Αγ. Δομίνικο,
πρόσφυγες στην Κύπρο, η παγκόσμια απανθρωπιά σχετίζεται,
το κεφάλαιο λυσσομανά γιατί παντού καταρρέει
κι η ζωή συνεχίζεται….

Κορίτσι μου σαν με κοιτάς στα μάτια,
αιώνια αγάπη βλέπω να καθρεφτίζεται,
μη σε τρομάζει η φτώχεια, η μιζέρια,
Η ζωή συνεχίζεται….

18/6/80







Είναι γνωστό ότι
ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στη Πρέβεζα,
μια πιστολιά ήταν η απάντηση
σε μια δυσμενή μετάθεση.

Πρόσθεσε τις γραμμές αυτές στον πίνακα
το μαύρο που καταχωρείς,
με μια άδεια στήλη στο πλάι,
για τις παροχές της άρχουσας τάξης σε μας τους υπηκόους της.

Στην άλλη στήλη συμπληρώνω τις απαντήσεις
όταν θα είναι έτοιμες.

Δίπλα στη λιτότητα, στους βασανισμούς, την πείνα,
τις πολιτικές δολοφονίες, τους δικτάτορες, την ανεργία
βάλε και τη δυσμενή μετάθεση
και σε παρένθεση (εκδίκηση για τον Καρυωτάκη).

Εκδίκηση για όλα τα φωτεινά πνεύματα, που
έδεσαν τον ήλιο με κορδέλες
και τη ζωή τους με αλυσίδες,
πιστεύοντας ότι θα κατακτήσουν τον άνθρωπο,
και το δέντρο,
και την πέτρα….

2/7/80











Όργιο ρουσφετιού, ψευτιά κι απάτη
στηριγμένα στη νεοελληνική πραγματικότητα,
οι πολίτες καταντήσανε ανδρείκελα
αγνοώντας την αλήθεια και ποιότητα.

Κλέφτες κοινοί κατάντησαν οι πολλοί,
όλοι οι ασυνείδητοι καθίσανε καβάλα,
καθένας για να κλείσει μια πληγή
σε βάλτο μετατρέψαν την Ελλάδα.

Λάσπη, αταξία, κακότητα και αδιαφορία,
ψέμα, αλητεία, κενότητα και πλεονεξία,
παντού απάτες, χαλάσματα κι ερείπια,
καρδιές κενές στης μοίρας τα τερτίπια.

Συκοφαντία, υπολογισμός, βλαστήμιες,
βρωμιά, κακομοιριά και φτώχεια,
σωροί σκουπίδια, της τεχνολογίας απόβλητα,
μας κυβερνούν οι αοριστίες και οι φήμες…

Ένα λουλούδι ανθίζει στα χαλάσματα
μονάχο, ολοφώτεινη ελπίδα,
κόκκινο της φωτιάς είναι το χρώμα του,
πανύψηλο βλασταίνει το κορμί του.


Έμβλημα για λαούς κατατρεγμένους,
εκατομμύρια καρδιές χτυπάνε στη θωριά του,
ειρήνη, ελπίδα, ευτυχία ακτινοβολεί,
καταδικάζει τους εκμεταλλευτές, τους βολεμένους.

Πηγή της κατακόκκινης μπογιάς,
που έβαψε μ ακρίβεια μεγάλη,
τα τρία τέταρτα της σφαιρικής μας γης,
ανάκατη με αίμα εργατιάς.

Σφίξτε το χέρι σε γροθιά,
πάρτε το δίκιο σας στην πλάτη,
δόντια σφιχτά, καθαρή ματιά,
με μάχες θα κερδίσουμε αγάπη…

2/80



Φρόνημα της καρδιάς,
συναίσθημα του μυαλού,
τις αντιξοότητες του έρωτα είχε στο νου
και σ αγάπησε.

Πέταξε μ αέρινα φτερά
στης φαντασίας τον παραμυθένιο κόσμο,
απέλπισε τα πύρινα εμπόδια
κι έσφιξε η χαρά του στην αγκαλιά τον πόθο

Λάμπεις ολάκαιρη σαν παναγιά,
ντυμένη στην πανώρια γοητεία σου,
στεφάνι ήλιου έχεις στα μαλλιά,
ευωδιάζει η γης απ τα άρωμά σου.

Πανηγύρι οι αχτίδες του ήλιου μες τα μάτια σου
ανάκατες με τη γλυκόλαλη λαλιά σου,
μαργαριτάρια χύνονται απ το χαμόγελο
κι αυτός ζητιανεύει τα όνειρά σου.

Κορίτσι αγλάισμα της ψυχής,
πρωταγωνίστρια σε όλες τις χαρές του,
εσύ που στέκεις δίπλα του λιτή
και του γλυκαίνεις κάθε βάσανο και πόνο,

Άνοιξ την αγκαλιά σου τη ζεστή,
κράτα σφιχτά για κείνον την ελπίδα,
δάκρυ ποτέ στα ματοκλάδια σου μη δει,
απαγορεύει και στο χρόνο να σ αγγίξει.

Δεν είναι για το κορμί σου το σπαθάτο,
το πρόσωπο τα αγγελικό,
δεν είναι για τον αέρα που αντανακλά
το κοριτσίστικο περπάτημά σου,

Είναι γιατί στα μάτια σου καθρεφτίζεται ο Θερμαϊκός.

Δεν είναι για τα καστανά σου μάτια,
Δεν είναι για τα κερασένια σου χείλη,
Δεν είναι που η παρουσία σου τον γεμίζει,
Είναι γιατί σε λένε Μάρω.






Σφυρίζει το μαστίγιο στον αέρα
και χτυπά στην πλάτη.
Τα κάγκελα είναι μαύρα,
τα λουλούδια κίτρινα απ τις κραυγές
και τα έντονα βλέμματα,
διψασμένα για λίγο ύπνο και γαλήνη.

Εργοστάσιο, υπόγειο, παγκάκι,
γυρίζει η ζωή στο μαγκανοπήγαδο,
μόλις ξεφύγεις πάλι μαστίγιο,
πάλι μαύρο κάγκελο,
πάλι κίτρινα λουλούδια.

Άρρωστο παιδί, βιταμίνες, εξοχή,
δρόμος που δε βγάζει πουθενά, αδιέξοδο,
πληγωμένος λογισμός.
Κίτρινα κάγκελα,
μαύρα λουλούδια…
παίρνεις απ τα χέρια τους το μαστίγιο
και ψάχνεις για πλάτες…

1/7/80













Άδεια από αίσθημα η καρδιά σιωπά
σκοτούρες, βάσανα στο νου,
μαρτυρική η μοναξιά, βάρος ασήκωτο ο χωρισμός,
κι αυτός
ακουμπισμένος στο πλάι αψηφά
τον παγωμένο αέρα που φυσά…

Σκιές στο νου, μαύρη η ματιά
η αδικία διάχυτη σκορπά
την απελπισία, ψάχνει για λύσεις στα τυφλά
παραδομένος στο μοιραίο, στην τύχη.

Παντού ψευτιά, χιλιαγωνίζεται να φτιάξει γύρω του
λίγη ανθρωπιά, δικαιοσύνη, λογική, δημοκρατία,
δεν τον αφήνει των λίγων η παραδοπιστία
και των πολλών η ατέλειωτη βλακεία.

Πουλάει εξυπνάδα ο ηλίθιος λαός και μαζί μ αυτή
πουλάει και την ψυχή του, τα παιδιά του και το βιος..
αρκεί να μην αφήσει τον τέως συμμορίτη
με το πάλε ποτέ κονσερβοκούτι να πάρει ανάσα,
και να μη στερηθεί την ελευθερία του χωροφύλακα
και του καραμανλή…

Αρκεί νάχει την ιδιοκτησία του, το σπίτι
και το χωράφι στο ερημωμένο του χωριό.

Το σπίτι ερείπια γίνεται από βόμβες
και το χωράφι του το παίρνει ο μαυραγορίτης,
γιατί με πόλεμο πληρώνεται η ελευθερία δυτικού τύπου
και με κλοπή και απατεωνία η ψευτοδημοκρατία….

Προδομένο του λαού το αίσθημα
πουλημένα τα ιδανικά,
αλωμένη η δικαιοσύνη του δικαστή,
αναίσχυντη η ψαλίδα της ανισότητας.

Αντάλλαξε τη ζωή του με τηλεόραση,
το αίσθημα του δίκιου με τετράτροχο,
τοίχους έχτισε πάνω στα ιδανικά της ανθρωπιάς του…

1/1980





Φούντωσε η μάχη για τα καλά
στης σκακιέρας το βουνό εκεί ψηλά
ο Αμερικάνος απόξω γελά
κι εφοδιάζει τους αντίπαλους με πυρομαχικά

Στρατιώτες, αξιωματικοί, ιππικό,
βασίλισσες και βασιλιάδες με τ άρματα,
πολεμικό υλικό,
νοσοκομεία και μυρωδιά από φάρμακα…

Θυσίες γίνονται από τους επιτελικούς,
σχεδιασμένες στα πεντάγωνα μ ακρίβεια,
στόχο τους έχουνε τους ανατολικούς,
με κάθε μέσο, με κανόνια, με αμφίβια…

Στρατηγικοί ελιγμοί, τακτικές δυνατότητες,
γαλόνια, τίτλοι, επιτελικές μελέτες,
φαιά ουσία σπαταλιέται στις ανθρωπότητες
για να παράγουμε σακάτες…

Γκρεμίστε πύργους και πεσσούς της εκμετάλλευσης,
σαρώστε ιππικό και αξιωματικούς,
εξαφανίστε το τοπίο της παράλυσης
και κάντε ΜΑΤ τους μαύρους αντιδραστικούς.

1/80












Δευτέρα πρωί, 140 χιλιόμετρα, Ορχομενός…τιμωρία
Χαβούζες στους Αθηναϊκούς δρόμους        …τιμωρία
Για μπάνιο Βουλιαγμένη, ιδρώτας-καυσαέριο..τιμωρία
Σκουπίδια γεμάτοι οι δρόμοι της Αθήνας     …τιμωρία

Πελώριο ερωτηματικό σε παιδικά μάτια…..απορία
Χρυσός, διαμάντια, βελούδα, σαλόνια…..απορία
Μετρημένο το ψωμί, το κρέας χαμένο…..απορία
Αίμα χυμένο, μέλη ακρωτηριασμένα…..απορία

Σκούρο κουστούμι, Μερσεντές, Χίλτον…..αδιαφορία
Πολιτικάντικη συζήτηση στην πλατεία Κολωνακίου..αδιαφορία
Kλοπές εκατομμυρίων, λάδωμα, μπηχτές…..εφορεία
Tεκμήριο το σπίτι με δόσεις και το αυτοκινητάκι…εφορεία

Κυριακή πρωί στην εκκλησία          …..ενορία
Δίσκος, χορωδία και να σώσουμε την ψυχή μας …ενορία
Το βραδάκι με ζωντοχήρα……………………παρηγορία
Και το καλοκαίρι ρηλάξ στο εξοχικό……..παρηγορία

Επίσημα γεύματα, δεξιώσεις, στομαχικές διαταραχές…φορεία
Αγωνιστικές εκδηλώσεις, απεργία πείνας          ….φορεία
Αθλητικό παράστημα, τζόκιν, γκολφ   ………πορεία
Πρόσφυγες Κύπρου, ειρήνη, έξω το ΝΑΤΟ…..πορεία

Πλάκα παράσημα, φορτωμένη συνείδηση….δυσφορία
Τραγιάσκα, επαναστατικές αρχές……ευφορία
Υψηλά συμφέροντα, Υπουργοί, καημοί του λαού….ολιγωρία
Αρχαίοι πρόγονοι, ιστορικά μνημεία, λιτότητα…..ανδρεία

26/6/80

                 Όταν


Όταν ροδίσει η αυγή και κοκκινίσει ο τόπος,
Όταν το μήνυμα θα ρθει με νότες μυστικές,
Όταν οι μηχανές αντί κινητήρα αποκτήσουνε
         καρδιά,
Όταν ανοίξει το μπουμπούκι του τριαντάφυλλου…

Τότε θα σου παραδοθώ.

Όταν οι άνθρωποι χορτάσουν από ανθρώπινο αίμα,
Όταν το χορτάρι σταματήσει να φυτρώνει στους
          τάφους,
Όταν το δέντρο σπάσει το ηλεκτρικό πριόνι,
Όταν ο ουρανός γεμίσει κόκκινα πουλιά…

Τότε θα χαμογελάσω.

Όταν τα παιδιά κηρύξουν την πράσινη επανάσταση,
Όταν οι γυναίκες πάψουν να είναι σκεύη ηδονής,
Όταν τα σκυλιά δαγκώσουν τα αφεντικά τους,
Όταν τα αρνιά σφάξουν τους χασάπηδες…

Τότε θα ομολογήσω.

Όταν το χώμα πατήσει τα παπούτσια μας,
Όταν οι πέτρες χτίσουν με ζωικά κύτταρα σπίτια,
Όταν τα σύννεφα ρίξουν κατάρες αντί βροχή,
Όταν οι μουσικές νότες παίξουν βιολί με το
         συνθέτη…

Τότε θα γελάσω δυνατά.















Διό κούκλες στη γωνιά πεταμένες
στρατιωτάκια, αυτοκίνητα, καράβια,
χαρούμενες παιδικές φωνές και ζωή,
καρδιές ζωγραφισμένες στα τετράδια.

Μουτράκια έξυπνα και αγαθά χαμόγελα,
παιδιάστικα σκερτσάκια κι αθωότητα
γελούν, παίζουν, αγαπάνε,
ανοιχτές αγκαλιές, χαρά σκορπάνε…

Γράμματα, αριθμοί, θρησκευτικά
το παιδικό τους το μυαλό μπερδεύουν
κόπος, ιδρώτας, αγωνία, βιαστικά
περνάν οι μέρες τους, μεγαλώνουν….

Σπίτι μεγάλο, έπιπλα κλασσικά, κουζίνες, μπάνια,
ιατρεία, μεγαλεία…
Σοβαροφάνεια, αυστηρότητα, πολιτική, μεγάλες κουβέντες.
Κι εκεί
στο βάθος η παιδική φωλιά
αντανακλά
ζωή, χαρά, νιάτα, ομορφιά….

Ποτάμι φως ξεχύνεται και κατακλύζει το σπιτικό,
αλλάζει ατμόσφαιρα, μπαίνει κάτι μαγικό,
διώχνει απ τις καρδιές την αγωνία,
την κούραση, τη μιζέρια,
κι αυτά τα χέρια
τα παιδικά τα ρόδινα, αυτά τα ματάκια τα περίεργα
δίνουν ένα άλλο νόημα στη ζωή, την ομορφαίνουν,
δίνουν ουσία, συμφέρον, κέρδος….

Σταματήστε τον πόλεμο, παιγνίδια φτιάξτε κι όχι κανόνια,
αφήστε τον αέρα να κυκλοφορήσει ελεύθερα,
διώξτε τη μυρωδιά του χλωροφόρμιου
απ τα παιδικά ρουθούνια….



Ανοίξτε πάρκα, δέντρα, δάση
κλείστε τις τράπεζες, τα δικηγορικά γραφεία,

Ένα παιδικό χαμόγελο αξίζει περισσότερο απ τη δόξα,
ένα πολύτιμο πετράδι σβήνει μπροστά στα ξανθά μαλλάκια,
ένα αυτοκίνητο σπορ περιφρονιέται στο παιδικό νανούρισμα.

Με ντουφεκιές υποδέχεται η υποκρίτρια κοινωνία, το βρέφος,
και με ντουφεκιές το στέλνει στα Βιετνάμ και τις Παλαιστίνες. ..

Ελευθερία δίνουν τα καθεστώτα στις γεννήσεις,
για να βρίσκει δουλειά ο Χάροντας στο μέτωπο…..

1/80















Πιές κι άλλο ένα ποτήρι

Καθισμένοι στην υπόγεια ταβέρνα,
μια ζωή τους πόνους ιστορούνε μεταξύ τους,
ανάμεσα σε μια ελιά, λίγο τυρί
και ταβερνιάρη κέρνα…

Ξεφεύγουν απ της ζωής τα προβλήματα,
κάθε σκαλοπάτι κι ένα χιλιόμετρο,
κάθε ποτήρι δέκα χρόνια μπροστά ή πίσω
και τους καημούς τους σβήνουν στα δέκα βήματα…

Ανάπηρος ειν του ενός ο γιος,
πιές κι άλλο ένα ποτήρι,
ο άλλος σύνταξη του ΤΕΒΕ τρεις κι εξήντα,
φτιάξε αν μπορείς την προίκα της Λενιώς…

Ο μπάρμπα Στάθης ήθελε ταξίδι μακρινό,
το νεκροταφείο του χωριού να επισκεφτεί,
λίγα λουλούδια ν αποθέσει
κι εκεί στους τάφους να τον βρει το δειλινό…

Ο Θανάσης ήταν όλο χωρατά,
τις πίκρες του τις έπινε μονάχος,
πιες κι άλλο ένα ποτήρι,
να ζαλιστεί η ζωή και να παραπατά….

Η κοινωνία η άδικη τους έπαιζε στα ζάρια,
άλλους ευνόησε πολύ με κούρσες και παλάτια
κι άλλους με νοίκια, μεροκάματα της πείνας
καταδίκασε να πίνουν στα υπόγεια …κατοστάρια…

Λαδόχαρτο στρωμένο στο τραπέζι,
βαριοί επάνω του ακουμπάνε οι αγκώνες,
είναι στιγμές που ξαφνικά σωπαίνουν
κι αφήνουν το γραμμόφωνο να παίζει….

Αυτή είναι η κουλτούρα του λαού μας,
η ποίηση, η μουσική κι αυτή η φιλοσοφία,
αφού οι μεγάλοι θέλησαν, τα καθημερινά προβλήματα
να μας κρατάνε μακριά απ την ουσία και κοντά στην Αθανασία….


12/6/80






Πόνος,   για το εφτάχρονο αγόρι, κολλημένο στη
              βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, ξυπόλυτο
              γυφτάκι,
Πόνος,   για ένα λουλούδι σπασμένο να γέρνει
              άψυχο πάνω στο βλαστάρι του,
Πόνος,   ζητιάνοι ντυμένοι με ράκη,
Πόνος,   δάκρυ μαργαριτάρι

Πόνος,   για τους χαμένους Κύπριους πατριώτες,
Πόνος,   για τους προδομένους πολιτικούς
              πρόσφυγες,
Πόνος,   για την υπεραξία της δουλειάς, που
              μεταμορφώνεται σε κανόνια και κομμένα
              χέρια, κι όχι σε εργαστήρια έρευνας για
              ανίατες αρρώστιες.
Πόνος,   για τα λερωμένα απ τα καυσαέρια λευκά
              περιστέρια.

Πόνος,   ουρανός γαλανός, γύμνια στα αισθήματα,
Πόνος,   δουλευτής αγνός, στην καρδιά κοσμήματα.

Πόνος,   σταθμός του τραίνου, μαντήλια,
              συγκινήσεις,
Πόνος,   αντιπολεμική ταινία, φρίκη, κακές
              αναμνήσεις…..



18/6/80

 















Πυκνώνουν οι σκιές την Κυριακή το μεσημέρι,
βαρύ αισθάνεσαι μες την καρδιά ένα χέρι,
πέρασε η πεταλουδίσια σαββατοκύριακη ζωή,
άρχισε ο λήθαργος κι η προσμονή.

Κρύβεται ένα δάκρυ σ αγαπημένο πρόσωπο,
στην καρδιά γυρίζει σα μαχαίρι δίκοπο,
σφικτά σ αγκαλιάζουν τα παιδιά πριν κοιμηθούν,
αυτό το βράδυ…μόνο το μπαμπά θα ονειρευτούν…..



 21/4/80





















  • Έμβλημα ειρήνης, περιστέρι
που κρατάει στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς.
-Κόκκινο τριαντάφυλλο στην κορυφή της ξιφολόγχης, μπηγμένης στο στήθος της Χιλής…

  • Πρησμένες κοιλίτσες των παιδιών της Αφρικής.
-Μπότα ρατσιστή.

  • Μάσκες αερίων στο βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ.
-Σαραβαλιασμένα ανθρώπινα ερείπια σε υπόγεια βασανιστηρίων.

  • Λογοτέχνες, Ζωγράφοι, Μουσικοί, χορευτές….
-Σάχης, Σομόζα, Παπαδόπουλος, Βόμβες ναπάλμ, ελικόπτερα, αίμα, πολύ αίμα και δάκρια.

  • Σπίτι και δουλειά στο ανατολικό μπλοκ
και διασκέδαση με αθλητισμό, χορό, μουσική, καλές τέχνες, «καθοδηγημένα» «χωρίς ελεύθερη βούληση».
-Καταπατούνται τα «ανθρώπινα δικαιώματα»,
δήλωσε ο Κάρτερ, αφού έπλυνε τα χέρια του απ τα αίματα…
  • Δεν υπάρχουν προβλήματα στέγης, υγείας,
δεν υπάρχει αναλφαβητισμός, ανεργία, πείνα, πόλεμος….
-Λείπει όμως η «ελευθερία» της πολυτέλειας, των Μερσέντες, των εκδρομών στην πλούσια Δύση,
των Καζίνο, των ναρκωτικών, της πορνείας….

Γι αυτό καλύτερο το αίμα, τα βασανιστήρια….
Προπάντων τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η «ελευθερία» ν ανέβεις ψηλά
αφήνοντας πίσω σου πτώματα.
Νάχεις ιδιόκτητη πισίνα και γήπεδα τένις…
δίπλα στις καλύβες με τα βρομόνερα…
Προτιμότερα τα καυσαέρια, από μια «καθοδηγούμενη»
ζωή των πάρκων και του πράσινου…

Καλύτερα να πεθαίνεις στους διαδρόμους των ελεύθερων νοσοκομείων της Ελλάδας,
παρά να σώζεσαι στα τέλεια ιατρικά κέντρα του σοσιαλισμού….

Ζήτω η ελευθερία
Ζήτω η λογική
Ζήτω ο παραλογισμός….



















                 Τέλος



Τέλος… η περιφρόνηση απ τον άνθρωπό σου
Τέλος… η αδιαφορία των θαυμαστών σου
Τέλος… η αλλαγή θερμοκρασίας του φιλικού
               περιβάλλοντος
Τέλος… η χωρίς λόγο παρατήρηση απ τον ανώτερό
               σου

Τέλος… όταν χρειάζεται να δανειστείς χρήματα
Τέλος… όταν πουλάς τα τελευταία κοσμήματα
Τέλος… όταν αρχίζεις πάλι το τσιγάρο
Τέλος… όταν πεινάς και σκοτώνεις γλάρο

Τέλος… όταν η αγάπη σου σε φιλήσει στο μέτωπο
Τέλος… όταν οι φίλοι σου σε φωνάξουν με το
               επώνυμο
Τέλος… όταν σε βάλουν σε εκκλησία επίτροπο
Τέλος… όταν λάβεις γράμμα ανώνυμο

Τέλος… άδεια διαλύσεως πρωτοδικείου
Τέλος… εγκατάλειψη οικείου
Τέλος… μια πέτρα δεμένη στο λαιμό
Τέλος… άλλο πια δεν πολεμώ….



24/6/80


















Φτάσαμε, είπε ο οδηγός.
Φτάσαμε στο τέρμα του δρομολογίου,
κοιτάζεις γύρω, άγνωστος τόπος,
τα δέντρα καφετιά με φύλα μαβιά,
ώστε έτσι είναι το τέρμα;

Φτάσαμε είπε ο καθηγητής.
Μέχρι εδώ φτάνει η επιστήμη,
ο όγκος είναι μεγάλος, το αίμα πηγμένο,
ώστε έτσι είναι το τέρμα του ανθρώπου;

Φτάσαμε είπε ο καπετάνιος.
Στο λιμάνι του προορισμού,
μεγάλα σιλό στην προκυμαία και
χιλιάδες άστεγοι σε χαρτόκουτα.
Και το άγαλμα της Ελευθερίας όρθιο.
ώστε εδώ είναι το τέρμα της ελευθερίας;

Φτάσαμε είπε ο εργάτης στη διαδήλωση
κι έπεσε τρυπημένος
απ τις σφαίρες του χωροφύλακα,
κοκκίνισε απ τη ντροπή το πλακόστρωτο της Χιλής.

Εδώ είναι η αρχή ενός νέου κόσμου…..

23/4/80














Το πόμολο της πόρτας σπασμένο,
καθώς μπαίνεις αντικρίζεις τη φωτογραφία της,
ένα πελώριο χαμόγελο,
δεξιά η ντουλάπα κι η βιβλιοθήκη του Γιάννη.
Ο καναπές του παλιού σαλονιού, κρεβάτι παιδικό
κοιμάται ο γιος,
Απέναντι στα κόκκινα η Φένια…
Το πάτωμα σπαρμένο στρατιωτάκια, κούκλες, πλαστελίνες,
αγάπη χύμα στα παιδικά έπιπλα και στον αέρα
του δωματίου,
γραφειάκι με παιδικές ζωγραφιές.

Ξέρω ότι ο ανάλγητος χρόνος θα τα εξαφανίσει,
θα τα σβήσει,
πίνεις αχόρταγα τις εικόνες τους, με το λαρύγγι της φαντασίας.
Κάθε Παρασκευή που έρχεσαι τα βρίσκεις αλλιώτικα,
χάνεις τις ενδιάμεσες εικόνες,
η ψυχή σου κλαίει…
Σαν χτες ο μικρός αδερφός σου, και τώρα χαθήκατε….

28/5/80












Μες απ τις γκρίνιες και τις κακίες,
απόρροια της φτώχειας και  κάποιας γιαλαντζί αριστοκρατίας,
ξεφύτρωσε συνεταιρικά το μαγαζάκι,
κάλυψε τις ανάγκες για σπουδές του πρωτότοκου.

Θεά τύχη, πέρασε ξυστά κι ευνόησε το συνεταίρο,
άφησε τα αποφάγια για μας
και το φτωχό μαγαζάκι
με τη μισοφωτισμένη βιτρίνα…

Πέρασαν τα χρόνια, τα ράφια
γυάλισαν απ το ξεσκονόπανο της Μάνας,
«πάρτε μια τσάντα Μαντάμ»,
«τι ωραία που σας πάει», τέλειωσαν οι σπουδές του μεγάλου.

Μεγάλωσε κι ο μικρός, μεγάλωσαν οι επιθυμίες,
μίκρυνε στα μάτια το μαγαζάκι,
μεγάλωσαν οι προοπτικές του,
έγινε διέξοδο για ζωή, για Μέλλον.

Και να, μεταμορφώθηκε σε Μπουτίκ,
πήραν ζωή οι τσάντες και τα ράφια,
πολυτελείς βιτρίνες, φώτα προβολείς,
στολίδια χίλια διό και λούστρο…

Μα ..εγώ θυμάμαι το μαγαζάκι,
τον Πατέρα και τη Μάνα, νεανικά χαρούμενα πρόσωπα,
και τον μικρό να μπουσουλάει στο σανιδένιο πάτωμα,
…γύρνα πίσω ζωή, σε ξαναρχίζω απ την αρχή…



Μάρτιος 1980





Σε πέντε λεπτά θα ρθει,
είμαι σίγουρος και ήσυχος γι αυτό,
θυμάμαι πολύ καλά το βλέμμα της,
όταν της ζήτησα το πρώτο ραντεβού..

Όνειρο ήταν του φοιτητικού μου κόσμου,
περνούσε από μπροστά μου όλο χάρη,
αναβολές συνέχεια πετύχαινα,
με φόβο μήπως με αποπάρει..

Μα ένα πρωί, έκανα το μεγάλο βήμα,
με ύφος σοβαρό κι ευφράδεια πολύ
την πλησιάζω και…
«Τι ώρα έχετε δεσποινίς;»

Αυτό ήταν, η σοφή μου τακτική
απέδωσε πολυάριθμους καρπούς
και κάθε μέρα πέρναγε από κει
και κρυφοκοίταζε, πιστεύω, να με δει.

Είχε περάσει ο καιρός,
είχαμε καταφέρει πια να συναντιόμαστε,
το ραντεβού μας ήτανε για με κάθε πρωί,
στο δρόμο εκεί που παίζαν τα παιδιά.

Μα σήμερα σα ν άργησε θαρρώ,
έχει περάσει πια η ώρα η μυστική,
κάτι συνέβη φαίνεται σοβαρό
και δεν ακούγεται η ουράνια μουσική.

Η καρδιά μου υπολογίζει το χρόνο,
έγινε ρολόι και βόμβα μαζί,
θα μπορούσε να κάνει και φόνο,
αν δεν περάσει το όνειρο, πεζή.

Νάτη επιτέλους, καμπάνες χτυπάνε,
όλο το είναι πλημμυρίζει μ αγάπη,
εκστατικός στέκομαι, λέω με το νου μου, κάνε κάτι,
κι απόφαση παίρνω μεγάλη….

Στέκομαι μπρος της και κλείνω το δρόμο,
μα…το κεφάλι σκυμμένο κρατώ…
δεν είναι φαίνεται της μοίρας γραφτό,
ν αγαπήσω μια….αστυνόμο!





Δευτεριάτικη πρωινή μετακίνηση,
τα παιδιά κοιμούνται ακόμη,
ένα φιλί απ τη νυσταγμένη σύζυγο στο κατώφλι.

Ξενιτεμένη μεταμόρφωση,
τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα ρούχα,
το ρολόι τρέχει, οι ρόδες τρέχουν, η φωνή μου…
Το μάτι, η τέντα, ζεστό τσάι άλλου τόπου και χρόνου…
Φυσιογνωμίες αγροτών,
φάτσες συναδέλφων πριν τον καφέ,
τσαγκαροδευτέρα.

Τα οκτάνια της βενζίνης κόβουν τα φρούτα των παιδιών,
χαρτί, μολύβι, πρόστυχη σκόνη,
βλακεία, για  να συμπληρωθεί η συνταγή…
Ο ουρανός συννεφιασμένος
κενό στο στομάχι
συναίσθημα ανθρωπιάς
πόρτα σφαλισμένη.

Δυναμική του χώρου, κινητικότητα ανέμου,
προσανατολισμός φανταστικού,
άρνηση πεπρωμένου
αποκρυπτογράφηση μυστικού.

Εικόνες, δανειστική σύμβαση,
έλεγχος πεπραγμένων,
ρευστοποίηση απαιτήσεων,
επιστημονική θεώρηση.

Ένα μύθο πας να καταρρίψεις,
της πρωινής εφησυχασμένης συνείδησης,
του ύπνου που βαθειά σε συνεπήρε
αγκαλιά με το τιμόνι σου.

Άνοιξε τα πελώρια συρτάρια σου,
γραφείο και σφίξε
τα μηνύματα που μεταφέρει
ένας απλός λοχίας της ποίησης,
άσε έξω τις ιδεολογικές βρισιές
και τα πανάκριβα πιστεύω σου,
απευθύνονται σ άλλα ξύλινα έπιπλα,
στην καρέκλα του καφενείου και
στο μαυρόκουτο της τηλεόρασης.

Και μετά αρχίζεις να σκέφτεσαι,
όπως σε μια παρτίδα σκάκι,
αναλύεις τις βαριάντες, την οικονομική εξάρτηση
Από το κεφάλαιο της αθάνατης πατρίδας
και το χρονόμετρο μετρά από δίπλα
τη μάταιη προσπάθειά σου.
Το ταβάνι κατεβαίνει χαμηλά επάνω σου
σε πιάνει πανικός
κλειστοφοβία,
φεύγεις, περιπλανιέσαι,
η φυγή ακόμα δε σε λυτρώνει,
τα οκτάνια, η δραχμοποίηση, το τιμόνι παγίδα
και μακριά πολύ.. τα παιδικά μάτια…

Αργότερα ήρθε ένας φίλος από διπλανό χωριό,
τον κέρασα καφέ και μιλήσαμε για τα παλιά.
Η ώρα πέρναγε, δουλειά, δουλειά, μεσημεριάτικο φαγητό
στο εστιατόριο.
Τελειώνει η Δευτέρα,
ύπνος μέχρι το βράδυ, για να φύγει η σύγχυση.
Ραντεβού την άλλη Δευτέρα το πρωί…..

16/6/80
















Μεσημέρι ώρα 3 παρά10
δρόμος σιωπηλός, γραφείο άδειο από πρόσωπα,
γεμάτο με την απουσία εκείνης…

Στο απέναντι γραφείο με τα μάτια χαμηλά
καιροφυλακτούσα
να συναντηθούν τα βλέμματά μας
ποθούσα.

Είχε διό μήνες στο γραφείο, τα μαλλιά της
ριχτά με μια αφέλεια
που σκέπαζα το ένα απ τα διό γαλανά μάτια της
και χαριτωμένα την έδιωχνε…

Έβλεπε στα μάτια μου τον πόθο
ήξερε ότι κάποιος έλιωνε…
Άφηνε ένα κουμπί ανοιχτό
έσκυβε λίγο παραπάνω κοντά μου…
Εκείνο το κορμί,
εκείνο το άρωμα…

Ήταν Τετάρτη 10 Ιούνη,
την είδα αλλαγμένη, θλιμμένη, αφηρημένη,
σε μια στιγμή που βρέθηκα κοντά της
την αγκάλιασα,
δεν μίλησε, δεν αντέδρασε,
αποτραβήχτηκε στο γραφείο της…

Οι απόπειρές μου τις επόμενες μέρες
είχαν την ίδια τύχη,
είχε αλλάξει,
τα μαλλιά της σα μετάξι,
αχτένιστα….

Τέλος της μίλησα, για αγάπη,
για πόθο, για ζωή,
για τη φλόγα που με καίει.
Δεν μου απάντησε,
δεν αναπνέει…

Την άλλη μέρα δεν παρουσιάστηκε  στο γραφείο,
ήταν άρρωστη.
Δεν το πίστεψα,
πέρασαν διό εβδομάδες, αγωνία,
έμαθα ότι πήρε μετάθεση για την Κρήτη…

Αναστατώθηκα, άρχισα να ψάχνω,
χάθηκαν τα ίχνη της,
τα λογικά μου χάνω,
σε τηλέφωνο δεν απαντούσε,
η καρδιά μου πονούσε,
η σκέψη ριγούσε…

Ώσπου έλαβα ανώνυμο γράμμα,
«περίμενε 2 μήνες, μετά θα μάθεις».
Το δίμηνο πέρασε βασανιστικό
κι έμαθα, αλλά ήταν αργά…

Πέρασαν διό χρόνια από τότε,
έκανα αίτηση να μετατεθώ
για οπουδήποτε,
δεν ικανοποιήθηκε, ακόμη πονάω,
όταν σηκώνω το βλέμμα απέναντι
την βλέπω, πίσω απ τον νέο συνάδελφο.
-Με τα μάτια χαμηλά και την αφέλεια και
τη σοβαρή θλιμμένη έκφρασή της….

Κάποια στιγμή έμαθα,
τότε, την Τρίτη 9 Ιούνη πήρε τις εξετάσεις απ την κλινική…
Της έμεναν 3…μήνες….ζωή….

17/6/80























Φύγε  όραμα του πολέμου απ τα μάτια των παιδιών
          της Ινδοκίνας,
Φύγε  αιμάτινη στιγμή απ του χρόνου το εκκρεμές,

Φύγε  πείνα απ τα ερειπωμένα φτωχοκάλυβα,
Φύγε  αδικία απ τη μόνιμη θέση σου στο σπίτι των
          ταπεινών,

Φύγε  θλίψη απ τις ζωές που δόθηκαν στο φως,
Φύγε  κίτρινη ανεμοθύελλα απ τη χώρα της
          γαλήνης,

Φύγε  θράσος απ τη μύτη του προϊστάμενου,
Φύγε  ειρωνεία απ τα μούτρα του ρουφιάνου,

Φύγε  παράπονο δαρμένου επαίτη,
Φύγε  φευγαλέο όραμα ικέτη…



20/6/80
















Μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό,
άσπρες οι σκέψεις στο νου,
μαύρες σημαίες στους τόπους δουλειάς,
κόκκινη οργή στα μάτια.

Πέτα το τσιγάρο απ το στόμα κορίτσι,
δε σου πάει
φόρεσε τη φόρμα της μάνας
και μπες μπροστά στον αγώνα για την ισότητα των φύλων.

Κράτα περίφραξη
τη μανία των ΜΑΤ με τα ρόπαλα,
τα παιδιά διψάνε για μάθηση, για ελευθερία,
κατάληψη πούκαναν της σχολής.

Η απόσταση δεν είναι μεγάλη,
εκατόν πενήντα χιλιόμετρα,
είναι μεγάλη η τιμή της βενζίνης
κι η αγάπη για τα παιδιά.

Μικρός ο μισθός
κι η ψυχή των προϊστάμενων,
μικρή κι η ζωή μας,
γεμάτη παράπονα.

Δώσε κουράγιο στα μάτια σου,
δώσε κουράγιο στο κορίτσι,
βοήθα τα παιδιά να ξεφύγουν απ τα ΜΑΤ κι απ το σήμερα,
κράτα οδηγό τη φωτογραφία τους στο παρμπρίτζ….

3/1980




Θάρθεις στο παγωμένο από σκέψεις δωμάτιο,
θα βρεις άδειο το βάζο από λουλούδια,
σκόνη μηδέν,
παράθυρα κλειστά χωρίς κουρτίνες,
καρδιές πεταμένες στις καρέκλες,
ραδιόφωνο με πένθιμη μουσική.

Θάρθεις και θάναι βράδυ,
θα βρεις εμένα χωρίς εγώ
στο κρεβάτι παρέα με τη μοναξιά μου
κι ένα ποτήρι άδειο στο τραπέζι,
απ το σκάκι μου θα λείπει ο τρελός
και στη γραφομηχανή ατελείωτο το τελευταίο ποίημα.

Θάρθεις και θα βρεις παπούτσια και νοήματα
πεταμένα στις γωνιές,
τσαλακωμένα σεντόνια
και βιβλία ανοιχτά σ άδειες σελίδες.

Θάρθεις και ανεβαίνοντας τα σκαλιά θα δεις
σκουριασμένη την πόρτα μου,
θα τρίζουν οι χαμένες ώρες μου στους μεντεσέδες της
και δε θάχει χαλάκι για τον επισκέπτη.

Θάρθεις και δεν θα δεις άνθη στο μπαλκόνι μου,
μαράθηκαν και πέσαν στο δρόμο από ανία,
το φεγγάρι δε θα μπορεί να μπει απ τις γρίλιες,
οι αράχνες της ψυχής μου θα αιωρούνται.

Θάρθεις και θάναι αργά,
Θάρθεις και θα βρεις λείψανα,
Θάρθεις και θάναι όλα σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια….



2/7/80






Μάζεψα το βαλιτσάκι, τα πινέλα μου
ένα πρωί,
τους μουσαμάδες, τις μπογιές
και βγήκα να ζωγραφίσω
στην κορφή του ανθρώπινου λόφου.

Έστησα το σκαμνάκι
άπλωσα την παλέτα
και σημάδεψα τη ζωή μου.

Πώς να σχεδιάσω τον καημό,
πώς να χαράξω το μίσος
πώς να απεικονίσω την εκμετάλλευση.

Ζωγράφισα ένα παιδικό χαμόγελο
και τα άνθη που βγαίνουν απ τα χείλη του
δίπλα στο εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο
ανάμεσα στις νάρκες.

Πούλησα το έργο μου αυτό σε μια κυρία
μαυροφορεμένη πάνω στον τάφο του γιου της.
Με πλήρωσε με δάκρυα, τ ανακάτεψα με βαθύ κόκκινο
και σχεδίασα το αίμα

Καθώς έσβηνε το δείλι, ο ήλιος πίσω απ τα βουνά
και ο χρόνος άφηναν τα σημάδια τους στην πέτρα,
μετάτρεπαν τα χαμόγελα σε σφιγμένα χείλη,
την αθωότητα σε μίσος,
την αγάπη σε περιφρόνηση.

Ζωγράφισα κι ένα πουλί αντίκρυ στον ήλιο,
είχε τα φτερά του μαδημένα,
το ράμφος του σπασμένο
κι όμως κελαηδούσε,
με τη βραχνή φωνή του καλλιτέχνη που
περνάει το τελευταίο βράδυ του με τους φίλους
δίπλα στο πιάνο
και την αγάπη του.





Φεύγει στο μέτωπο το πρωί
αυτός που τραγούδησε το πέταγμα του ονείρου,
το φτεροκόπημα της ψυχής, το χαμόγελο της ζωής.

Ζωγράφισα κι ένα κομμάτι ψωμί,
αυτό που ένα καλοντυμένο παιδί
πέταξε με νεύρα στο πάρκο.

Τι φταίει να πληρώσει τις αμαρτίες των γονιών
δωσίλογων, βιομήχανων, εφοπλιστών,
μαστόρων της κλεψιάς;

Κι όμως θα πληρώσει, για τον πίνακά μου
για την αξία των χρωμάτων
για τους μουσαμάδες
για όσους αδικήθηκαν.


24/6/80

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου