Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

1ο Βιβλίο


Αθανασία    5
Η Μοιραία       4    
Ο Μάντης        6
Προσφυγιά       5  
Ο Πράσινος          4    
Ζήτω η τρέλα       8           
      

---------------
1ο βιβλίο = 42 σελ

Αθανασία
                        ΑΘΑΝΑΣΙΑ   (5)


……Ξύπνησα από τον ύπνο και η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι δεν ήταν ύπνος: Ήταν όνειρο; Ήταν παραίσθηση; Ήταν ξύπνημα από οινοποσία;
…Μια μαυρίλα με σκέπαζε….ένα απειλητικό σύννεφο…κίτρινες φωτιές…μουδιασμένο άγγιγμα …χιλιάδες βελόνες…υπόκωφα ουρλιάσματα…βάσανο, παράπονο, γλίστρημα… 
Το μυαλό μου άδειο και γκρίζο, έπαιρνε λίγες στροφές, σταματούσε και ξεκινούσε μετά από λίγο, μούδειχνε αίφνης ότι ξέρω τα πάντα αλλά αμέσως μπλοκάριζε.
Πέρασε ώρα, δε μπορούσα να την υπολογίσω.

-Θαμπά, γιατί είναι όλα θαμπά; Και τώρα…όχι ..πόνος στα μάτια από καταρράχτες φως…ας λιγοστέψει…ναι ..
Τώρα σαν σε όνειρο βλέπω το τσιμεντένιο ταβάνι και το λευκοκίτρινο φως μιας λάμπας νέον.
Το πρόσωπο της Μάρως κίτρινο ροζέ, ανοιγοκλείνουν κάτι μεγάλα μάτια.
Υποσυνείδητα καταλαβαίνω ότι είμαι σε θάλαμο, γύρω και πάνω μου αναρίθμητα καλώδια και συσκευές.
Όλα μπλεγμένα …
Για λίγο περνάει μια θαμπή φιγούρα από πάνω μου, την ξέρω, την ξέρω καλά, μια γλυκιά αίσθηση μου προκαλείται, είναι η…η…
Επιτέλους η Φένια.
Κάνω να φωνάξω, αλλά μίλάω από μέσα μου, λες και δεν βγαίνει φωνή απ το στόμα μου….
Ακούω, ακούω τώρα…συγκεχυμένους ήχους…ροή υγρών…σύρσιμο παπουτσιών, σιγανές φωνές…

«Ξύπνησε…φαίνεται καλά…το πονσιόμετρο κινείται…το σώμα….δώστε λίγο βάριο…..πιο σιγά…..»

Ξαφνικά πλημμυρίζω εικόνες, τι πανδαισία!…περνάν απ τα μάτια μου σαν βίντεο κινούμενες εικόνες….το σπίτι, ο Γιωργάκης, αυτοκίνητα κορνάρουν…, μια πεταλούδα…, τα γενέθλια…Όλα ανάκατα, με ζαλίζουν, προσπαθώ να τα σταματήσω… Σηκώνω το χέρι μου να πιάσω το κεφάλι μου…αστοχώ πιάνω το άλλο χέρι, λες και δεν το κατευθύνω εγώ…

*…..Ο εγκέφαλός μας είναι ένα σύνολο νευρικών κυττάρων, των νευρώνων, και η λειτουργία τους συνίσταται στη μετάδοση από το ένα κύτταρο στο άλλο ενός χημικού σήματος-διέγερσης (νευροδιαβιβαστικές ουσίες) που μετατρέπεται από το κύτταρο-δέκτη σε ηλεκτρική εκφόρτιση.
Τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια, συμμετρικά ως προς την ανατομία τους αλλά καθόλου δίδυμα στη λειτουργία τους, αποτελούν την έδρα διαφορετικών επεξεργασιών, συχνά μάλιστα «ανταγωνιστικών» μεταξύ τους.
Το αριστερό είναι το ομιλούν ημισφαίριο, έδρα όλων των λειτουργιών του λόγου, το δεξί είναι «βουβό», έδρα οπτικο-χωροταξικών ικανοτήτων. Το αριστερό εκτελεί αναλυτικές επεξεργασίες σειριακού τύπου, το δεξί είναι ολιστικό-συνθετικό, όντας παράλληλου τύπου επεξεργαστής. Το αριστερό μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε «εύθυμο και αισιόδοξο» (λόγω μιας «απογύμνωσης» του συναισθήματος με διαδικασίες λογικού τύπου), ενώ το δεξιό είναι η έδρα των πρωτόγονων αντιδράσεων. Ακόμη είναι η έδρα της μουσικής, της ονειροπόλησης, της «μεταφοράς» της φαντασίας και της διαίσθησης.
Η επικοινωνία των δύο ημισφαιρίων εξασφαλίζεται με τις νευρικές ίνες του μεσολοβίου, τη «γέφυρα».
Η υπόσταση λοιπόν του εγκεφάλου μας μοιάζει με ένα μακροσκοπικό κβαντικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της λειτουργίας μικροσκοπικών κβαντικών υπολογιστών στους μικροσωληνίσκους των κυττάρων…*

-Ακούω σαν να διαβάζω σε βιβλίο Ιατρικής, ποιος τα λέει αυτά;

Πάλι σιγανές φωνές, θριαμβευτικές τώρα…
«Μπράβο… κίνησε το χέρι…αρχίζει να λειτουργεί… γρήγορα Νίκο δώσε 1γρ βαλπροϊκό  και 0,3 μολ. Καρβαμαζεπίνη.
Σε μισή ώρα να μπει στο PET  (Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων που μετρά τον ειδικό μεταβολισμό) και στη MRS (Μαγνητική Φασματοσκοπία για τη μέτρηση μεταβολιτών του υγιούς εγκεφάλου και των βλαβών αυτών).
Στείλε μου τα αποτελέσματα και ετοίμασε τη Λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία, ώστε να μπορέσουμε να εντοπίσουμε ακριβώς την περιοχή που εκτελεί τις συγκεκριμένες λειτουργίες (κίνηση χεριού, ποδιού, γλώσσας ομιλίας και  όρασης). Μετά να επεκταθούμε και στις πιο πολύπλοκες-σύνθετες λειτουργίες (σκέψη, αισθήματα κ.λπ. )».
………………

Απ το κρεβάτι μου πέρασαν δεκάδες συγγενείς και φίλοι. Η Μάρω δεν κούνησε ρούπι καθισμένη δίπλα μου στα πόδια του κρεβατιού.
Άρχισε να λειτουργεί η μνήμη….αλλά τι περίεργο…βλέπω τις αναμνήσεις σε σελίδα Α4 γραμμένες με λευκά γράμματα….και ακούγεται συγχρόνως η φωνή της Φένιας….
Στην αρχή διαβάζω και ακούω:

*Άνοιξη του 2015

Η Φένια κι ο Δημήτρης συμμετέχουν σε μια τεχνολογική ομάδα, που ανήκει σε πανεπιστήμια και τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Τότε  είχαν σχηματιστεί μεγάλες  διεθνείς.πειραματικές τεχνολογικές μονάδες με συγκεκριμένο στόχο η κάθε μία, οι οποίες πατρονάρονταν και από τα κράτη.
Η ομάδα της Φένιας και του Δημήτρη ασχολούνταν με το αντικείμενο:
Επικοινωνίας και παρεμβάσεων επάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο (αντιγραφή-διάβασμα μνήμης, Εικονική πραγματικότητα, Πλαστές εγγραφές, «Θεραπευτικές» -και όχι μόνο- παρεμβάσεις, Ενίσχυση της ευφυίας μας η των δυνατοτήτων μας μέσα από «υβριδιακές» εγκεφαλικές κατασκευές, ακόμη και… «αθανασία», με διάσωση της μνήμης σε μεταμοσχεύσιμα τσιπ;…)
με προχωρημένες τεχνολογικά υπερμηχανές.
Κυρίως ασχολούνταν με τη δυνατότητα της πιστής αποτύπωσης των χαρακτηριστικών του εγκεφάλου ενός όντος (άνθρωπου ή ζώου) και τη μεταφορά  του σε ένα σύστημα εν είδη σκληρού δίσκου Πισί.
Ξεκίνησαν με τη διερεύνηση αναζήτησης των στερεότυπων «αρχέγονων αντανακλαστικών», που έχουν σχέση κυρίως με την πρόσληψη τροφής και την «αρπαγή» ενός στηρικτικού μέσου.
Προχωρησαν με τη διαδικασία της μυελίνωσης των νευρώνων,
Έμενε βέβαια πολύς δρόμος ακόμη αδιάβατος στο να συνδεθούν τα ψυχικά βιώματα, τα ζητήματα της προσωπικότητας, της ιδιοσυγκρασίας, της ψυχικής ασθένειας, και άλλων ερωτημάτων του ψυχολογικού πεδίου με την υλική υπόσταση του εγκεφάλου.
Από την παλαιά ακόμη χαρτογράφηση του εγκεφάλου είχαν εικόνες για τον τρόπο που αισθητικά και κινητικά ο εγκέφαλος παίρνει πληροφορίες και δίνει εντολές για τις σωματικές λειτουργίες (συνειδητές ή μη), και τις αδρές περιοχές στα ημισφαίρια που αποτελούν την έδρα διαφόρων τομέων της δραστηριότητάς. (κέντρο του λόγου, της μνήμης, των διαφόρων αισθήσεων, της ισορροπίας κλπ).
Ερεύνησαν επίσης τον ανατομικό και λειτουργικό  «νεοφλοιό», τη μοναδική ανθρώπινη προίκα, έδρα της έλλογης σκέψης και συνείδησης, καθώς και την
ψυχογνωστική ωρίμανση του εγκεφάλου στην πιο προσωπική περιπέτεια και δόμηση της προσωπικότητας.

Τα ειδικά επιστημονικά τεχνολογικά εργαστήρια του ΚΔΑΕ (Κέντρου Διαιώνισης του Ανθρώπινου Είδους), είχαν δώσει την κατεύθυνση στις διεθνείς τεχνολογικές μονάδες, να προχωρήσουν προς αυτό τον στόχο.

Μια άλλη ομάδα της ίδιας εταιρείας (ΚΔΑΕ), είχε στόχο τη δημιουργία ρομπότ (ή ανθρωποειδούς) με απόλυτη ομοιότητα σε συγκεκριμμένα χαρακτηριστικά (πχ ενός συγκεκριμένου ζώου ή ανθρώπου), ώστε μια τρίτη ομάδα της ίδιας κατεύθυνσης να περάσει το περιεχόμενο του σκληρού δίσκου της πρώτης ομάδας και να σχηματίσει αντίγραφο πιστό του στόχου.
Άλλες 2-3 μονάδες αναλάμβαναν τις υπόλοιπες λεπτομέρειες ψυχολογικές, κοινωνικής προσαρμογής-ένταξης, εργασιακές κλπ ώστε να αποτελέσει ένα πλήρες ζωικό ή ανθρώπινο αντίγραφο.
Τα σχέδια αυτά ήταν μακράς πνοής αλλά  πολύ ελπιδοφόρα για το μέλλον της ανθρωπότητας, η οποία τα τελευταία χρόνια ταλανίζονταν από αλλεπάλληλους πολέμους, λιμούς, φυσικές περιβαλλοντικές καταστροφές, έλλειψη καθαρών τροφών κλπ, ακόμη μειωνότανε συνεχώς η γεννητικότητα για τους παραπάνω λόγους αλλά και την ανασφάλεια των μητέρων για παιδιά σε τέτοιο περιβάλλον, ώστε το μέλλον της ανθρωπότητας ήταν δυσοίωνο.

Αποφάσισαν λοιπόν τα κράτη αφενός να στραφούν προς άλλους κατοικήσιμους πλανήτες και αφετέρου να δημιουργήσουν συνθήκες-κατά το δυνατόν «αθανασίας».

-Πατέρα, επειγόντως σύσκεψη!, διαταγή-παράκληση της Φένιας.
Είδα με μεγάλη ανησυχία τη Φένια, τη Βίκυ, το Γιάννη και το Δημήτρη να στέκονται στο κεφαλόσκαλο του εξοχικού, στο βουνό της Γκιώνας, το οποίο είχαν ευγενώς παραχωρηθεί για ένα 15νθήμερο διακοπών στο Γιώργο και τη Μάρω.
-Τι έγινε ρε μαφίες και σα συμμορία μπουκάρατε στο άντρο μας; Δε μας αφήνετε με την ησυχία μας να κάνουμε τις διακοπές μας;
-Διάσκεψη στρογγυλό τραπέζι, δίνει εντολή ο Γιάννης.
Σε λίγο καθισμένοι στην υπαίθρια τραπεζαρία, σε ένα περιποιημένο κιόσκι του κήπου που είχε κατασκευάσει ο Δημήτρης, κι ενώ τα κορίτσια μας σέρβιραν τους καφέδες, ανέλαβε η Φένια να μας ενημερώσει για το σκοπό του ερχομού τους.
-Δεν κάναμε τόσα χιλιόμετρα, αφήνοντας τις δουλειές μας και τα παιδιά μας για μια επίσκεψη αβροφροσύνης, ούτε γιατί σας επεθυμήσαμε το 15/νθήμερο που λείπετε, σιγά τα ωά!
Ο λόγος είναι πάρα πολύ σοβαρός. Φτάσαμε οι δυο τεχνολογικές μονάδες, η «ΒΑΤΩ» που παίζω εγώ κι ο Δημήτρης κι ο «ΡΟΜΠΟΣ» που συμμετέχει ο Γιάννης, σε σημείο καμπή.
(Αφού τους κάνει την εισαγωγή, που μας έκανε κι εμάς ο συγγραφέας στην αρχή, μπαίνει στην ουσία).
- Είμαστε σχεδόν έτοιμοι για εφαρμογές των στόχων μας και βέβαια πειραματικά σ αυτό το στάδιο, αλλά δεν θα αργήσει να μπει, αν όλα πάνε καλά, σε μαζική εφαρμογή.
Παράλληλα η τεχνομονάς «ΣΥΝΤΑ», που ασχολείται με νομικές μορφές νέων τεχνολογιών έχει έτοιμα συμβόλαια για επενδυτές της τεχνητής αθανασίας ή όπως αλλιώς θα ονομασθεί η συνέχιση μιας φυσικής ζωής με μια τεχνητή με τις παραπάνω μορφές.
Μάθαμε απ τους συνάδελφους ότι, ανεξάρτητα απ την επιτυχία ή όχι των πειραματισμών που θα γίνουν τις προσεχείς 3 εβδομάδες, και επειδή είμαστε απόλυτα σίγουροι με τα σημερινά δεδομένα για την τελική επιτυχία, που οπωσδήποτε θα γίνει το πολύ μέχρι τα τέλη του έτους, σε τρεις μέρες θα ανακοινωθεί κατάλογος εγγραφών υποψηφίων για τεχνητή αθανασία, και βέβαια ο αριθμός στο ξεκίνημα θα είναι περιορισμένος.
Θέλουμε λοιπόν να εγγραφεί όλη η ευρύτερη οικογένειά μας, από τώρα και πριν γίνει η επίσημη ανακοίνωση, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες μας για κράτηση θέσεων.
Κατόπιν θα βοηθήσουμε αν μπορέσουμε και φίλους του κύκλου μας, όταν έρθει η ώρα. Τι λες μπαμπά;
-        Αυτά που μας είπες Φένια είναι λίγο ως πολύ γνωστά ότι είναι προς επίλυση, αλλά δεν είχα φανταστεί ότι είμαστε τόσο κοντά. Το θέμα είναι σοβαρότατο και σαν πρεσβύτερος, με την ελπίδα ότι θα μας δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία ζωής, έστω και τεχνητής, έστω και κουτσής, λέω κατηγορηματικά και χωρίς καθόλου σκέψη ένα μεγάλο ΝΑΙ. Περιμένω βέβαια και τις υποχρεώσεις που αυτή η διαδικασία απαιτεί. Πόσα;;;;
-        Έχεις δίκιο μπαμπά, θα χρειαστεί ένα μεγάλο ποσό, Γιάννη κάντο λιανά.

Μόνο που δεν λιποθύμησε η Μάρω στο άκουσμα του ποσού, αλλά αφενός ο στόχος, αφετέρου οι ευκολίες πληρωμής (πρ/βολή, δόσεις κλπ ευκολίες) και τρίτον ότι θα μαζευτεί από όλους τους συγγενείς, έδωσε δρόμο στη διαδικασία και πλέον θα περιμέναμε όλοι τη μέρα που θα φεύγαμε φυσικά απ τη ζωή, να αποτελέσει συνέχεια σε μια δεύτερη τεχνητή πανομοιότυπη; Ζωή;
Όπως μας εξήγησαν τα παιδιά, υπήρχαν στάδια προετοιμασίας, πριν το φυσικό θάνατο, σχεδιασμένα έτσι ώστε ο εγκέφαλος να λειτουργήσει ικανοποιητικά όσο το δυνατόν μέχρι την «τελευταία» στιγμή και να μεταδοθούν άψογα στο  αντίγραφο.
…………………………..
Τα θυμήθηκα όλα, μου συμπλήρωσε κι η Μάρω τα κενά.
Έφυγα απ τη ζωή, αφού συμπλήρωσα τα πρέποντα χρόνια, μπήκα στις διαδικασίες της τεχνητής αθανασίας, με τη μέθοδο της ύπνωσης, που αποτελεί μια μορφή ύπνου του νευρικού συστήματος, πέτυχε η μεταφορά και νάμαι.
Βέβαια σε ξένο, περίπου ίδιο μισοσυνθετικό σώμα. Υπάρχουν ατέλειες σωματικές, ορισμένες κινήσεις δεν γίνονται σωστά.
Όπως με κοροιδεύει η Φένια, θα με σκίζει στο τένις.
Έχουν επισημανθεί τα μικροπροβλήματα και θα διορθωθούν με τον καιρό απ τις ομάδες ….
Ας είναι έκανα την αρχή. Είμαι στους 1291 πρωτοπόρους της νέας μεθόδου.
Υπάρχει και προοπτική να «μπω» σε καλύτερο σώμα αργότερα.

                         Η Μοιραία               (4)



      Ο Κώστας Στάμου τίναξε την πιτυρίδα απ το γιακά του σακακιού του και πήρε θέση στην ουρά της στάσης Καλλιδρομίου του λεωφορείου Ιπποκράτους-Βοτανικός.
Είχε την τάση να στέκεται κοντά σε όμορφες κοπέλες, όταν βρίσκεται με κόσμο, αλλά απλώς κοντά χωρίς να ενοχλεί. Αυτό έκανε και σήμερα. Μη φανταστείτε ότι είναι εφαψίας ή έχει ανώμαλες τάσεις, αλλά είναι πολύ ντροπαλός ο καημένος και ικανοποιείται με το «φάτε μάτια ψάρια». Γενικά είναι συνεσταλμένος τύπος και παρ ότι δεν είναι άσχημος σαν άντρας, δεν έχει επιτυχία στο γυναικείο φύλο.
      Θέλεις το κρύο παρουσιαστικό του, θέλεις το συντηρητικό ντύσιμο, θέλεις το στυλ του, θέλεις η άχαρη προσωπικότητα, ίσως πάνω απ όλα η συστολή. Του λείπει ο αέρας, η φιγούρα και σίγουρα η εμπειρία του γκομενίζειν, πράγματα που τον κάνουν ευάλωτο στις απόπειρες σύναψης σχέσεων, με αποτέλεσμα όταν και σε όποια αποφασίσει τελικά να «ορμίσει», πάντα να τον προλαβαίνει κάποιος άλλος πιο αποφασιστικός, πιο έμπειρος, πιο μάγκας.
      Είναι βέβαια και η γνωστή παλιά ιστορία μαμάς-γιου, καθώς ζει μόνος με τη  Σμυρνιά μάνα του, η οποία θεωρεί επικίνδυνο εχθρό οποιαδήποτε γυναίκα  επιχειρήσει να εισβάλει στο βασίλειο της σχέσης με το «γιο της». Έτσι ο φίλος μας έχει καταλήξει να ικανοποιείται με το να βρίσκεται κοντά σε ωραίες γυναίκες, με κάθε ευκαιρία, να βλέπει ταινίες με όμορφες πρωταγωνίστριες, να αγοράζει περιοδικά με ανάλογο περιεχόμενο και να φαντασιώνεται…
      Κατεβαίνει από το λεωφορείο στη στάση του και παίρνει το δρόμο για το γραφείο, σταματώντας να ασχολείται άλλο με τις ωραίες και κατευθύνοντας τη σκέψη του στη σημερινή υπηρεσιακή του ενασχόληση.
«Πρέπει να ετοιμάσω το φάκελο ενημέρωσης του Διοικητικού Συμβουλίου, που έχει οριστεί για το απόγευμα, να τηλεφωνήσω στον καλό πελάτη μας κο Παπαιωάννου για τις προμήθειες, ακόμη να κάνω τη λίστα των καθυστερούμενων εισφορών, πρέπει, πρέπει….» σκέφτεται.
      «Ωχ..με συγχωρείτε δεσποινίς Κατερίνα, μήπως σας πάτησα;», απευθύνεται καθυστερημένα και αφού πράγματι την πάτησε, στη συνάδελφό του απ το απέναντι γραφείο, μια συμπαθητική κοπελίτσα και κοκκινίζει ολόκληρος.
      «Όχι κε Κώστα δεν με πατήσατε, εγώ φταίω που μπήκα μπροστά σας», τον βγάζει απ τη δύσκολη θέση η Κατερίνα και κάποιος πιο προσεκτικός παρατηρητής απ το φίλο μας, θα είχε διακρίνει μια τάση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Λίγο σκοτισμένος απ τις σκέψεις και την απροσεξία του, ο Κώστας Στάμου ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο γραφείο του.
Κεραυνός!!
Μια απίθανη καλλονή είναι καθισμένη στον καναπέ απέναντι απ το γραφείο του. Κοκκινομάλλα, εκθαμβωτική, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο και ..
«Τη φωτιά σου παίδαρε!!»
      Ο φίλος μας σαστισμένος ακόμα απ την ξαφνική ονειρώδη εμφάνιση της κούκλας, χάνει τη μιλιά του, σαστίζει και μετά από ένα λεπτό όταν συνέρχεται τσακίζεται να βρει σπίρτα στα βάθη ενός συρταριού του γραφείου….Ο ίδιος φυσικά δεν καπνίζει, ενοχλεί ο καπνός τη μαμά…. Ορμάει με πάθος και με τρεμάμενα χέρια και στο τρίτο σπίρτο καταφέρνει και ανάβει το τσιγάρο της. Περιττό να αναφερθεί ότι η κούκλα τον παρασύρει να καθίσει δίπλα της στον καναπέ, να την φιλήσει παθητικά, να την αγκαλιάσει και…
Τακ, τακ, χτυπάει η πόρτα, ενώ συγχρόνως ανοίγει και η ιδιαιτέρα του Διευθυντή, χωρίς να μπει μέσα: «Κύριε Στάμου, ο Διευθυντής σας θέλει αμέσως στο γραφείο του, έχει έρθει ο πελάτης Παπαιωάννου και είπε να φέρετε και τον φάκελό του μαζί.»
Με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ο Κώστας ξεφεύγει απ την αγκαλιά της ωραίας, αναποδογυρίζει ένα τραπεζάκι, ανοιγοκλείνει δυο τρία συρτάρια και αγχωμένος πετάγεται έξω απ το γραφείο με το φάκελο στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να στρώσει τα ανακατεμένα μαλλιά του.
Αμέσως θυμάται και ξαναγυρίζει τρέχοντας:
«Περιμένετέ με, μη φύγετε, δεν θα αργήσω».

      Εκείνη η μέρα δεν ήταν η μέρα του. Παρ ότι συνέβη το πιο υπέροχο, το πιο καταπληκτικό συμβάν της μίζερης ερωτικής ζωής του, δυστυχώς δεν άντεξε στο χρόνο. Κυριολεκτικά στο χρόνο. Ο Διευθυντής, ο πελάτης και ο αρμόδιος επί των επενδύσεων (ο φίλος μας), μπλέχτηκαν σε μια ατέρμονη διαδικασία σχεδίων, μελετών, αναλύσεων και εικασιών, που διήρκεσε τρεις ολόκληρες ώρες. Ο Κώστας ήταν επί ξύλου κρεμάμενος, πρώτη φορά στην υπαλληλική του καριέρα είχε τόση διαύγεια και προσπαθούσε τόσο έντονα να λύσει το ταχύτερο τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, που ο Διευθυντής αργότερα τον συγχάρηκε για την άψογη δουλειά του, χωρίς να ξέρει βέβαια, ότι κίνητρο ήταν να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα και να επιστρέψει στο όραμα…. Και δυστυχώς όταν επέστρεψε στο γραφείο, δεν βρήκε παρά ..ένα τριαντάφυλλο.
      Τίποτα άλλο, ούτε ένα τηλέφωνο, μια ένδειξη διεύθυνσης ή κατεύθυνσης, από τις οποίες θα μπορούσε να ξεκινήσει, να ψάξει. Στην απελπισία του, κάτι πέρασε απ το μυαλό του, μια ελπίδα, μια ενθάρρυνση. Του σφηνώθηκε στο μυαλό ότι κάπου την ήξερε, κάπου την είχε συναντήσει. «Θα σπάσω το κεφάλι μου και θα την βρω, οπωσδήποτε», σκέφτηκε φωναχτά και όλοι οι συνάδελφοι γύρισαν και τον κοίταξαν στο ασανσέρ, καθώς έβγαιναν κατά το σχόλασμα.
      Η Κατερίνα, που κατέβαινε μαζί και βρέθηκε εντελώς τυχαία δίπλα του, τον ρώτησε ευγενικά « Ποια ψάχνεις, μήπως μπορώ να βοηθήσω Κώστα;» και πάλι μια σπίθα άναψε στα μάτια της, που ο προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε, εκτός απ΄ τον ίδιο τον Κώστα που ζούσε το όνειρό του. «Όχι τίποτα, μια σκέψη, μια ξαδέρφη», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

      Στο σπίτι η κυρία Δόμνα, του είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό, κεφτεδάκια σμυρναίικα με σάλτσα και πατάτες τηγανητές. «Ποια σημερινή νοικοκυρά θα μπορούσε να φτιάξει τα αγαπημένο σου σουτζουκάκια, πασά μου, γι αυτό σε λέω, να προσέξεις πια θα πάρεις, όλες κοιτάνε να σε τυλίξουν, αλλά μη φοβάσαι εγώ εδώ είμαι, θα σε διαλέξω την κατάλληλη».
      Το μεσημέρι ξάπλωσε με την εφημερίδα στο χέρι, αλλά τα γράμματα έπαιζαν στα μάτια του και σχημάτιζαν λέξεις όπως: όμορφη, κούκλα, κοκκινομάλλα, οπτασία, όνειρο, μανεκέν, γκομενάρα…Οι φωτογραφίες της εφημερίδας, παραδόξως έδειχναν μόνο εκείνην… σε όλες τις αποχρώσεις, αλλά στην ίδια πάντα στάση:
Μια κοκκινομάλλα καθισμένη στον καναπέ, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο

      «Ξύπνα μανάρι μου, σου ετοίμασα τον καφέ σου, με μπόλικο γάλα και κουλουράκια απ τα χεράκια μου, όχι σαν αυτά τα ετοιματζίδικα με τα ψεύτικα υλικά που μας σερβίρουν οι μοντέρνοι φουρναραίοι, κακό χρόνο νάχουν», τον ξυπνάει απ τον μεσημεριάτικο γλυκό και γεμάτο κόκκινα όνειρα, η μητρική «φωνούλα».
Όπως ξυπνάει και τεντώνεται τεμπέλικα, επηρεασμένος ακόμη απ τα κόκκινα όνειρα, του περνάει απ το νου μια ξαφνική ιδέα. «Θυμάμαι που την είδα περίπου, κάπου κοντά στο γραφείο». Αρχίζει να σκέφτεται όλες τις διπλανές εταιρείες, τα καταστήματα και τις πωλήτριες, τις καφετέριες, τα σινεμά του κέντρου, βάζει το μυαλό του να δουλέψει. Που πήγε εχθές, ποια διαδρομή ακολούθησε, ποιους γνωστούς συνάντησε. Του φαίνεται ότι κι άλλες φορές την έχει ξαναδεί.
      Πάει μπερδεύτηκε, εκεί που νόμιζε ότι βρήκε άκρη πάλι την έχασε. Γύρισε όλο το απόγευμα στους δρόμους, επισκέφτηκε όλα τα πιθανά μέρη. Τζίφος. Αποκαμωμένος επέστρεψε στο άντρο της κας Δόμνας. «Πασά μου, απόψε σ έχω κάνει γιουβαρλάκια, θα γλύφεις και τα δάχτυλά σου, αμάν και πια τυχερή θα σε πάρει».
      «Μ έσκασες», σκέφτηκε για πρώτη φορά στη ζωή του, μέχρι τώρα θεωρούσε απαραίτητη φιγούρα της ζωής του τη «μαμά», τώρα όμως είναι ερωτευμένος και  η «μαμά» δεν έχει καμιά θέση δίπλα στο θεσπέσιο πλάσμα, την κοκκινομάλλα του…
      Ύπνος το βράδυ με ταραγμένα όνειρα: Μια την έβρισκε, μια την έχανε. Θυμήθηκε ότι δεν ήξερε το όνομά της και ενώ την έβλεπε από μακριά δεν ήξερε πώς να την φωνάξει, κι αυτή απομακρυνότανε, έτρεχε και δεν την προλάβαινε. Μα πως τη λένε, δεν τη ρώτησα, πως θα τη βρω, πως θα την φωνάξω…Μετά την έβρισκε, πότε στην καφετέρια, πότε σε διπλανό γραφείο:
Μια κοκκινομάλλα καθισμένη στον καναπέ, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο.  
      Το πρωί τον βρήκε σε μια κατάσταση μισο..ξύπνιου και μισο..κοιμισμένου. Οι πιτζάμες του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό, η αναπνοή του ήταν βαριά. Έτρεχε όλο το βράδυ, αγωνιούσε, έπιανε το όνειρο και του ξέφευγε. Δεν ήταν όνειρο. Ήταν η πραγματικότητα. Πρώτη φορά στη ζωή του ερωτεύτηκε και δεν ήξερε που είναι ο έρωτάς του, ούτε πως λεγότανε, αλλά είχε μπροστά του ολοζώντανη τη μορφή της:
Μια κοκκινομάλλα καθισμένη στον καναπέ, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο.  
Κι όμως την ξέρω, είναι γνωστή, την έχω δει πολλές φορές.

      Πήρε τις αποφάσεις του, ή θα την βρω μέσα σε μια βδομάδα ή θα σταματήσω τη δουλειά, θα φύγω απ το σπίτι και θα ψάξω, σ όλη την Ελλάδα, στις πόλεις, στα χωριά κι αν δεν την βρω ούτε εκεί θα ψάξω όλη την οικουμένη. Από σήμερα αφιερώνω τη ζωή μου στη γυναίκα των ονείρων μου. Έφτασε καθυστερημένος στο γραφείο, επειδή σ όλη τη διαδρομή έψαχνε, άνοιγε πόρτες, κοίταζε από παράθυρα αδιάκριτα, προσπαθούσε να δει στις πιο απίθανες  γωνιές.
Ο Διευθυντής τον συνάντησε στο διάδρομο:
«Κώστα, δεν σε βλέπω καλά σήμερα, δεν σου κάνω παρατήρηση που άργησες, άλλωστε ξέρω πόσο ευσυνείδητος υπάλληλος είσαι, αλλά πρέπει να είσαι άρρωστος, δεν έχεις καλή όψη, πήγαινε παιδί μου σπίτι να ξαπλώσεις και μην ανησυχείς για τη δουλειά, τη βγάζουμε εμείς.»
      Άκουσε και είδε απ την ανοιχτή πόρτα του γραφείου της η Κατερίνα το συμβάν, βγήκε τον έπιασε απ το χέρι, τον πήγε στο γραφείο της και τον κάθισε στο καναπεδάκι. «Κάτσε θα σου φτιάξω ένα τσάι και μετά φεύγεις για το σπίτι σου».
      «Ευχαριστώ Κατερίνα, θα….ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ, ΟΧΙ » και ο Κώστας όπως έχει σηκώσει τα μάτια του για να ευχαριστήσει την Κατερίνα, βλέπει τον ….έρωτά του μπροστά του.
Είναι μια διαφημιστική αφίσα πάνω απ το γραφείο της συναδέλφου του της Κατερίνας.
Μια κοκκινομάλλα, καθισμένη στον καναπέ, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο.
      Ο Κώστας κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου τα καταλαβαίνει όλα. Η γυναίκα που ταλανίζει τις σκέψεις του είναι μια αφίσα. Η διαφημιστική πινακίδα με την απίθανη καλλονή, που την έχει δει δεκάδες φορές στο γραφείο της συναδέλφου του, συνδυάζεται με τη ένδεια που τον δέρνει απ το γυναικείο φύλο και με τη συμπάθεια προς την ίδια την Κατερίνα που λόγω της δειλίας του διστάζει να εκμυστηρευτεί.
      Κάποιος τρίτος παρατηρητής θα μπορούσε να δει το φιλί που με θάρρος έδωσε στην Κατερίνα μέσα στο γραφείο της και στη συνέχεια τις αλλαγές στη ζωή του Κώστα. Τη μητέρα του να εγκαθίσταται σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πλαϊνή πολυκατοικία, και το ζευγάρι να αρραβωνιάζεται και να παντρεύεται με κουμπάρο το Διευθυντή τους.
      Αν ο τρίτος αυτός μπορούσε να εισχωρήσει στην κρεβατοκάμαρα του ζεύγους θα έβλεπε πάνω απ το νυφικό κρεβάτι μια κορνιζαρισμένη αφίσα με:
Μια κοκκινομάλλα, καθισμένη στον καναπέ, με πλούσιο μπούστο και καλλίγραμμες γάμπες που διακρίνονται από το σταυροπόδι και τη σχιστή κόκκινη μίνι φούστα της.
Κρατάει στο χέρι μια πίπα με τσιγάρο…..

                                        ΤΕΛΟΣ



                     Ο ΜΑΝΤΗΣ                   (6)





      Στην εταιρεία μου είχαμε σήμερα σημαντικά γεγονότα.
Ο φίλος μου Μάκης Ρόδης έγινε Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας μας, της πολυεθνικής εταιρείας « Πρωτοπορειακή». Παράλληλα, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, επιβεβαίωσε τη μεγάλη του ικανότητα, τη Βιομαντική.
      Είμαστε κολλητοί με το Μάκη και ξέρω από πρώτο χέρι και με λεπτομέρειες όλα τα προσωπικά του, όπως κι αυτός τα δικά μου. Θα παραξενεύεστε για τον όρο Βιομαντική, ε λοιπόν είναι δικής του επινόησης, γιατί όπως λέει  όλα τα επιστημονικά στην εποχή μας αρχίζουν από βιο-.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
       Ο Μάκης είναι ένα άριστο παιδί 50 Μαϊων, τίμιος μέχρι παναγίας, καλός νοικοκύρης, εργατικός και έξυπνος στη δουλειά του. Εδώ και πολλά χρόνια, ούτε κι ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει χρονικά, δεν θυμάται από πότε ακριβώς, είχε την περιέργεια, τη μανία, το χόμπι αν θέλετε, να προσπαθεί να καταλάβει από το ύφος και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων…..τι σκέφτονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή που τους παρατηρούσε και στη συνέχεια να μαντέψει την ιδιότητά τους, η το επάγγελμα ή τις συνήθειές τους και ακόμη ίσως τις προθέσεις τους. Του είχε γίνει πάθος ζωής, του είχε κολλήσει…
      Όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, κοίταζε έντονα τον απέναντί του και προσπαθούσε να καταλάβει, να μαντέψει, τι σκέφτεται, τι καπνό φουμάρει.
      Ίσως όταν έψαχνε στο πρόσωπο της μάνας του αν του δώσει γλυκό, αν τον δείρει για τις ζαβολιές του, αν ο πατέρας του δώσει το χαρτζιλίκι, αν ο δάσκαλος τον σηκώσει στο μάθημα…Αυτά τα ίσως και τα αν, του δημιουργούσαν άγχος και τον προδιέθεταν να μαντέψει τι θα γίνει και να ετοιμαστεί να δεχτεί τη συνέχεια…Αργότερα στο στρατό, στο πανεπιστήμιο, στις πρώτες δουλειές, εντάθηκε η προσοχή του γιατί τα προβλήματα έγιναν πιο σοβαρά.
      Απ τον τρόπο ομιλίας, το τυχόν στράβωμα του στόματος, το ξύσιμο της μύτης, το βλεφάριασμα, το λοξοκοίταγμα, κάποιο τικ, κάποια κίνηση… Όλα αυτά τα είχε μελετήσει, ήξερε τις ιδιαίτερες χαρακτηριστικές κινήσεις και στάσεις των δικών του, των συγγενών, των φίλων… Στο σπίτι και στο γραφείο τον είχαν πάρει μυρωδιά και προσπαθούσαν να τον δουλέψουν.
«Τι σκέφτομαι Μάκη τώρα; Πες μου τι σκέφτομαι για σένα;» κλπ
      Στην αρχή έπεφτε στις παγίδες τους και ό,τι απαντούσε τον διέψευδαν, μάλιστα μυρίζομαι ότι πολλές φορές έβρισκε το σωστό αλλά δεν το παραδέχονταν εκείνοι. Στο δρόμο και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, είχε σπουδάσει τον κόσμο που κυκλοφορούσε. Το βάδισμα, αν είναι βιαστικό ή χαλαρό ή βαριεστημένο ή διστακτικό ή…ή… 
      Το ντύσιμο, φτωχό ή πλούσιο, φανταχτερό, εξεζητημένο, αδιάφορο ή…ή… Το ύφος κουρασμένο, λυπημένο, χαρούμενο, τεμπέλικο…η…η…Ο τόπος αγορά, κεντρικός δρόμος, μετρό, σοκάκι, πάρκο…η…η.. Αν κουβαλούσε τσάντα, χαρτοφύλακα, ψώνια, ομπρέλα, εφημερίδα, βιβλίο..η…η…και άλλα πολλά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδύαζε και έβγαζε το συμπέρασμά του: Αυτός είναι δικηγόρος και πηγαίνει στο δικαστήριο σε ευνοϊκή υπόθεση. Η άλλη είναι νοικοκυρά και μόλις έχει απατήσει τον άντρα της. Το παιδί αυτό είναι ποδοσφαιριστής και έβαλε γκολ σήμερα. Ο γεράκος πάει να πάρει το εγγόνι του απ το σχολείο. Ο νεαρός έχει ερωτική απογοήτευση. Η χήρα έχει ραντεβού μ ένα γκόμενο. Ο κύριος είναι διευθυντής σχολείου. Ήταν φορές που δεν κρατιότανε και τους ρωτούσε:
      «Με συγχωρείτε κύριε μήπως είστε απόστρατος αξιωματικός;» ή «Μαντάμ μήπως πηγαίνετε στον κινηματογράφο;» ή «Νεαρέ παίζεις ποδόσφαιρο;» Και λοιπές αθώες ερωτήσεις, βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό του για τη σωστή μαντεψιά.
      Δεν μου έκρυβε ότι έχει εισπράξει επιτυχίες, αλλά και μερικά σιχτιρίσματα και δυο τρεις τσαντιές. Αυτός όμως απτόητος συνέχιζε το χαβά του.
Ας επανέλθουμε στο σημερινό πρωινό.
      Η γραμματέας της εταιρείας ειδοποίησε το Μάκη ότι τον ζητά ο μεγάλος (ο Πρόεδρος). Έφτιαξε τη γραβάτα του, κούμπωσε το σακάκι και βρέθηκε έξω απ την πόρτα του γραφείου του Προέδρου.
Όπως μου διηγήθηκε αργότερα:
      Πρώτη εντύπωση: η γραμματέας του άνοιξε με σεβασμό την πόρτα. Εύνοια, σκέφτηκε, δεν με φωνάζει για κάποια ζημιά ή λάθος μου. Αναθάρρησε, ύψωσε το μπόι του και μπήκε στο γραφείο.
      Δεύτερη εντύπωση: Ο Πρόεδρος του χαμογελάει, σηκώνεται απ το γραφείο, του δίνει το χέρι. «Καλώς το Μάκη το φίλο και συνεργάτη», η καρδιά του χτυπάει σαν ταμπούρλο, προβλέπει, μαντεύει από μέσα του: Μάκη πάμε για προαγωγή.
      Τρίτη εντύπωση: τον καθίζει στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στο γραφείο του και κάθεται απέναντί του και όχι στο επιβλητικό γραφείο του, όπως κάνει μόνο για ισάξιούς του ή για επώνυμα πρόσωπα άξια σεβασμού.
      Ο Μάκης σχηματίζει αμέσως στο μυαλό του το μάντεμα, η έκφρασή του Προέδρου λέει: Λοιπόν Μάκη, η Προεδρία μου εκτιμώντας τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρεις στην πολυεθνικής μας εταιρεία σε ανταμείβει με μια προαγωγή και γενναία αύξηση μισθού, για να εφαρμόσεις τις πρωτοποριακές ιδέες σου.
      «Αγαπητέ Μάκη,  η Προεδρία μου εκτιμώντας τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρεις στην πολυεθνικής μας εταιρεία σε ανταμείβει με μια προαγωγή και γενναία αύξηση μισθού, για να εφαρμόσεις τις πρωτοποριακές ιδέες σου» πράγματι  αυτό ακριβώς ξεστόμισε ο Πρόεδρος, επί λέξει όπως το μάντεψε, αλλά συμπλήρωσε και κάτι άλλο: «Από αύριο αναλαμβάνεις Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας μας, θέση που θεσπίζεται για σένα.»
      Σηκώθηκε απ την καρέκλα του, τον φίλησε (ορκίζομαι φίλε μου, με φίλησε σταυρωτά Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ) και τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα.
      Ανάλογος ήταν και ο σεβασμός της Γραμματέως, αλλά και των συναδέλφων που συνάντησε στη συνέχεια στα γραφεία. Απόρησε πως το έμαθαν τόσο γρήγορα, αλλά θυμήθηκε ότι τα κουτσομπολιά των γραφείων είναι τρομερά. Διέκρινε βέβαια στα πρόσωπά τους κάτι παράξενα χαμόγελα και ψιλοκουβέντες, τα οποία φυσικά οφείλονται σε κάποιο πάγωμα και λογική ζήλια γιατί ίσως θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιο ικανούς, όπως γενικά οι Έλληνες δεν παραδέχονται τους ανώτερούς τους.
       Όλα αυτά τα συγχώρησε σαν αρχή, αλλά από αύριο θα μπει τάξη στην εταιρεία και θα δείξει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, αλλά και την πυγμή του στους τυχόν αμφισβητίες.
      Όπως μου είπε ο Μάκης, περισσότερο και από την προαγωγή και την μεγάλη επιτυχία της καριέρας του τον χαροποίησε και τον εντυπωσίασε το γεγονός ότι μάντεψε επακριβώς τις διαθέσεις και τα λόγια του Προέδρου. Η περηφάνιά του πέταξε στα ύψη. Η ήδη μεγάλη μύτη του απογειώθηκε από εγωισμό. Μη φανταστείτε ότι τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το αναμενόμενο οικονομικό όφελος ή ακόμα η δύναμη της προαγωγής.
      Όχι, ήταν άνθρωπος ολιγαρκής και προσγειωμένος. Αισθάνθηκε δικαιωμένος, κυρίως για την αυτολεξεί πρόβλεψή του. Ήταν πρωτοφανής επιτυχία της Βιομαντικής του και επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο τις πολυετείς μελέτες του επί του θέματος. Προσοχή όμως είπε στον εαυτό του, μην το πάρεις επάνω σου. Η Βιομαντική εφαρμόζεται σοβαρά με μελέτη των υποκειμένων, των χαρακτηριστικών τους και των συνθηκών υπό τις οποίες συμβαίνουν τα γεγονότα.
      Βγαίνοντας απ τα γραφεία της εταιρείας το μεσημέρι, πέφτει επάνω στο θυρωρό, ο οποίος τον χαιρετάει με ιδιαίτερο σεβασμό, αλλά διακρίνει μία προβληματισμένη έκφραση και αφηρημάδα.
      Αστραπιαία μπαίνουν σε δράση τα ανακλαστικά του (σε συνδυασμό με τη γνώση της οικογενειακής κατάστασης του θυρωρού): εδώ έχουμε μια συνηθισμένη περίπτωση ταλαίπωρου οικογενειάρχη.
      «Βάζω στοίχημα ότι σου ανέθεσε η γυναίκα σου να ψωνίσεις ζαρζαβατικά απ τη λαϊκή και βέβαια το βαριέσαι μέχρι θανάτου». Ο θυρωρός μένει με ανοιχτό στόμα, τον κοιτάζει με έκπληξη και θαυμασμό, κάνει το σταυρό του, ενώ ο Μάκης περήφανος απομακρύνεται προς νέες ..περιπέτειες…μαντέψεις.
      Περπατώντας προς το σπίτι, ασυναίσθητα κοιτάζει τους συνοδοιπόρους του. Δίπλα του περπατάει ένα νεαρό ζευγάρι. Εκείνος ψηλός με ρωμαλέο παράστημα, κρατάει μια αθλητική τσάντα. Η κοπέλα όμορφη, ντελικάτη με καλτσάκι σοσόνι και περπάτημα μπαλαρίνας. Βλέπει τις εκφράσεις τους, τα πρόσωπά τους, καταλαβαίνει πολλά, αλλά σκέπτεται ακόμη λίγο και για σιγουριά συνδυάζει τις εντυπώσεις, οπότε και τολμά αυθόρμητα:
      «Με συγχωρείτε νεαροί, έχω μια περιέργεια κι αν θέλετε μου απαντάτε, μήπως είστε ο κύριος παίκτης του μπάσκετ στη θέση του πλέη μέηκερ και η δεσποσύνη τσιρλίντερ;»
      Τα παιδιά τον κοιτάζουν έκπληκτα και με θαυμασμό αλλά και απορία, του απαντούν:
«Δεν μπορεί να το μαντέψατε, είναι εκπληκτικό, εκτός αν μας έχετε δει, αλλά ανήκουμε και οι δυο στο σωματείο του Άρη Χαλανδρίου και εγώ μόλις πρόσφατα πήρα μεταγραφή από μια ομάδα του χωριού μου, οπότε είναι αδύνατο να με ξέρετε από πριν. Μπράβο σας αν το καταλάβατε απ το παρουσιαστικό μας».
      Με τα εύσημα του Μπράβο των νεαρών, η αυτοπεποίθησή του και η μύτη του μεγαλώνουν, έκανε διάνα πάλι. Αν τον παρακολουθήσει κανείς, πρέπει να έμοιαζε με φουσκωμένο διάνο. Στέκεται στην ουρά για το λεωφορείο Πατήσια-Αμπελόκηποι. Ακριβώς μπροστά του ένας ηλικιωμένος κύριος, σοβαρός με παχύ μουστάκι, κρατάει ένα φθαρμένο  φουσκωμένο χαρτοφύλακα. Το κουστούμι του είναι ελαφρώς φθαρμένο και γυαλίζει πίσω.
     Κλασσική περίπτωση δάσκαλου ή καθηγητή γυμνασίου, λέει από μέσα του, θα βεβαιωθεί μέσα στο λεωφορείο. Πράγματι φροντίζει και κάθεται πίσω απ το κάθισμά του και τον προσέχει για μια καλή επιστημονική μαντεψιά.
      Σε λίγο ανοίγει την τσάντα του και μέσα υπάρχουν πολλές κόλες, σίγουρα γραπτά για διόρθωση, σκέφτεται. Καλά πάει, απομένει η διευκρίνιση δάσκαλος ή καθηγητής;
Και ω θεοί, βγάζει απ την τσέπη του μια χαρτοπετσέτα που περιέχει τρία κουλουράκια και αρχίζει να μασουλάει το ένα. Δάσκαλος-Δάσκαλος αποφαίνεται νοερά.
      Κατεβαίνει μαζί του στη στάση του, ακόμη μακριά απ τη δική του, αλλά η επιστήμη θέλει θυσίες. Τον σταματά ευγενικά:
      «Με συγχωρείτε κύριε, έχω την εντύπωση ότι σας γνωρίζω, μήπως είστε δάσκαλος;» τον ρωτά σίγουρος για την επιτυχία του.
      «Δεν σας γνωρίζω και θεωρώ ανάγωγη την ενέργειά σας να με σταματήσετε, αλλά τέλος πάντων, πράγματι είμαι δάσκαλος, μήπως θέλετε να ζητήσετε καμιά χάρη για το παιδί σας; Πάντως συγχαρητήρια που το μαντέψατε».
      Στο σπίτι εισέδυσε με καμάρι, διηγήθηκε στη γυναίκα του και στα παιδιά τις μεγάλες του επιτυχίες, αλλά επειδή ήξεραν το χούι του δεν έβαλε βάρος στη μαντεψιά του παρά κυρίως στην προαγωγή και στο οικονομικό μέρος. Η σύζυγος, μετά τα πρώτα φιλιά, άρχισε τους υπολογισμούς για ανανέωση της γκαρνταρόμπας της οικογένειας, την αλλαγή πλυντηρίου πιάτων, τα ιδιαίτερα που έχουν ανάγκη τα παιδιά και σχεδίασε επί τη ευκαιρία και ένα ταξιδάκι στη Βενετία για τις διακοπές (το είχε μεράκι απ τα μαθητικά χρόνια, που δεν μπόρεσε ο μπαμπάς της να τη στείλει στη σχολική εκδρομή).
      Τα παιδιά ονειρεύτηκαν πλει στέισον, κινητά καινούργιας γενιάς κλπ. Η μάνα του, ταξίδι στην Καβάλα να δει την αδερφή της, που ήταν χρόνια μακριά. Αφού απόλαυσαν ένα όμορφο δείπνο στην ταβέρνα της γειτονιάς, όλη η οικογένεια, παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέως, με τα καλύτερα όνειρα και φαντασιώσεις, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του ο καθένας.
      Το πρωί έβαλε το καλό του μπλέιζερ, γραβάτα σιελ, παπούτσι λουστρίνι και ύφος Διευθύνοντος Συμβούλου. Αριβάρισε στο γραφείο στις 9, ενώ η ώρα προσέλευσης του «κατώτερου προσωπικού» ήταν η 8 και 30. Μόλις άνοιξε την κεντρική πόρτα της εταιρείας, τον υποδέχτηκε ο Μήτσος ο κλητήρας,
      «Κύριε Γενικέ, σας περιμένει ο Πρόεδρος στην αίθουσα συνεδριάσεων».
      Προχώρησε με αυτοπεποίθηση, διαβλέποντας ότι θα είχαν συζήτηση για το μέλλον της εταιρείας. Ανοίγοντας την πόρτα είδε μαζεμένο όλο το προσωπικό (κάπου είκοσι άτομα) του κεντρικού καταστήματος της εταιρείας.
      Ο Πρόεδρος ήταν όρθιος στο πόντιουμ και τον φώναξε να πλησιάσει κοντά του, ενώ πνιχτά γέλια ακούγονταν απ τους συνάδελφους του ακροατήριου. Αυτόματα κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε, δε του άρεσε καθόλου η σκηνή. Πάγωσε και δεν μπορούσα να κάνει βήμα.
      Ο Πρόεδρος κατέβηκε απ την έδρα, ήρθε κοντά του, τον έπιασε απ το χέρι και:
      «Αγαπητέ φίλε, συγχώρεσέ με, θελήσαμε να σου κάνουμε ένα μικρό αστείο, γιατί ξέραμε για τις μαντικές σου ικανότητες και φανταστήκαμε ότι θα το καταλάβαινες. Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για τα περί Διευθύνοντος συμβούλου και τις σκηνοθεσίες με το θυρωρό και το ζευγάρι απ το Χαλάνδρι».
      Τα πνιχτά γέλια μετατράπηκαν εν ριπή οφθαλμού σε τρανταχτά και σείστηκε η αίθουσα.
      Ο Μάκης ήταν πλέον νεκρός, παρακαλούσε το θεό να του στείλει ένα γρήγορο εγκεφαλικό, ώστε να κοπούν τα γιούχα, έστω μ αυτό το κόστος. Ο Θεός δε τον λυπήθηκε, αλλά φαίνεται ότι τον λυπήθηκε η Πρόεδρος, που κατάλαβε ότι είχε παρατραβήξει το αστείο και διέταξε όλους να αδειάσουν την αίθουσα πάραυτα και να πάνε στις δουλειές τους.
      Έφυγαν όλοι θριαμβευτικά, ρίχνοντας ειρωνικές ματιές στο «κορόιδο» που τόλμησε να ονειρευτεί αλλαγή ζωής, που τόλμησε να φανταστεί ότι έχει ικανότητες ώστε να ξεφύγει απ τη μετριότητα του υπαλληλίσκου και να ανέβει κοινωνική τάξη.
      Ο Πρόεδρος φανερά μετανιωμένος, τον πήγε στο γραφείο του, του ζήτησε συγγνώμη για το απαίσιο, όπως τελικά κατάντησε, αστείο του (έτσι είπε) και τον παρακάλεσε να δεχτεί σαν έμπρακτη συγγνώμη μια αύξηση μισθού, που από καιρό είχε ζητήσει και την οποία δεν του είχε δώσει επικαλούμενος τη «γνωστή» δικαιολογία περί  οικονομικής στενότητας της εταιρείας.
      «Ευχαριστώ πολύ κύριε Πρόεδρε. Ας το συζητήσουμε μια άλλη φορά, εάν εξακολουθώ να είμαι υπάλληλος της εταιρεία σας, σας ζητώ την άδεια να αποχωρήσω σήμερα, γιατί δεν αισθάνομαι καλά» και με σκυμμένο το κεφάλι πέρασε ανάμεσα στα μισοχαμόγελα των «συνάδελφων».
      Βγήκε στο δρόμο, περιπλανήθηκε, ήπιε δυο καφέδες πικρούς σε ισάριθμα καφενεία, περπάτησε τη μισή πόλη και εξαντλημένος κατέληξε το απογευματάκι σπίτι του. Κλείστηκε στο δωμάτιό του, φώναξε τη γυναίκα του, της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν και την παρακάλεσε να βρει ένα τρόπο να τον δικαιολογήσει στην οικογένεια. Η σύντροφός του τον αγκάλιασε  και απέδειξε  στη συνέχεια τον όρο, «σύζυγος- σύντροφος». Με το μικρότερο δυνατό οικογενειακό και εργασιακό κόστος, ξεπέρασε τη νίλα του και συνέχισε την υπαλληλική ζωή του τις επόμενες μέρες.
      Την Παρασκευή, τρεις μέρες μετά τα γεγονότα, κατά τις 1 το μεσημέρι ακούγονται κραυγές απ το γραφείο του Προέδρου. «Βοήθεια, μας κλέψανε θα τρελαθώ».
      Μπαίνουνε στο γραφείο του και βλέπουν ανοικτό και άδειο το χρηματοκιβώτιο.
      Όπως έγινε γνωστό, είχε μέσα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό σε μετρητά και κυρίως σε μετοχές, για την εξαγορά μιας εταιρείας και είχε στη διπλανή αίθουσα συνεδριάσεων τους εκπροσώπους και το συμβολαιογράφο έτοιμους να υπογράψουν τα συμβόλαια.
      Κάποια στιγμή βγήκε απ το γραφείο για να πάει στην τουαλέτα και μετά ένα δίλεπτο επέστρεψε και βρήκε ανοιχτό και άδειο το χρηματοκιβώτιο, το οποίο είχε ξεχάσει φαίνεται να κλειδώσει. Κλείστηκαν αμέσως οι πόρτες, εγκλωβίζοντας όλους όσους βρίσκονταν στα γραφεία, προσωπικό και διάφορους ξένους.
Το πλήγμα θα ήταν τεράστιο για την «Πρωτοπορειακή». Είχε επέλθει καταστροφή.
      Οι  αστυνομικοί, που κατέφθασαν σε χρόνο ρεκόρ, άρχισαν να ανακρίνουν πρώτα τους ξένους (τον καφετζή του κτιρίου, ένα ηλεκτρολόγο, την καθαρίστρια, 4 πελάτες, το συμβολαιογράφο και δυο εκπροσώπους της προς εξαγορά εταιρείας) και κατόπιν το προσωπικό της εταιρείας. Είχε πάει 5 το απόγευμα και αποτέλεσμα μηδέν.
Είχαν ψαχτεί όλοι και ανακριθεί από δυο-τρεις φορές ο καθένας, αλλά τζίφος.
      Ο επικεφαλής αστυνομικός έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο κλέφτης είχε προλάβει να αποχωρήσει μαζί με τα κλοπιμαία, πριν ανακαλυφθεί η κλοπή.
      Όμως…ο Μάκης ήξερε τον υπαίτιο! η Βιομαντική του τον είχε αποκαλύψει!
Στην ψυχολογική κατάσταση που ήταν τις τελευταίες μέρες, λόγω της αισχρής φάρσας του προέδρου, δεν πήγε το μυαλό του να δοκιμάσει τις ικανότητές του, αλλά του βγήκε αυθόρμητα. Μάντεψε από το ύφος και τα χαρακτηριστικά του ενόχου, συνδύασε με αυτοματισμό, υποσυνείδητα κάποια στοιχεία και βρήκε τον ένοχο και την κρυψώνα των κλοπιμαίων, με προσέγγιση 90%.
       Έλα όμως που ο τρόμος μιας νέας νίλας φώλιασε μέσα του; Κι αν κάνει πάλι λάθος, ποιος αντέχει μια δεύτερη διαπόμπευση; Άρχισε να ξαναεξετάζω τα στοιχεία νοερά, να τα διασταυρώνει πάλι και πάλι. Πράγματι!! Ήταν σωστοί οι συλλογισμοί του, ήξερε τον ένοχο, σε συνδυασμό και με την κρυψώνα των κλοπιμαίων.
      Πρώτον και αυτό που τον έκανε να τον υποπτευθεί και να ψάξει τα υπόλοιπα στοιχεία, ότι ο συγκεκριμένος ήταν ο πιο κουλ, αφύσικα, απ όλους. Όλοι οι άλλοι ήταν ανήσυχοι στις ανακρίσεις, αυτός ήσυχος και σίγουρος για τον εαυτό του. Η έκφραση του προσώπου του όμως είχε ζωγραφισμένη την ενοχή, για έναν έμπειρο μαιτρ της βιομαντικής, όπως ο Μάκης.
      Δεύτερον πρόσεξε μια μακέτα των κτιριακών εγκαταστάσεων της προς εξαγορά εταιρείας (την έφεραν οι δυο εκπρόσωποι), της οποίας ξέβαφε ένα πορτάκι, παρατήρησε φρέσκια μπογιά στο τραπέζι, φαίνεται ότι άνοιξε το πορτάκι, έβαλε μέσα τα λεφτά και τις μετοχές και το έκλεισε με στιγμιαία κόλλα και με ένα πινελάκι έβαψε βιαστικά το άνοιγμα. Όταν τους έψαξαν είχε ένα σωληνάριο ούχου και μία οδοντόβουρτσα, πράγματα παράταιρα, ανάμεσα σε λεφτά, κλειδιά, κινητό κλπ που είχε στις τσέπες του.
      Τρίτον, αυτός και ο άλλος εκπρόσωπος μόνο, (εκτός απ τον πρόεδρό), ήξερε για τα χρήματα και είχε πρόσβαση στο γραφείο με το πρόσχημα της μακέτας.
      Τέταρτον ήταν ο ιδιοκτήτης της προς εξαγορά εταιρείας και όπως έμαθαν στις ανακρίσεις, είχε αναγκαστεί να την πουλήσει μετά από οικονομικό παιγνίδι που του είχε στήσει ο πρόεδρός, σε συνεργασία με μια πολυεθνική, είχαν χτυπήσει τις μετοχές της  τις έκαναν φούσκα και ανάγκασαν την επιτροπή του χρηματιστηρίου να τη βγάλει εκτός ταμπλό και να πέσει η αξία της, οπότε να αναγκαστεί να την πουλήσει σε εξευτελιστική τιμή για να ανταπεξέλθει στα έξοδα. Έτσι προκύπτει και έξτρα κίνητρο για τον ένοχο, κλέβοντας τα χρήματα σώζει την εταιρεία και καταστρέφει συγχρόνως τον απατεώνα επίδοξο αγοραστή Πρόεδρο.
      Την ώρα που, απογοητευμένος ο επικεφαλής αστυνομικός, αποφάσισε να σταματήσει την έρευνα και να τους αφήσει όλους ελεύθερους και ενώ ο Πρόεδρος της εταιρείας  μοιρολογούσε για την καταστροφή που τους βρήκε, αποφάσισε ο Μάκης να ενεργήσει:
      «ΣΤΟΠ! Κύριε Πρόεδρε, κύριε Αστυνόμε, παρακαλώ συλλάβετε τον κύριο Δημητρόπουλο, αυτός είναι ο κλέφτης, ίσως να έχει και συνεργό το βοηθό του, αυτό θα το βρείτε μόνος σας. Τα κλοπιμαία είναι μέσα στη μακέτα του εργοστασίου» και με μια θεαματική κίνηση ξεκόλλησε το πορτάκι και έβγαλε τα χρήματα και τις μετοχές, φέρνοντας πάλι το αίμα και κοκκινίζοντας τα μέχρι τώρα κίτρινα μάγουλα του Προέδρου.
      Όλοι είχαν μείνει άναυδοι, ο Δημητρακόπουλος κοίταζε το Μάκη με μίσος, που του γκρέμισε ξαφνικά το κόλπο του. Όπως εξομολογήθηκε αργότερα, δεν είχε προσχεδιάσει την κλοπή (γιατί δεν ήξερε για το χρηματοκιβώτιο και ούτε για το συνδυασμό), αλλά μπήκε στο γραφείο να διορθώσει τη μακέτα που είχε ξεκολλήσει (γι αυτό είχε μαζί του κόλλα και μπογιά) και είδε την πόρτα του χρηματοκιβωτίου ανοιχτή, οπότε βρήκε την ευκαιρία να κλέψει και να κρύψει τα κλοπιμαία.
      Ο Πρόεδρος έκανε το σταυρό του, ο Αστυνόμος φαινότανε ότι προσπαθεί να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο έκανε αντιληπτό το έγκλημα.
      Αργότερα, όταν έφυγε η αστυνομία, όταν ηρέμησαν τα πράγματα στην εταιρεία και ενώ η τρομερή εντύπωση της αποκάλυψης έκανε ήρωα στα μάτια όλων το Μάκη, ο Πρόεδρος τον κάλεσε στο γραφείο του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και:
      «Αγαπητέ και πολύτιμε φίλε Μάκη οι ευχαριστίες μου είναι το ελάχιστο που μπορώ αυτή τη στιγμή, αύριο θα συγκαλέσω το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και σε παρακαλώ να παραστείς για να σε ευχαριστήσουμε που μας έσωσες».
      Στο επιβλητικό τραπέζι του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, την επόμενη το μεσημέρι, ο Πρόεδρος καθισμένος στην κορυφή έχει δίπλα του το Μάκη και τραβάει ένα δεκάρικο λόγο για τα ψυχικά χαρίσματα και τις μεγάλες ικανότητές του και πόσο επωφελείς μπορούν να αναδειχτούν για την εταιρεία τους, τελειώνοντας με τα λόγια:
      «…..και μετά απ αυτά, προτείνω προς το ΔΣ, να ανακηρύξει τον κο Μάκη Ρόδη Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας μας.»
Οι διοικητικοί σύμβουλοι σπεύδουν αμέσως και κάνουν ομόφωνα αποδεκτή την πρόταση.
Κάποιος τρίτος παρατηρητής θα έβλεπε το Μάκη, με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη του, να περιμένει το ασανσέρ κρατώντας το κουτί με τα προσωπικά του είδη….
--------------------------------------------------------------------



                                                    Προσφυγιά          (5)




Ο μπαμπάς μου ήταν ο καλύτερος επιπλοποιός της περιοχής του Μαρμαρά. Είχε μαθητεύσει στην Προύσα, στην τεχνική σχολή του αείμνηστου Παρασχίδη και είχε διακριθεί από μικρό παιδί. Ο παππούς μου είχε κατάστημα νεωτερισμών στα Μουδανιά και ήθελε ο Φώτης ο πρωτότοκος να σπουδάσει, τον έστειλε στην Κων/λη, αλλά αυτός έμπλεξε με γυναίκες, έφαγε τα χρήματα και ντράπηκε να γυρίσει, οπότε πήγε τσιράκι στον Παρασχίδη και έγινε ο πρώτος τεχνίτης ξυλουργός.
Τα Μουδανιά (σήμερα διατηρεί το πρότερο ελληνικό όνομα και στα τουρκικά ως Mudanya), ήταν ελληνική πόλη της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, ΝΑ του Βοσπόρου στη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα), στον ομώνυμο Κόλπο των Μουδανιών. Οι χριστιανοί σταυροφόροι διερχόμενοι από την περιοχή την ονόμασαν "Μοντανιάκ" παραφθορά της οποίας ακολούθησε το σημερινό ελληνοτουρκικό όνομα Μουδανιά. Σήμερα τα Μουδανιά αποτελούν το επίνειο της Προύσας (Bursa) με την οποία συνδέεται και σιδηροδρομικώς. Πριν την ανταλλαγή πληθυσμών στη πόλη αυτή κατοικούσαν 4.000 Έλληνες που διατηρούσαν μια ανθούσα κοινότητα με 3 εκκλησίες, 6 σχολεία αρρένων και 2 θηλέων. Τα Μουδανιά έγιναν ευρύτερα γνωστά μετά την συναφθείσα εκεί συνθήκη ανακωχής γνωστή ως Ανακωχή των Μουδανιών το 1922.Έλληνες πρόσφυγες από την περιοχή αυτή, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, ίδρυσαν τα Νέα Μουδανιά στη Χαλκιδική.
Η Προύσα (Τουρκικά: Bursa, αλλά και Προύσα) είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης Περιφέρειας Προύσης στην Βορειοδυτική Τουρκία Με πληθυσμό γύρω στο 2.562.828, είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας. Η πόλη κατέχει σημαντική θέση στην γαστρονομία της Τουρκίας, όχι μόνον για τις σπεσιαλιτέ της (π.χ. İskender Kebap), αλλά και για την ζαχαροπλαστική της: ξεχωριστή θέση έχουν τα "μαρόν-γκλασέ", δηλ. ζαχαρωμένα κάστανα (τουρκ. Kestane Şekeri). Εδώ επίσης βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα τεμένη της Τουρκίας, το Πράσινο Τζαμί (Yeşil Camıı).
Θυμάμαι, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, από τότε που εγκαταλείψαμε τα χρυσά Μουδανιά, το παράστημα και την προσωπικότητα του πατέρα.
- Αγγελικούλα ζήτα μου ότι θες.
Ήμουν η αγαπημένη του κόρη, ανάμεσα σε τέσσερις αδελφές (η Φιφή γεννήθηκε αργότερα στη Θες/νίκη) και έναν αδελφό. Αντίθετα η μαμά αγαπούσε λίγο περισσότερο το Μαλαμάκι.
Τη Μαρία, από μικρή την είχαν σαν κοκέτα, ενώ πιο όμορφη ήταν η Ιφιγένεια, αλλά και πιο σοβαρή.
Το Μιχαλάκι μας, μόνο αγόρι μέσα σε τέσσερα κορίτσια, τον προστατεύαμε όλες.
Στη σκέψη μου βέβαια, υπήρχε κι άλλο ένα αγόρι, ένας συμμαθητής μου Αρμενόπουλο, ο Βανγκέλ, αλλά τόσο εγώ όσο κι εκείνος ήμασταν τόσο ντροπαλοί, που με το μυαλό μας λέγαμε γλυκόλογα και στον ύπνο μας ερωτευόμασταν.
Εκείνο το πρωί ο πατέρας, μετά από προετοιμασία εβδομάδων, ξεκίνησε με το καίκι του Ντεβλέ για την Προύσα, να προμηθευτεί ξυλεία και μερικά εργαλεία για το επιπλάδικο.
Ο παπά Χρήστος προσπάθησε να τον αποτρέψει, γιατί ακούγονταν ότι οι σκεντέρηδες θα έκαναν πάλι επιδρομές σε ελληνικές και εβραίικες περιουσίες.
- Ο Φώτης είναι αγαπητός και η τέχνη του ωφέλιμη για την Τουρκιά και δεν πρόκειται να με πειράξει κανένας, όσο για εδώ αφήνω πίσω μου το παλικάρι, το αδερφάκι μου τον Αλέξανδρο, να σας φροντίσει.
- Μπαμπά, μην ξεχάσεις την ομπρέλα που μου έταξες για τα γενέθλιά μου.
Ασχοληθήκαμε με τις δουλειές του σπιτιού και βοηθήσαμε την κυρία Αγλαία να δέσει τα τρία αγρίμια αγόρια της, όπως συνηθίζανε τότε στην παραλία μας, να δένουν με σχοινιά τα παιδιά και να τα αφήνουν μόνα να παίζουν στην αμμουδιά, με το φόβο μήπως μπουν βαθιά στη θάλασσα κι αυτό γιατί είχαν όλοι πολλά παιδιά και οι γυναίκες ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν το νοικοκυριό τους.
Είχαμε όμως ανησυχία γιατί ξέραμε γενικά την κατάσταση που επικρατούσε και περιμέναμε κάτι, όχι όμως τόσο καθολικό.
Ήμουν μικρή και θυμάμαι μόνο γεγονότα, αλλά αργότερα στη Θες/νίκη μου εξηγήσανε τα καθέκαστα.
Ήταν με όλη την τραγικότητα της λέξης και με ανείπωτες εικόνες η Μικρασιατική καταστροφή. Δηλαδή η τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, το τέλος του "ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22", η φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, στη Σμύρνη, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και η σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου, και η γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους τους ελληνογενούς πληθυσμού από τη Μικρά Ασία, που είχε όμως ξεκινήσει πολύ νωρίτερα ( η Συνθήκη του 1914, που είχε συνομολογήσει ο Ε. Βενιζέλος).
Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά τη Καταστροφή της Σμύρνης, και της Ανακωχής των Μουδανιών, που συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και την ένα μήνα μετά, εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεμβρίου) από το εκεί ελληνογενές στοιχείο, με την "υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών" που ακολούθησε στη συνέχεια, μέχρι το 1924, απ΄ όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίων ελληνογενών προσφύγων στην Ελλάδα.

Η Ιφιγένεια βοηθούσε τη μαμά Ευγενία να μαζέψει την απλωμένη μπουγάδα, όταν ακούστηκε βοή απ την αγορά.
- Μέσα, τρέξτε, μπείτε στα σπίτια και κλειδώστε, γρήγορα…
Ήταν ο μεγάλος γιος της κυρίας Αγλαίας, που τον έστειλε ο θείος Αλέξανδρος να μας ειδοποιήσει.
Κλείσαμε και μανταλώσαμε πόρτες και παράθυρα, ενώ απέξω ακούγονταν βλαστήμιες και ουρλιαχτά, με στόχο γκιαούρηδες και ομβριούς.
Σπασίματα, εμπρησμοί, γκρεμίσματα, και κυνηγητά…..
- Ανοίξτε εγώ είμαι, ο Αλέξανδρος.
Ένας κουρελιασμένος, καταματωμένος θείος Αλέξανδρος, έξαλλος διατάζει.
-   Ευγενία, Ζωή, μαζέψτε τα παιδιά, πάρτε μόνο τα χρυσαφικά μέσα στα εσώρουχά σας και παλτά και από δυο κουβέρτες η κάθε μια. Τα μωρά αγκαλιά και πάμε.
Ο ίδιος άδειασε το συρτάρι του γραφείου του Φώτη και έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα.
«Αδελφέ για Θες/νίκη»
Σαν τρελοί, οι δυο αδελφές, εμείς τα 5 παιδιά και ο θείος Αλέξανδρος ανεβήκαμε στο κάρο που οδηγούσε ο παραγιός του πατέρα μου, ο Μεχμέτ, αυτός μας σκέπασε με μια λινάτσα και ξεκίνησε μες τον ορυμαγδό.
Ακούγαμε κλάματα και φωνές, μας σταμάτησαν 5-6 φορές, τους εξηγούσε ο Μεχμέτ ότι πήγαινε προμήθειες στο αστυνομικό τμήμα…
Θυμάμαι πάρα πολύ καλά, ως 14χρονη που ήμουν, ότι με όλους τους Τούρκους των Μουδανιών είχαμε άριστες και φιλικές σχέσεις, ζούσαμε αδελφικά. Αυτοί όμως που αλαλάζοντας μας κυνηγούσαν δεν ήταν «οι δικοί μας Τούρκοι», ήταν ότι κακοποιό στοιχείο, ότι καθυστερημένο θρησκόληπτο παραμάζωμα, που το ξεσήκωσαν οι επιτήδειοι κρατικοί παράγοντες και ντόπιοι καλοθελητές που θα άρπαζαν μετά τις περιουσίες.
Ο Αλέξανδρος πλήρωσε αδρά και κατάφερε να δελεάσει τον καϊκτσή για να μας πάει  από τα Μουδανιά κατευθείαν για Ελλάδα. Δυστυχώς δεν υπήρχε χρόνος να περιμένει το Φώτη.


Το κάρο δεν απείχε πολύ απ το καίκι, αλλά ήταν κακοτράχαλος ο δρόμος και στο ξέφρενο τρέξιμο έχασα το ένα παπούτσι μου κι έβαλα τα κλάματα, ( τα μισά για το παπούτσι και τα άλλα μισά για τον Βανγκέλ), αλλά ποιος σταμάταγε, οπότε έφτασα μονοσάνδαλη στην Ελλάδα και φυσικά όλη μου η οικογένεια χωρίς φύλλο και φτερό.
Με ανοιχτά τα πανιά και σηκωμένη άγκυρα, μας υποδέχτηκε ο πατέρας του Μεχμέτ.
Άνεμοι, κύματα, ζαλάδες, εμετοί, κρύο, απελπισία….
Ήταν το πρώτο μου ταξίδι, έξω απ τα Μουδανιά, πλην τις φορές που μας πήγαινε ο πατέρας στην Προύσα, και δυστυχώς θα τη θυμάμαι….
Επιτέλους μετά από αφάνταστη ταλαιπωρία, πιάσαμε Ελλάδα, στο Καραμπουρνάκι.
Σωθήκαμε, αλλά δεν σωθήκαμε…..
Η υποδοχή στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ήταν παρόμοια σαν να υποδέχονταν Τούρκους…..
Καμία πρόνοια, σκυθρωπά αφιλόξενα πρόσωπα, το κράτος απών, άγριοι χωροφύλακες, κοροιδευτικά παρατσούκλια, κακία, αδιαφορία….
Τους δυστυχισμένους πρόσφυγες, μας στοίβαξαν σε ένα οικόπεδο πίσω απ το Καραβάν Σαράϊ.
Τα καραβάν σαράι ήταν πανδοχεία για τα καραβάνια, που βρίσκονταν στους δρόμους και στις πόλεις της Εγγύς Ανατολής, της Μέσης Ασίας και της Υπερκαυκασίας. Τα καραβάν σεράι είναι γνωστά από την αρχαιότητα, αλλά διαδόθηκαν κυρίως από τον 9o έως τον 18o αι., εξαιτίας της ανάπτυξης των πόλεων και της συστηματοποίησης του εμπορίου με καραβάνια. Στο οικόπεδο αυτό μόνοι μας κατασκευάσαμε πρόχειρα καταλύματα  για ένα λυτρωτικό πρώτο ύπνο στην «πατρίδα».
Ο πατέρας μου ο Φώτης Μιχαηλίδης γύρισε απ τα ταξίδι, βρήκε καμένο το σπίτι, εξαφανισμένη την οικογένεια και φρίκαρε. Δεν μπόρεσε να πάρει καμία πληροφορία από τους φίλους Τούρκους, γιατί οι φανατικοί καραδοκούσαν και δεν άφηναν να μιλήσουν με τους γκιαούρηδες.
Ευτυχώς μέσα απ τα αποκαϊδια είδε το σημείωμα του αδελφού του. Έμαθε ότι έφυγαν και κατάφερε να φύγει κι αυτός, με χίλια βάσανα  και να τους βρει στη Θεσσαλονίκη, ήταν δε τόσο σοκαρισμένος που ασυναίσθητα σε όλο το ταξίδι κράταγε στο χέρι την ομπρέλα για την εγγονή του και τίποτα άλλο.
- Φώτη μου σώθηκες; Αγκαλιές, φιλιά και,
-  Βρε χαμένε, θυμήθηκες κι έφερες την ομπρέλα της κόρης σου, «δεν έφερνες ένα τενεκέ λάδι αντί την ομπρέλα;».
Τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής μας, ήμασταν σαν χαμένοι. Εγώ σαν μεγαλύτερη απ τα παιδιά, έκοβα βόλτες και είχα μαγευτεί απ τις εικόνες της μεγαλούπολης. Η Θες/νίκη ήταν μια πραγματικά δυτική πόλη, με λίγα ανατολίτικα απομεινάρια.
Άμαξες με άλογα, αλλά και με μηχανές, δρόμοι με καλντερίμι, μαγαζιά με βιτρίνες φορτωμένες με κάθε λογής καλούδια, κυρίες με μοδάτες αμφιέσεις και φανταχτερά καπέλα, κύριοι με κλακ και μπαστούνια. Αυτά στην κάτω πόλη, μέχρι την Εγνατία, προς τα πάνω λασπουριά, σκόνη, ξυπόλυτα παιδιά, ζητιανιά, κουρέλια.
Μια επαρχιωτοπούλα σαν και μένα, περπατούσε ζαλισμένη σε άγνωστα μέρη. Κάπου είχα χαθεί και πανικόβλητη κοίταζα γύρω μου να προσανατολιστώ….
- Ε, Αγγελικούλα….και πριν το καταλάβω βρέθηκα απέναντι στον…Βανγκέλ!
Σταθήκαμε ακίνητοι απ τη σαστιμάρα, αλλά η κρυφή έλξη βρήκε διέξοδο στις συνθήκες της προσφυγιάς μας και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου αυθόρμητα.
Διηγηθήκαμε τις κακουχίες και τα βάσανα που περάσαμε και έμαθα ότι εκείνος έφυγε αμέσως μετά από μας, γιατί το μένος των φανατικών ήταν χειρότερο για τους Αρμένιους και όποιον έβρισκαν τον αποκεφάλιζαν αμέσως. Η ζωή μου από κείνη τη μέρα άλλαξε πρόσωπο και μπορούσα πλέον να υπομείνω τα πάντα, αφού είχα στον ίδιο τόπο το αγόρι μου.
Εν τω μεταξύ η ζωή άρχισε κάπως να καλυτερεύει.
Με την τέχνη του πατέρα μου Φώτη, κατασκευάσαμε μια σχεδόν ανθρώπινη παράγκα από λαμαρίνες, πίσω απ τον Άγιο Δημήτριο.
Πάλι όμως ταλαιπωρίες απ το πουθενά. Έφταναν συνέχεια καραβάνια με νέους πρόσφυγες, δεν χωρούσαμε πλέον στο οικόπεδο του Καραβάν Σαράι, οπότε μας μάζεψαν και μας έστειλαν όλους στην περιοχή της Χαλκιδικής που ονόμασαν Νέα Μουδανιά.
Οι συνθήκες ζωής εκεί ήταν χειρότερες και απάνθρωπες, συν την τρομερή ελονοσία, που θέρισε κόσμο, ώστε οι περισσότεροι μαζί και η οικογένεια μας γύρισαν πίσω.
Δεν έμεινε αλώβητη η οικογένειά μας απ τις κακουχίες. Θύμα ο θείος Αλέξανδρος  που έπαθε εγκεφαλικό και τον χάσαμε στο άνθος της ηλικίας του.
Έκτοτε άρχισε ένας αγώνας ζωής με τις χειρότερες συνθήκες και καμιά βοήθεια απ το Ελληνικό κράτος.
Τα νέα από την πατρίδα μας (την πραγματική) διαδίδονταν με τραγική ταχύτητα.
Το Τουρκικό κράτος με τη συνενοχή των μεγάλων δυνάμεων και την αδιαφορία της Ελληνικής Κυβέρνησης, καταφέρνουν ώστε με  το ελληνογενές στοιχείο, της "υποχρεωτική ανταλλαγής πληθυσμών" που ακολούθησε στη συνέχεια, μέχρι το 1924, απ όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίων ελληνογενών προσφύγων στην Ελλάδα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με του Πόντου.
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας", με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών δικαστηρίων της "Ανεξαρτησίας" δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.

Η ζωή όμως τραβάει το δρόμο της, τόσο στο γενικότερη μικρασιατική προσφυγιά, όσο και στη δική μας οικογένεια.
Το 1929 γεννιέται στη Θεσσαλονίκη η μικρά μας αδελφή η Φιφή.
Το 1930  η γιαγιά Ευγενία Μιχαηλίδου, το γένος Πατσούμη πεθαίνει από περιτονίτιδα, ενώ μια εβδομάδα πριν πεθάνει το σκυλάκι μας έκλαιγε και το αποδώσαμε στο ένστικτο απ την αγάπη στη γιαγιά που το τάιζε και το περιποιόταν.
Μόνος προστάτης έμεινε η αδελφή της γιαγιάς μας η άγια γυναίκα η Ζωή Πατσούμη, αφού ο πατέρας μας Φώτης σε ηλικία τότε 45 ετών, ξαναπαντρεύτηκε.
Από την καταστροφή και μετά ο πατέρας Φώτης, αυτός ο λεβέντης και ξακουστός τεχνίτης μεταβλήθηκε σ ένα κακέκτυπο άντρα, χαμένο μέσα σε ξένο περιβάλλον. Δεν συνήλθε εντελώς ποτέ. Πήγε να δουλέψει σαν  βοηθός σε ξυλουργείο, αυτός που ήταν ο περιζήτητος επιπλοποιός όλης της περιοχής  Προύσας, στο συγγενή της γυναίκας του Γιάγκο στο Βαθύλακκο Κοζάνης,. Εκεί γνώρισε την Κατινίτσα και την παντρεύτηκε το 1933, πούλησε ένα μικρό σπιτάκι που τους είχε αφήσει ο θείος Γιάγκος, αγόρασε ένα οικόπεδο στην έρημη τότε Πολίχνη της Θεσσαλονίκης, έχτισε σπίτι και πήρε τη νέα γυναίκα  του μαζί με το γιο του, τον αδερφό μας  Μιχάλη και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Ο αδελφός της Ζωής, Βασίλης Πατσούμης μαρμαράς τεχνίτης, πήγε στην Αθήνα όπου έκανε οικογένεια, καθώς και οι αδελφές του Σμαρώ, Βάσω και Άννα.
Η υπόλοιπη οικογένειά μας νοίκιασε το σπίτι της Διοικητηρίου 44, ένα διώροφο οίκημα με τη συνηθισμένη για την εποχή διαρρύθμιση του ισόγειου με εσωτερική αυλή, όπου έβλεπαν όλα τα παράθυρα και έμεναν εκεί  η θεία Ζωή και οι αδελφές μου Ιφιγένεια, Μαρία, Μάλαμα και Φιφή. Στην αυλή έμενε κι άλλη μια οικογένεια, του Τασούλη με τις δυο αδελφές του.
Ο πατέρας μου, ο Φώτης Μιχαηλίδης πέθανε το 1964.
Απ όλη την ιστορία μου έμεινε ένα τραγούδι, το τραγούδι μας με τον σύζυγό μου πλέον, τον πρώην Βανγκέλ Μουταφιάν και τώρα  Έλληνα πολίτη κύριο Ευάγγελο Μουταφίδη:

Καρδιά με καρδιά – Kalb Kalbe Karsi derler

Ερμηνεία: Asli Gungor – Ferhat Gocer
Ξύπνησα ξαφνικά με την εικόνα σου
Λίγο πριν τις τρεις
Ένα σύννεφο έφερε βροχή στα μάτια μου
Δεν μπορούμε να είμαστε άλλο μακριά
Η καρδιά μου είναι μαζί με τη δική σου
Είσαι κι εσύ θλιμμένος;
Ακόμα και το φεγγάρι φεύγει μακριά
Σκέφτηκες ποτέ μήπως πονά κι η νύχτα;
Η μοναξιά κρύβεται μέσα μου
Δεν με αφήνει ούτε λεπτό
Μια φωτογραφία κρατώ στο χέρι
Μακάρι να ήσουν εδώ
Οι καρδιές μας αισθάνονται το ίδιο
Είσαι κι εσύ θλιμμένος;
Ακόμα και το φεγγάρι φεύγει μακριά
Άραγε με σκέφτηκες ποτέ;
Η μοναξιά κρύβεται μέσα μου
Δεν με αφήνει ούτε λεπτό
Μια φωτογραφία κρατώ στο χέρι
Μακάρι να ήσουν εδώ

    Φάρμακο κατά του κρυολογήματος                 (7)




    Ο Σταμάτης Αμπελάς πήρε το πτυχίο της Ιατρικής νύχτα. Θες με τα σκονάκια στις εξετάσεις, θες με τις πολιτικές γνωριμίες και τα τηλεφωνήματα στους καθηγητές, θες με τη θέση βοηθού στον πρύτανη και καθηγητή Ανατομίας (πάλι με πολιτικό μέσον), θες με τις μπαγαποντιές του… Πάντως τα κατάφερε και αισθάνεται δικαιωμένος και υπερήφανος, ακόμα περισσότερο που ανέτρεψε τις προβλέψεις του μπάρμπα Γιάννη του πατέρα του:
       «Εσύ παιδί μου δεν έχεις μέλλον, είσαι τεμπέλης, καλοπερασάκιας και δολοπλόκος και δεν θα προκόψεις στη ζωή σου».
       Αυτός όμως τα κατάφερε. Μπήκε πλαγίως στο πανεπιστήμιο, εντάξει είχε διαβάσει, ήταν άνω του μετρίου στο Λύκειο, αλλά δεν θα άντεχε στις εισαγωγικές, το ήξερε. Γράφτηκε στην Ιατρική σχολή Γιουγκοσλαβικού πανεπιστημίου Αγγλικής γλώσσας και πάνω στο χρόνο έκανε μεταγραφή στο Καποδιστριακό.
       Εν τω μεταξύ, είχε δικτυωθεί αρκετά, απ το στρατό που υπηρέτησε ορντινάντσα ενός θηλυπρεπούς ταγματάρχη, ο οποίος έγινε αργότερα Δ/ντής Υπουργικού γραφείου και τον μύησε στα κόλπα του ρουσφετιού και της ρουφιανιάς. Κατάφερε και έφτασε να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα.

      Γκουχ, γκουχ, γκουχ,,,,,
«Μακριά θα μας κολλήσεις όλους βρε Σταμάτη», ο καλός του συνάδελφος Αρτέμης στο εργαστήριο ειδικής παθολογίας. «Τι να κάνω αδερφέ, δεν ξέρω πως κόλλησα αυτό το συνάχι, τώρα κρυολόγημα είναι, ίωση είναι τι να σου πω. Η επιστήμη έχει ανακαλύψει εμβόλια και φάρμακα για όλες τις ασθένειες σχεδόν και γι αυτό το τόσο απλό κωλοσυνάχι κανένας δεν βρέθηκε ικανός να το καταπολεμήσει. Ας είχα εγώ τα μέσα και θάβλεπες», ο Σταμάτης.
       Εκείνη την ώρα έμπαινε ο καθηγητής της έδρας και Δ/ντής του εργαστηρίου, ο περίφημος Πέτρος Αλκίβιος, ο οποίος άκουσε τα τελευταία λόγια τους.
      «Λοιπόν, κύριοι ερευνητές συμφωνώ με την άποψή σας, σας αναθέτω από σήμερα να ασχοληθείτε με την έρευνα του απλού κρυολογήματος. Σταμάτη εσύ σαν πιο παλιός, με βοηθό τον Αρτέμη θα ασχοληθείτε με το θέμα και όλη η δόξα θα είναι δική σας, εγώ μπαίνω στην άκρη. Για να δούμε τι αξίζετε σαν ερευνητές. Θα σας κανονίσω και μια επιχορήγηση», λέγοντας αυτά ο κος καθηγητής αποχωρεί με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και μόλις απομακρύνεται « Χα, χα » καγχάζει, γνωρίζοντας το αδύνατον του εγχειρήματος, που σ αυτό τόσοι μεγάλοι ερευνητές έσπασαν τα μούτρα τους. «Τον άκουσα που γέλασε, έτσι λοιπόν, δεν με ξέρει εμένα καλά, θα του τρίψω το φάρμακο που θα ανακαλύψουμε στα μούτρα, ετοιμάσου Αρτέμη».
       Ξεκίνησαν απ τη βιβλιογραφία, βρήκαν ότι σχετικό με το κρυολόγημα, τι έρευνες έχουν γίνει, ποια τα αποτελέσματα, τι φάρμακα δοκιμάστηκαν, τι δοκίμια και μελέτες γράφτηκαν για το θέμα, τα πάντα.
       Πέρασε ένας μήνας μελέτης και συζητήσεων, ο καθηγητής τους έβλεπε και φανερά τους ενθάρρυνε και από πίσω γελούσε.

       «Σταμάτη τζίφος, ο καθηγητής μας δουλεύει, δεν μπόρεσαν τόσοι εγκέφαλοι να βρουν λύση στο πρόβλημα, εμείς δυο πρωτάρηδες και άσχετοι θα τη βρούμε; Λέω να τα παρατήσουμε και να δηλώσουμε την αδυναμία μας στον καθηγητή», προτείνει ο Αρτέμης. « Τρελός είσαι, πολύ εύκολα αποθαρρύνεσαι. Αν οι άλλοι στάθηκαν ανίκανοι, εμείς θα τους αποδείξουμε ότι αξίζουμε. Έχω ένα σχέδιο κατά νου, κάτσε κοντά μου και δε θα μετανιώσεις», με βεβαιότητα ο Σταμάτης. «Καλά λοιπόν θα σ ακολουθήσω, βασικά επειδή είμαστε φίλοι και δεύτερο γιατί αναγνωρίζω τις ικανότητές σου», λίγο γλείψιμο δεν κάνει κακό σκέφτεται ο «βοηθός».
       Το άλλο πρωί, ο Σταμάτης αναλύει το σχέδιό του στον Αρτέμη:
      «Άκου, κανένας ερευνητής του συναχιού δεν το έχει σκεφτεί μέχρι τώρα. Θα πάρουμε δείγματα απ όλα τα φάρμακα, με αλφαβητική σειρά και κατόπιν τα βότανα και θα τα εφαρμόζουμε σε μύξα από άνθρωπο ή ζώο. Θα δοκιμάσουμε σε σκύλους, γάτες, ινδικά χοιρίδια, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο. Εσύ θα αναλάβεις να μαζέψεις διάφορες μύξες και θα τις βάλεις σε δοκιμαστικά δοχεία, γράφοντας απ έξω το πειραματόζωο, για να μη τα μπερδέψουμε.
       Εγώ θα απευθυνθώ στο τμήμα φαρμακολογίας για δείγματα φαρμάκων», αποκαλύπτει το σχέδιο ο Σταμάτης και μοιράζει αρμοδιότητες. Από εκείνη τη μέρα η ζωή των δυο ερευνητών έγινε πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Αρτέμης έψαχνε συναχωμένα σκυλάκια και γατάκια, κρυολογημένους φίλους, γριπιασμένα ινδικά χοιρίδια.
      «Δεν βρίσκω μύξες αφεντικό, καλοκαιριάτικα», έλεγε με παράπονο στον ερευνητή Σταμάτη. Κι αυτός με ύφος Σωκράτη:
«Όποιος δεν βρίσκει δημιουργεί».
«Τι εννοείς;»
       «Δεν έχεις αιρκοντίσιον στο σπίτι και στο καφενείο; Ε, βάλτο να δουλεύει στο φουλ και θα βρεις μύξες», τον συμβουλεύει με ύφος δασκάλου ο αρχηγός.
       Τσακώθηκε με τη μάνα του, με τον παππού του, με τον καφετζή και μ ένα φίλο του δικηγόρο ο Αρτέμης, αλλά πέτυχε, μάζεψε μύξες, Όχι εύκολα βέβαια, γιατί δεν ήθελε να τους αποκαλύψει το μυστικό της υπο ανακάλυψη εφεύρεσης και τις διαδικασίες, οπότε παραφύλαγε πότε και που θα πετάξουν τα χαρτομάντιλα και τα μάζευε κρυφά. Μετά, σύμφωνα πάλι με τις οδηγίες του αρχηγού, τα άνοιγε και τα πασάλειβε με ένα ειδικό διάλυμα και κατόπιν τα έστυβε και κρατούσε την πολύτιμη μύξα. Η δουλειά ήταν πιο δύσκολη με τα οικιακά ζώα. Κανένα αφεντικό σκύλου ή γάτας δεν δέχτηκε να δώσει μύξα. Τον διαολόστειλαν.
       Πάλι με την οδηγία του σατανικού αρχηγού, απευθύνθηκε σε pet shop, κατάστημα ειδών ζώων και έναντι αμοιβής του επέτρεψαν να μπει στο χώρο φύλαξης των σκύλων και να πάρει την πολύτιμη μύξα άνετα, γιατί τα σκυλιά είναι μονίμως συναχωμένα. Τα δαγκώματα και γρατσουνιές που εισέπραξε, θεωρούνται σαν πολεμικές απώλειες.
       Χειρότερα, βέβαια με τις γάτες, αλλά τελικά η επιστήμη δικαιώθηκε και όλες οι μύξες κατοχυρώθηκαν στις ειδικές θέσεις τους. Δεν κατορθώθηκε συλλογή μύξας από άλλα ζώα, ούτε ινδικά χοιρίδια, αλλά ο Σταμάτης συγχώρεσε το βοηθό, αναγνωρίζοντας το ανέφικτο της προσπάθειας.
- Φάση μπι (Β).
       Τα φάρμακα είναι στη διάθεση των ερευνητών με κλειδί που τους δόθηκε, όπως είναι αποθηκευμένα στα αμπάρια του φαρμακολογικού τμήματος. Ο αρχηγός είχε έτοιμο το σχέδιο παρέμβασης: Κάθε πρωί, μια λίστα φαρμάκων για το Σταμάτη και μια λίστα για τον Αρτέμη, μπαίνουν στη αποθήκη με δοκιμαστικούς σωλήνες, παίρνουν τα δείγματα και τσεκάρουν τη λίστα.  Το απόγευμα κάνουν την εφαρμογή ένα -ένα των δειγμάτων στα ειδικά δοχεία με τις μύξες και καταγράφουν στο κομπιούτερ την αντίδραση: κόκκινο= αρνητικό, κίτρινο= επανεξέταση, πράσινο= θετικό.
       (Εδώ έκανε ένα παιγνίδισμα ο Σταμάτης, σαν Παναθηναϊκός που είναι, έβαλε στο πυρ το εξώτερο τα χρώματα των εχθρών και κράτησε το χρώμα της ελπίδας για την αναμενόμενη μεγάλη ανακάλυψη. Ο Αρτέμης σαν γνήσιος γάβρος, κατάλαβε τις προθέσεις του αρχηγού και ορκίστηκε εκδίκηση.)
       Ο καθηγητής Αλκίβιος, παρακολουθούσε τις διαδικασίες διακριτικά, διηγούνταν στους συναδέλφους του καθηγητές τα καθέκαστα και είχαν βρει θέμα ξεκαρδίσματος.
      Η κοπέλα του Σταμάτη, ούνα φάτσα ούνα ράτσα, στα ραντεβού τους, άκουγε τις διηγήσεις του και θαύμαζε την επιστημοσύνη και την εφευρετικότητά του.
       Η αρραβωνιαστικιά του «βοηθού», μια ξύπνια Πατρινιά, τον γκρίνιαζε αντιλαμβανόμενη τη σαχλαμάρα έρευνα:  «Αφήστε τις μαλακίες, θα γελάει ο κόσμος μαζί σας, κοιτάξτε τη βασική δουλειά σας, ο καθηγητής σας δουλεύει.»
       Ο Αρτέμης θεωρούσε ιερόσυλη την παρέμβασή της και της απαγόρευσε να ξανασχολιάσει την αποστολή τους,     «Θα τρίβετε τα μάτια σας όλοι, όταν τελειώσουμε το πείραμα, ο Σταμάτης είναι εγκέφαλος». Η γιαγιά του αρχηγού, όταν της εκμυστηρεύτηκε σε στιγμή αδυναμίας ο Σταμάτης, το πείραμά του, τον συμβούλευσε:
      «Πιδάκι μ, άστ τα πιράγματ κι τις δουκιμές, του σναχ διν εχ γιατργιά. Πιε ένα τίλιου κι θα γινς πιρδίκ. Ακ τη γιαγιάς κάτι ξέρου κι ιγω, τα γιράματ ινι σουφά».

Κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κίτρινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο,
Κίτρινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο,………………………………………..
       Έχει κοκκινίσει το κομπιούτερ, πέρασαν δυο μήνες και ελάχιστα κίτρινα, τα οποία κι αυτά στην επανάληψη γίνονται κόκκινα. Ο Αρτέμης παίρνει την εκδίκησή του αγαλλιάζει με το χρώμα της καρδιάς του, του Ολυμπιακού, αλλά είναι και κρυφοαριστερός.
       Αντίθετα ο Σταμάτης έχει απηυδήσει να βλέπει το μισητό χρώμα και ονειρεύεται την πράσινη θύελλα του ΠΑΟ και του ΠΑΣΟΚ. Στο γραφείο των καθηγητών, η πλάκα συνεχίζεται αμείωτη με ανέκδοτα και αινίγματα, «Πού είναι το πράσινο; Πέταξε, πάει, γεια σου Σταμάτη αεροπόρε!».
       Μέσα στο παιχνίδι είναι και τα λάθη και οι πλάκες, μια μέρα ο Αρτέμης :
«Πράσινο αρχηγέ τρέξε», και όταν ήρθε, «πλάκα σούκανα», και έφαγε τη σφαλιάρα του. Μια άλλη φορά βρέθηκε πράγματι πράσινο, αλλά στη δοκιμή επιβεβαίωσης μετατράπηκε σε κίτρινο και μετά σε κόκκινο.
       Ο Σταμάτης έδωσε διορία στον Αρτέμη:
«Σύντροφε, τα δείγματα είναι πάρα πάρα πολλά και δεν απογοητεύομαι, θεωρώ σίγουρη την μελλοντική επιτυχία, αλλά αφενός λόγω που τελειώνει η επιχορήγηση, αφετέρου που η έρευνα είναι χρονοβόρα, οπότε λέω να βάλουμε ένα προσωρινό τέρμα και σε κάποιο άλλο χρονικό διάστημα συνεχίζουμε. Ας πούμε, σήμερα είναι 10 Ιουλίου, ας συνεχίσουμε ως τις 30 του μήνα». Ο Αρτέμης συμφώνησε με βαριά καρδιά, γιατί θα επιβεβαιωνότανε η Πατρινιά αρραβωνιάρα, αλλά βρήκε σωστό το σκεπτικό.
Έτσι πέρναγαν οι μέρες, 11, 12….23, 24, 25….29 Ιουλίου…

       Πρωί 31 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 2007, ώρα 8 πμ. Ο Σταμάτης ξυπνάει, τρόπος του λέγειν, αφού δεν τον έπιασε ο ύπνος όλο το βράδυ, ξέροντας ότι σήμερα θα πρέπει να παραδεχτεί την ήττα του και να ανακοινώσει σον καθηγητή του, τον απαίσιο Αλκίβιο το τέλος της έρευνας.
       Παίρνει το πρωινό του παρέα με τη γιαγιά, που είναι ενήμερη των προσπαθειών του:
       «Πιδάκιμ έτς ινι η ζουή, δεν έρχουντ ούλα διξιά, κουράγιου…».
Το τοστ του φαίνεται παραψημένο, το γάλα ξινισμένο, ο καφές κρύος, ο ουρανός συννεφιασμένος, όλα στραβά κι ανάποδα.
       Και εκείνο το τηλέφωνο ώρα που βρήκε να κουδουνίζει, του τρυπάει το μυαλό.Τρέχει να το σηκώσει, γιατί δεν αντέχει σήμερα θορύβους.. Στην άλλη άκρη του ακουστικού, ο Αρτέμης, η φωνή του διστακτική:
       «Σταμάτη, δεν ξέρω αν είναι ακριβές, αλλά βγήκε το καταραμένο χρώμα, πράσινο. Δεν έχω πολλές ελπίδες γιατί στο παρελθόν την πατήσαμε. Τι να κάνω;»
       Μια λάμψη άστραψε στο βλέμμα του Σταμάτη, αλλά έσβησε σχεδόν αμέσως: «Κάνε μια επανάληψη αγόρι μου, αν και δεν πιστεύω σε τίποτα πια και μετά πάρε με να μου επιβεβαιώσεις την αποτυχία μας. Οκ;.» Σε δέκα λεφτά, ντριν, ντριν, ντριν, ντριν,
Το σηκώνει ο Σταμάτης: «Τίποτα ε;»
       «Αφεντικό θρίαμβος, πάλι πράσινο βγήκε, η εντερφερόλη κάνει το θαύμα της, το Ιντερφεράλ της ΣΚΟΥΙΜΠ είναι  το φάρμακο κατά του συναχιού.»
       « Μην ενθουσιάζεσαι εύκολα, ντύνομαι κι έρχομαι, αν λες αλήθεια θα σε φιλήσω, αν μου κάνεις πλάκα φέρνω πιστόλι και θα σε σκοτώσω. Ετοίμασε τις μύξες κι έρχομαι για επαληθεύσεις.»
       Να μην τα πολυλογούμε, αγαπητέ αναγνώστη, η σαϊτα Σταμάτης έφτασε σε χρόνο ρεκόρ στο εργαστήριο, έκανε 15 επαληθεύσεις, καταπρασίνισαν όλες οι μύξες του εργαστηρίου και οι δυο φίλοι κατάκοποι έφαγαν 3 πίτσες ντελίβερι και ήπιαν 18 μπύρες, για να το γιορτάσουν.
       Με το μαύρο καλό κοστούμι του, ο Σταμάτης και το κόκκινο μπουφάν του ο Αρτέμης, στήθηκαν το επόμενο πρωί έξω απ το γραφείο του καθηγητή Αλκίβιου.
      Όταν ο κος καθηγητής έφτασε, όπως συνήθως καθυστερημένος (αυτό είναι το προνόμιο που δίνει κύρος στους πάσης φύσης «αρχηγούς), τους είδε σενιαρισμένους και κορόιδεψε:
       «Τι έγινε κύριοι ερευνητές, μήπως ανακαλύψατε το φάρμακο κατά του κρυολογήματος και ήρθατε να μου το ανακοινώσετε; Ή μήπως τα παρατήσατε, αφού φάγατε τα λεφτά του ιδρύματος;»
       Ο Σταμάτης φόρεσε το επίσημο ύφος του και ξεκίνησε τον δεκάρικο πού όλο το βράδυ παπαγάλιζε να τον μάθει απέξω:
       «Κύριε καθηγητά Αλκίβιε, ο καθ υμάς ερευνητής του εργαστηρίου ειδικής παθολογίας, υποφαινόμενος κύριος Σταμάτιος Αμπελάς, μετά του βοηθού του κυρίου Αρτέμιου Φωλά, κατόπιν ειδικής εντολής δικής σας ως διευθυντού του τμήματος, σας γνωρίζουν τα αποτελέσματα της ερευνητικής εργασίας τους, επιδίδοντάς σας συγχρόνως γραπτή αναφορά, με την παράκληση να διαβιβαστεί αύτη στην επιστημονική κοινότητα, ως αποκλειστική ανακάλυψη του υποφαινόμενου και του βοηθού του, όπως μας υποσχεθήκατε κατά την ανάθεση της έρευνας.
       Επίσης κύριε Καθηγητά, παρακαλούμε όπως μας επιτρέψετε να κάνουμε παρουσίαση της εφεύρεσης στο επικείμενο διεθνές Συνέδριο που θα λάβει χώρα την προσεχή Κυριακή στο ξενοδοχείο ΧΙΛΤΟΝ».
       Και παραδίδει στον εμβρόντητο Αλκίβιο, την γραπτή αναφορά με τα πειράματα και την επιτυχία κάποιου φαρμάκου γνωστής φαρμακευτικής εταιρείας, του οποίου το όνομα κρατείται μυστικό, μέχρι της επίσημης ανακοίνωσής του και κατοχύρωσής του, το οποίο στηρίζεται σε ένα θαυματουργό συστατικό, μυστικό επίσης, που είναι το αποτελεσματικό φάρμακο κατά του συναχιού.
       Η ταραχή και αναμπουμπούλα που δημιουργήθηκε την διανυόμενη εβδομάδα, δεν περιγράφεται Ο επιστημονικός ιατρικός κύκλος είναι ανάστατος, αν πράγματι ανακαλύφθηκε το φάρμακο κατά του κρυολογήματος, θα είναι η ανακάλυψη του αιώνα, μέχρι Νόμπελ και μέχρι δισεκατομμυριούχος ο εφευρέτης.

Βέβαια προκύπτουν πολλά ερωτήματα, που θα κληθεί ο εφευρέτης να διευκρινίσει:
- Μήπως έχει δυσμενείς επιδράσεις σε άλλα όργανα;
- Είναι οικονομικό στην εφαρμογή του; Και κυρίως
- Έχει άμεση αποτελεσματικότητα το φάρμακο; Και πως θα αποδειχτεί;
       Πολλοί πιστεύουν και ανάμεσά τους κι ο Αλκίβιος ότι είναι μπαρούφα η υπόθεση, γιατί ξέρει καλά τους βοηθούς του και πιστεύει ότι:
«Θα πέσει γέλιο πολύ στο Συνέδριο», αλλά κρατάει και μια πισινή: «Λες;»

Η κρίσιμη μέρα έφτασε.
Κυριακή πρωί και η αίθουσα «ΒΥΖΑΝΤΙΟ» του Χίλτον είναι γεμάτη μέχρι ασφυξίας.
       Στην πρώτη σειρά κάθονται οι επίσημοι, ο Μητροπολίτης Κολωνού Αμβούτιος, ο Υφυπουργός Υγείας Μπαμπατζιμόπουλος, Διευθυντές Νοσοκομείων, καθηγητές Πανεπιστημίου, ειδικοί απεσταλμένοι καθηγητές-ερευνητές ξένων Ιατρικών σχολών, οι ομιλητές, και ανάμεσά τους το πρόσωπο της βραδιάς Σταμάτης με τη γιαγιά του μαζί, σαν μασκότ. Αφού έχουν μιλήσει καμιά δεκαριά επιστήμονες και κάναν ανακοινώσεις των εργασιών τους, έρχεται και η σειρά του φίλου μας.
       Σφίγγει το χέρι της γιαγιάς και παίρνει θέση στο πόντιουμ, ανοίγοντας το φάκελο με τις σημειώσεις του. Κάτω οι εκπρόσωποι των φαρμακευτικών εταιρειών και οι δημοσιογράφοι, κρατάνε την ανάσα τους, περιμένοντας την ανακοίνωση του ονόματος του σκευάσματος και  έτοιμοι να τρέξουν να το τηλεφωνήσουν.
       Ο Αρτέμης καθισμένος στη δεύτερη σειρά, πετάει στα σύννεφα και ονειρεύεται δόξες και πλούτη με το συνεργάτη του.
      «Κύριοι συνάδελφοι», ένας γλυκός κόμπος στην καρδιά, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι επιστήμονες είναι συνάδελφοι!!
      «Μετά από εξαντλητική ερευνητική εργασία πολλών μηνών, με τη συνεργασία του βοηθού ερευνητή συναδέλφου κου Αρτέμη Φωλά και υπό την υψηλή καθοδήγηση του εκλεκτού δασκάλου και καθηγητή μας κου Αλκίβιου Πέτρου, φθάσαμε σε κρίσιμα αποτελέσματα, τα οποία διασταυρώσαμε πολλάκις και τα οποία μας οδηγούν να πιστέψουμε ακράδαντα ότι εφηύραμε το φάρμακο κατά του κοινού κρυολογήματος.
       Σας γνωρίζω τις πειραματικές μεθόδους που χρησιμοποιήσαμε, με βάση… μπλα, μπλα,  μπλα…… Λάβαμε γνώση των εργασιών των εκλεκτών ερευνητών…μπλα, μπλα, μπλα….. Χρησιμοποιήσαμε όργανα…μπλα, μπλα, μπλα….., αντιδραστήρια…μπλα, μπλα, μπλα…..».
       Ενδιάμεσα κατά την ομιλία ο Σταμάτης έβηχε και φταρνίζονταν συνέχεια. Αφού εξήγησε επιστημονικά την πορεία των ερευνών, ο Σταμάτιος Αμπελάς, έφθασε και στο ζουμί της υπόθεσης:
       «Αγαπητού συνάδελφοι σας ανακοινώνω το όνομα του φαρμάκου: είναι το  Ιντερφεράλ της φαρμακευτικής εταιρείας ΣΚΟΥΙΜΠ, του οποίου το συστατικό  εντερφερόλη κάνει το θαύμα της. Αυτό κύριοι είναι  το φάρμακο κατά του συναχιού.»
       Δημιουργήθηκε αναταραχή και τρεξίματα φαρμακοποιών και δημοσιογράφων.
Ο Πρόεδρος του Συνεδρίου, παρενέβη από τη θέση του δίπλα στο πόντιουμ και παίρνοντας το μικρόφωνο:
       «Ησυχία παρακαλώ. Κύριοι συνάδελφοι ακούσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον την ομιλία και την ανακοίνωση του κου Αμπελά. Τον παρακαλώ να μην κατέβει, γιατί υπάρχουν ερωτήσεις.
       Παρακαλώ: ο κος καθηγητής ΩΡΛ Αναστάσιος Μπεκιάρης, έχει το λόγο» Ο Μπεκιάρης:
       «Κύριε Αμπελά, ίσως δεν προλάβατε να μας διαφωτίσετε, μου γεννώνται ορισμένα ερωτήματα και παρακαλώ να μας τα διευκρινίσετε.
       Πρώτα, παρατήρησα ότι κατά την ομιλία σας βήχατε και φταρνιζόσαστε συνέχεια, άρα έχετε κρυολόγημα, πως συμβιβάζεται αυτό, αφού ανακαλύψατε το θαυματουργό φάρμακο;
       Δεύτερο, είναι ηλεγμένο ότι το φάρμακο Ιντερφεράλ, δεν προκαλεί παρενέργειες;
Τρίτο, είναι οικονομικό; Και τέταρτο και κυριότερο, έχει άμεση αποτελεσματικότητα, και πως αποδεικνύεται; γιατί με τα υπάρχοντα σήμερα φάρμακα του κρυολογήματος έχουμε αποτελέσματα μακρόχρονα. Ευχαριστώ».
       Ο Σταμάτης παίρνει το λόγο χαμογελώντας ικανοποιημένος και βήχοντας (γκουχ, γκουχ): «Ευχαριστώ τον κο καθηγητή για τα ερωτήματά του, θα απαντήσω ακριβώς. Στο πρώτο απαντώ, ότι ναι αυτή τη στιγμή είμαι κρυολογημένος», βήχει και φταρνίζεται.
      «Στο δεύτερο: το φάρμακο είναι ηλεγμένο απ τη φαρμακευτική εταιρεία και τον ΕΟΦ, γιατί δίδεται για καρδιακές ενοχλήσεις και δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ παρενέργειες.
       Στο τρίτο: (Βήξιμο). Ναι είναι οικονομικό, η ετικέτα γράφει 2 ευρώ.
       Στο τέταρτο ερώτημα: ναι έχει άμεση αποτελεσματικότητα και θα σας το αποδείξω αμέσως.(Φτάρνισμα). Είναι μέσα στη διάλεξή μου, που πρέπει να δείξω την αποτελεσματικότητα του Ιντερφεράλ και να την αποδείξω. Γι αυτό το λόγο προκάλεσα στον εαυτό μου ένα αρκετά βαρύ κρυολόγημα, όπως σωστά παρατήρησε ο κος καθηγητής, με σκοπό να αποδείξω μπροστά στα μάτια σας την αποτελεσματικότητά του.
       Αγαπητέ συνάδελφε Αρτέμη, (γκουχ, γκουχ) φέρε μου το Ιντερφεράλ και έχω νερό εδώ».  Το πίνει με ένα χαπάκι που επιδεικνύει ο Σταμάτης και
« Κύριοι, θα παραμείνω αρκετά στο πόντιουμ, αν θέλετε απαντώντας σε τυχόν ερωτήματά σας, συγχρόνως όμως θα αποδειχθεί ζωντανά ότι από αυτό το διάστημα και πέρα δεν θα έχω καθόλου συμπτώματα κρυολογήματος»
       Ακολουθεί ένα διάστημα 20 λεπτών με συνεχή ερωτήματα προς τον Σταμάτη για το φάρμακο, την ερευνητική του εργασία και κυρίως τις προοπτικές διάδοσής του, τις εργασίες που θα αναλάβει να ερευνήσει στο μέλλον αυτός ένας σπουδαίος ερευνητής κλπ, ενώ ο Αρτέμης φούσκωνε απ τη θέση του απ τις κλεφτές ματιές που του έριχναν, ως συνεργάτη του μεγάλου εφευρέτη.
       Περιττό να λεχθεί ότι ο καθηγητής Αλκίβιος έδειχνε φαρμακωμένος απ την αναπάντεχη επιτυχία του «άσχετου» βοηθού του. Φαρμακωμένη κι η πατρινιά αρραβωνιαστικιά του Αρτέμη, που είχε προβλέψει: «μαλακίες η έρευνα».
Όλο αυτό, λοιπόν το διάστημα ο Σταμάτης δεν έβηξε ούτε μια φορά, ούτε φταρνίστηκε και κάθε τόσο έκανε μια δεικτική κίνηση στη μύτη και το λαιμό του, σαν να λέει: «Ορίστε, βεβαιωθήκατε; Τέρμα το κρυολόγημα».
       Η ώρα είχε περάσει, οι ερωτήσεις στέρεψαν και ο Πρόεδρος του Συνεδρίου, πήγε δίπλα στον Σταμάτη τον αγκάλιασε απ τον ώμο και:
      «Κύριοι συνάδελφοι, εδώ τελειώνει το συνέδριο και μας περιμένει ο μπουφές. Επίσης τελείωσε και η δοκιμασία απόδειξης που επέβαλε ο κος Αμπελάς στον εαυτό του, με μεγάλη επιτυχία. Ούτε ένας βήχας, ούτε ένα φτάρνισμα, ούτε άλλο σύμπτωμα κρυολογήματος. Θέλω να συγχαρώ για άλλη μια φορά τον εφευρέτη μας και αν του ευχηθώ καλή σταδιοδρομία και καλά κέρδη απ την εκμετάλλευση της ανακάλυψής του. Παρακαλώ ένα θερμό χειροκρότημα.

       Κι ενώ όλη η αίθουσα χειροκροτούσε……άρχισε το κακό…και τι κακό..πανωλεθρία!
Γκουχ, μια φορά,   γκουχ, γκουχ…. γκουχ γκουχ γκουχ….. γκουχ γκουχ γκουχ γκουχ,
Γούρλωμα στα μάτια και πνίξιμο….τρέξιμο ακατάσχετο συνάχι, κόκκινα μάτια, να
κρατιέται απ την έδρα και να βήχει ασταμάτητα και να τρέχουν οι μύτες.
      Στην αρχή παγωμάρα στην αίθουσα και μετά, αυτό το μετά…έλιωσε, καταπόντισε, εκμηδένισε το Σταμάτη, τον Αρτέμη, τη γιαγιά…..
       Ένα τρελό, γαργαριστό, κελαρυστό γέλιο ξέσπασε σε όλη την αίθουσα απ άκρη σ άκρη.
       Ένα, γέλιο λύτρωσης, εκδίκησης, ανταγωνισμού, τιμωρίας, χλευασμού, γελοιοποίησης….και διακρίθηκαν σ αυτό…. ο κος Αλκίβιος, η πατρινιά αρραβωνιαστικιά……..





     Είναι 10 το πρωί, έχω ξεκινήσει για τις συνήθεις πρωινές υποχρεώσεις ενός συνταξιούχου. Μπαίνω στο Femme το καφέ-μπαρ της γειτονιάς μου.
     Κάθομαι και περιμένω κάποια απ τις κορμάρες σερβιτόρες που έχει κουβαλήσει από την Ουκρανία ο Παναγιωτόπουλος (μπάτσος ιδιοκτήτης εκ Καλαμάτας). Ενώ σκέπτομαι τα συνηθισμένα περί σχέσεων εμπόρων λευκής σαρκός και μπατσαρίας, παρατηρώ τις δίμετρες σερβιτόρες να περνάν από μπροστά μου, σαν να μη με βλέπουν, να σερβίρουν άλλους που ήρθαν μετά από μένα και να μη δίνουν σημασία στα αλλεπάλληλα απελπισμένα σήματά μου, που είναι συνήθη στα ελληνικά κέντρα. Οι σκέψεις με απορρόφησαν αλλά πουθενά σερβιτόρα, σηκώνομαι νευριασμένος, στέκομαι μπροστά σε μία μελαχρινή και με οργή:
     «Επιτέλους κοπέλα μου θα με εξυπηρετήσει κανένας;»
     Με προσπερνά και φεύγει.
     Πεισμωμένος βρίσκω άλλη σερβιτόρα:
     «Δεν μου λες κυρία μου, δεν περνάνε τα λεφτά μου εδώ;»
     Η ίδια εκνευριστική αδιαφορία, λες και δεν με βλέπουν, λες και είμαι αόρατος.
     Σ ένα τραπεζάκι κάθονται δυο φίλοι, ο Χρήστος, ένας παραμυθάς εφοριακός και ο ηλεκτρολόγος Σάκης.
     «Ρε Χρήστο, πέστε μου την αλήθεια με βλέπετε ή μήπως είναι μια πλάκα όλα αυτά».
     Αυτοί συνεχίζουν, απτόητοι από την παρουσία μου τη συζήτησή τους (είμαι πράγματι αόρατος; ξανααναρωτιέμαι)…
«…αλλά κι αυτός ο μαλάκας ο Τζαναμπέτης, όνομα και πράγμα, μπροστά στις γυναίκες της φαμίλιας του στέκεται σούζα, πραγματικός μαλάκας», ακούω το Σάκη.
     «Έλα μωρέ όλοι μας είμαστε λίγο μαλακοί στις γυναίκες, αυτός όμως όπως φαίνεται, λόγω ηλικίας δεν μπορεί να εκτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα, γι αυτό του έχουν πάρει τον αέρα. Διάβασα στο «ΕΝΑ» μια ανάλυση ψυχολόγου, ότι όταν ο άντρας γίνεται ανίκανος αποκτά μια δουλοπρεπή στάση έναντι των γυναικών, ευτυχώς εμείς…ντούροι» απαντάει με το χαρακτηριστικό σεξιστικό σήκωμα του χεριού ο Χρήστος.
     «Ρε άτιμοι, έτσι με κουτσομπολεύετε, δεν θα επανέλθει η κατάσταση, τότε θα δείτε ποιος είναι ο Αρίσταρχος», σκέφτομαι φωναχτά  αφού κανείς δε μ ακούει.
     Πάω στο μπαρ, στο ταμείο, τα ίδια, σαν να μην υπάρχω.
     Φεύγω με τρομερή υποψία για την τουαλέτα, κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
     «Θεέ και κύριε δεν υπάρχω, δεν υπάρχει το είδωλό μου, δεν υπάρχει το σώμα μου, έγινα αόρατος!!!!»
     Βγαίνω απ την τουαλέτα τρεκλίζοντας και φεύγω προς την αγορά.
     Περιττό να σας διηγηθώ τις περιπέτειές μου εκεί, μύλος και αφασία.
     Αποκαμωμένος και απογοητευμένος σταματώ σ ένα καφενεδάκι της Πλάκας να ξαποστάσω, αλλά φυσικά σαν «αόρατος» δεν προσέχω τη σερβιτόρα.
     «Σιγά κύριε με πατήσατε, αλλά τι έχετε, φαίνεστε άρρωστος, θέλετε να σας σερβίρω κάτι;», η σερβιτόρα.
     Επιτέλους επανήλθα έγινα φυσιολοφικός, πίνω ένα διπλό καφέ με λικέρ, πληρώνω και φεύγω προς τη γειτονιά μου..
     Η τύχη μου έχει πάρει τα επάνω της.
     «Τώρα θα πάρω τη ρεβάνς απ τους άσπονδους κουτσομπόληδες φίλους μου αν είναι ακόμη εκεί» και κατευθύνομαι προς το καφέ μπαρ «Femme». Είναι εκεί και οι δυο και παίζουν τάβλι.
     «Καλώς το φίλο τον Αρίσταρχο, το πιο καλό παιδί της γειτονιάς, κάτσε να σε κεράσουμε, μόνο ένα λεπτό να τελειώσω με  τον εφοριακό», με υποδέχεται ο Σάκης.
     «Είσαι κωλόφαρδος όπως πάντα», λέει ο αθυρόστομος Χρήστος στο Σάκη, και κλείνει με θόρυβο το τάβλι, «να σου σταθεί στο λαιμό το ουίσκι που κέρδισες».
     Εκείνη τη στιγμή έρχεται από πάνω μας η Ουκρανέζα Ταμάρα.
     «Κύριε Αρίσταρχε τι να σας προσφέρει το κατάστημα κι εγώ μαζί;»
     «Θα σούλεγα τώρα, αλλά άσε» και ξεκαρδιζόμαστε και οι τέσσερις.
     «Θα φέρεις σε όλους μας αυτά που πίνουν τα παιδιά και θα δούμε ποιος κερνάει σήμερα», παραγγέλνω και σκέφτομαι από μέσα μου «τώρα θα σας δείξω εγώ».
     «Δεν μου λες κύριε Αρχι- ηλεκτρολόγε Σάκη, που ήσουν σήμερα κατά τις 9 το πρωί;»
     «Για να θυμηθώ, πριν ανοίξω το μαγαζί πέρασα, όπως κάθε πρωί και ήπια εδώ τον καφέ μου, ήταν και ο Χρήστος, ρώτα τον αν δεν πιστεύεις».
     «Θα ρθει και η σειρά του, για πες μου, επειδή ένιωθα μια φαγούρα, μήπως με ανέφερες στην κουβέντα σου, γιατί ξέρεις τώρα τελευταία αισθάνομαι πολύ μαλάκας γενικά, αλλά ειδικότερα μπροστά στις γυναίκες της φαμίλιας μου, πραγματικός μαλάκας (αυτολεξί όπως τα είχε πει ο Σάκης το πρωί).
     Ο Σάκης χλωμιάζει, σκύβει το κεφάλι και:
      «Σου ζητώ πολλά συγγνώμη ρε Αρίσταρχε, δεν ξέρω ποιος με κάρφωσε, αλλά δεν τα εννοούσα αυτά που έλεγα, ξέρεις κουβέντες του καφενείου, όποιος λείπει τον κουτσομπολεύουμε.».
     Εν τω μεταξύ ο Χρήστος είχε σκάσει στα γέλια.
     «Έρχεται κι η σειρά σου ρε εφοριακέ της κακιάς ώρας, θα σου κόψω εγώ τα γέλια. Άκουσα ότι σ ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό, νομίζω ΕΝΑ το λένε, αναφέρει λοιπόν ένας ψυχολόγος της δεκάρας, ότι όταν ένας άντρας είναι ανίκανος αποκτά μια δουλοπρεπή στάση απέναντι στις γυναίκες κι επειδή ο Αρίσταρχος δεν τα καταφέρνει, του έχουν πάρει τον αέρα. Έτσι είναι βρε καθυστερημένε; Κι εσείς είστε ντούροι έ!».
     Κι ενώ ο Χρήστος αρχίζει κι εκείνος να κλαψουρίζει κάποιες δικαιολογίες, του αρπάζω απ το χέρι ένα σακουλάκι φαρμακείου που κρατάει.
     «Μη σε παρακαλώ, μην το πειράζεις, είναι της γυναίκας μου», αναστατώνεται ο Χρήστος.
     «Πέρασα προηγουμένως απ το Φαρμακείο του Γιάννη και μου είπε ότι πριν λίγο ήσουν εκεί, για να δούμε τι ψώνισες».
     Παρά τις αντιρρήσεις του, ανοίγω το σακουλάκι:
     «Για να δούμε: οινόπνευμα, σαμπουάν, όπα-κρέμα για ευαίσθητες περιοχές , όπα-σερβιέτες, -διπλό όπα- Βιάγκρα. Εδώ σ έχω, όλα τα λοιπά άρρενα  μέλη της οικογένειάς σου είναι κάτω των σαράντα, άρα λοιπόν φίλε μου πολύ ντούρος είσαι και πολύ σκληρός με τις γυναίκες της φαμίλιας σου».
Τα ποτά τελικά τα κέρασαν στον Αρίσταρχο, οι δυο καλοί του φίλοι.
                   Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ   (4)



      Ανέκαθεν ήταν φίλος της φύσης ο Τάκης. Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, είχε μεγαλώσει στα χωράφια του πατέρα του. Οι περισσότεροι συντοπίτες του μεγαλώνοντας απεχθάνονταν τον αγροτικό χώρο και φρόντιζαν να μάθουν κάποια τέχνη ή να σπουδάσουν, για να ζήσουν στις μεγαλουπόλεις σαν αστοί.
      Και αυτός έφυγε, μπήκε σε ανώτατη σχολή, σπούδασε, τακτοποιήθηκε επαγγελματικά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αφού έτσι το ήθελαν οι κανόνες της εποχής.
      Παρόλη όμως την αστικοποίησή του, παρέμεινε ένας λάτρης της φύσης και κυρίως των φυτών.
      Φρόντισε να ζει σε μονοκατοικία, με ένα μικρό κήπο, στην Ηλιούπολη και έτσι συνδύασε την επαγγελματική του καριέρα με την αγάπη του προς τα φυτά.
      Όλες οι ελεύθερες ώρες του ήταν αφιερωμένες στον κήπο του. Σκάλισμα, ξεχορτάριασμα, σπορές, κλαδέματα, ποτίσματα, ραντίσματα, ήταν οι συνήθεις χοντρές εργασίες, αλλά υπήρχαν και οι λεπτές τεχνικές, τις οποίες είχε σπουδάσει, είτε στα γεωπονικά, κηπουρικά κλπ βιβλία, είτε σε σεμινάρια του Υπουργείου Γεωργίας ή Γεωργικών Ινστιτούτων, τα οποία κυνηγούσε μανιωδώς.
      Κατάφερε να φτιάξει ένα μικρό θερμοκήπιο στο χώρο του κήπου, που του χρησίμευε σαν θερμοσπορείο για την ανάπτυξη φυταρίων, τα οποία μεταφύτευε στον κήπο, αλλά και σαν σέρα καλλωπιστικών φυτών.
-Επί τέλους Τάκη, έχεις και διό ανθρωπάκια παιδιά, εκτός από τα φυτικά παιδιά σου, ήταν η συνηθισμένη πλέον ατάκα της Νίτσας της γυναίκας του.
      Δεν ήταν κακός πατέρας, πρόσεχε τα παιδιά του, τα διάβαζε για το σχολείο, έπαιζε μαζί τους, τα πήγαινε πάρκο, λούνα παρκ κλπ.
      Εκτελούσε αρκετά καλά όλα τα καθήκοντα του συζύγου και του πατέρα, αλλά… να, είχε κι αυτός την αδυναμία του…το πράσινο.
-Ρε κρυπτοπαναθηναϊκέ, τον τσιγκλούσαν οι φίλοι του, και κρυπτοπασόκε που μας δουλεύεις όλους με την τάχα αγάπη σου για τα πράσινα φύλλα.
      Η αλήθεια είναι ότι και φίλαθλος του ΠΑΟ είναι, και ιδεολόγος με δημοκρατικές αρχές, ίσως δε, αν όχι σίγουρα, έχει επηρεαστεί και σ αυτούς τους τομείς απ το φυσικό πράσινο. Το ομολογεί κι ο ίδιος στον εαυτό του.
      Τελευταία όμως τόχει παρακάνει.
      Αρχίζει να παραμελεί την οικογένεια, να αποφεύγει τους φίλους, να ονειροπολεί στη δουλειά, να αφαιρείται και κάπου κάπου να μονολογεί για το αγαπημένο του θέμα:
-Βροχερός ο καιρός αυτή την περίοδο, καλός γιατί δίνει υγρασία στα φυτά, αλλά επικίνδυνος για αρρώστιες, πρέπει να προλάβω να ραντίσω εγκαίρως, ή
-Θα σηκωθώ στις 5 το πρωί να δω αν πέταξε φύλλο η καινούργια αζαλέα, ή
- Εκείνος ο σκύλος του κυρ Αντρέα, έρχεται τα βράδια και κατουράει τις ντοματιές και τις δηλητηριάζει με νιτρικά άλατα, πρέπει να τον διώξω.
      Η Νίτσα ανησυχεί και το εκμυστηρεύεται στον κουμπάρο τους τον καρδιολόγο.
-Μάκη δεν πάμε καλά, ολοένα και περισσότερο παθιάζεται με τα φυτά, με το πράσινο. Ολόκληρο το 24ωρο το μυαλό του εκεί. Να φανταστείς Μάκη, δεν πειράζει που θα το πω είσαι γιατρός, ότι και την ώρα του σεξ τον έπιασα να μουρμουρίζει…αργεί να φυτρώσει…κάτι τρέχει…και τελικά το σεξ μας, τζίφος!
-Θα του μιλήσω Νίτσα και θα προσπαθήσω να τον συνεφέρω.
      Ούτε οι νουθεσίες του γιατρού, ούτε οι κοροϊδίες των φίλων έπιασαν τόπο. Τον είχε κυριεύσει αμόκ. Εντεινόταν συνεχώς η απασχόλησή του με τα φυτά, η προσήλωση στη φύση, η μανία με το πράσινο.
      Είχε αλλάξει και την ενδυμασία του, από όπου φαινόταν επίσης το πάθος του για τη φύση. Το παντελόνι του, τα δετά δερμάτινα παπούτσια, οι ριγέ κάλτσες, οι τούφες των μαλλιών, ακόμα και οι άκρες από τα μυτερά μακριά νύχια του έχουν την απόχρωση της χλωροφύλλης.
      Ζούσε σαν σε όνειρο. Αλλοπαρμένος και ζαλισμένος, έμοιαζε, αν δεν είχε κιόλας καταντήσει αλκοολικός του πράσινου.
      Αυτή η περίεργη κατάσταση διήρκεσε μία εβδομάδα, από Δευτέρα μέχρι την επόμενη Κυριακή βράδυ, οπότε έπεσε σε βαθύ λήθαργο και ξύπνησε καταϊδρωμένος στις εφτά και μισή το πρωί.
      Παραδόξως αισθάνθηκε μεγάλη διαύγεια και καθαρότητα διάθεσης, σε τεράστια αντίθεση από τις προηγούμενες ημέρες που ήταν όρθιο πτώμα. Έκανε το πρωινό ντουζ και πήγε στον νιπτήρα να ξυριστεί.
-Τι είναι αυτό; Τι έπαθε το δέρμα μου και πρασίνισε;
      Πράγματι, το δέρμα των χεριών ήταν πράσινο και το πρόσωπο ελαφρώς βεραμάν.
Ρο σαπούνι δεν έκανε τίποτα, ούτε το ΤΙDE, ούτε το ΑΖΑΞ, ούτε η χλωρίνη και το οινόπνευμα.
      Επειδή είχε περάσει η ώρα, έφυγε για το γραφείο, αποφεύγοντας με τα χέρια στην τσέπη, τη γυναίκα και τα παιδιά, που είχαν συνηθίσει τις τελευταίες ιδιοτροπίες του και δεν παραξενεύτηκαν.
      Στο δρόμο σκεφτότανε,
-Πέρασε η μεγάλη ένταση που με είχε πιάσει με το πράσινο, επήλθε ηρεμία στον ψυχικό μου κόσμο, αλλά φαίνεται ότι μεταβήκαμε σε ένα άλλο στάδιο. Για να δούμε που το πάει…
      Στο γραφείο κρύφτηκε επιμελώς, απέφυγε παρέες ως συνήθως αλλά για άλλο λόγο τώρα. Το βράδυ όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει και βρέθηκε στο σαλόνι του απέναντι απ την τηλεόραση και τη γυναίκα του.
-Σε βλέπω ήρεμο και αλλαγμένο Τάκη μου, μετά απ τα βασανιστήρια που μας έκανες την τελευταία εβδομάδα. Αλλά είσαι κάπως χλωμός, θάλεγα πρασινωπός, και γιατί κρύβεις τα χέρια σου, για να δω. Μα είναι πράσινα, τι τρέχει;
-Να, βάψανε στο γραφείο τους τοίχους και δεν πρόσεξα και λερώθηκα, άσε τώρα νύσταξα, πηγαίνω για ύπνο.
      Το πρωί ξύπνησε, τρόπος του λέγειν γιατί δεν έκλεισε μάτι περιμένοντας να ροδίσει και να δει το χρώμα του στον καθρέφτη.
-Ωχ, την πατήσαμε. Πράσινο και το πρόσωπο.
      Ο Τάκης, στις 6 το πρωί, κατεβάζει απ τη βιβλιοθήκη του μερικούς τόμους επιστημονικής Γεωπονικής, άλλο τίποτα για ένα φανατικό πράσινο και μελετάει για αρκετή ώρα. Τελικά αποφαίνεται. Κόλλησα χλωροφύλλη.

Στη Βιολογία, με τον όρο Χλωροφύλλη, χαρακτηρίζεται μια ολόκληρη ομάδα χρωστικών ουσιών, που προσδίδουν το πράσινο χρώμα σχεδόν σε όλα τα φυτά. Οι χρωστικές αυτές ουσίες, που λέγονται «επιμέρους χλωροπλάστες», περιέχονται ως οργανίδια στα φυτικά κύτταρα.
Λειτουργικά η χλωροφύλλη εκτελεί την αναγκαία ζωική λειτουργία της απορρόφησης ενέργειας φωτός για τη φωτοσύνθεση. Τα διαλύματα της χλωροφύλλης απορροφούν το κυανό και ερυθρό χρώμα του φάσματος του φωτός, ενώ αφήνουν το πράσινο να περάσει, πράγμα που εξηγεί το πράσινο χρώμα της. Η σύνθεση της χλωροφύλλης γίνεται μόνο στο φως.
      Και σε μια τελευταία παράγραφο, με ψιλά γράμματα, διαβάζει:
Ορισμένα όντα που δεν έχουν χλωροφύλλη, φωτοσυνθέτουν με τη βοήθεια άλλων, πχ. με εμπήδηση κυττάρων από το ένα σώμα στο άλλο, εφόσον και οι λοιπές συνθήκες διατροφής και διατήρησης το επιτρέπουν.

-Πέσαμε στην περίπτωση. Ο συγχρωτισμός μου με τα φυτά και οι έμμονες ιδέες μου, συνέβαλαν στην «Εμπήδηση» φυτικών κυττάρων, και ιδού το αποτέλεσμα: έγινα
«ο πράσινος Τάκης».
      Κάλεσε τη γυναίκα του και της εξήγησε την κατάσταση. Πως δεν τρελάθηκε η καημένη.
-Τι θα κάνουμε Τάκη μου, θα μας κοροϊδεύει ο κόσμος, θα σε διώξουν απ τη δουλειά σου, τα παιδιά μας, οι φίλοι, οι συγγενείς. Ωχ, παναγία μου τι πάθαμε.
-Σε παρακαλώ Νίτσα άσε τις υστερίες, θα τα κανονίσουμε όλα.
      Τηλεφωνεί στο γραφείο:
-Κύριε Διευθυντά, είμαι γριπωμένος και δεν θα έρθω στο γραφείο.
      Συνεχίζει τα τηλεφωνήματα: Στον κουμπάρο του τον καρδιολόγο, στον καθηγητή της Γεωπονικής κο Σταμάτη Λεόντιο, που τον έχει βέβαια γνωρίσει από τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του για θέματα φυτοπαθολογίας, και τον παρακαλεί να προσπαθήσει να βρει τον γνωστό Φυσιοδίφη καθηγητή κο Πέτρο Μαντούβαλο.
      Τους κλείνει ραντεβού στο εργαστήριο Βιολογίας της Γεωπονικής σχολής, για αύριο στις 9 πμ.
-Θα έρθω κι εγώ μαζί, η Νίτσα.
-Δεν χρειάζεται, κάθισε με τα παιδιά και θα σε ενημερώσω αμέσως, άλλωστε μη φοβάσαι, όλα είναι υπό έλεγχο 9η καρδιά του το ξέρει).
      Το πρωί στην τουαλέτα για ξύρισμα…και …αμάν… άλλο και τούτο. Όλα στο μπάνιο τα παθαίνει.
-Κατάρα, άλλο πάλι πεσκέσι.
      Στις μασχάλες του, αντί τρίχες φύτρωσαν τριχοειδή φυλλαράκια. Στα καλάμια και τους μηρούς του μικροί οφθαλμοί, μερικοί από τους οποίους έχουν ανοίξει σε μικροσκοπικά ανθάκια. Στα πέλματά του ριζίδια.
-Θα τα κόψω, σκέφτεται, θα τα ξυρίσω. Παίρνει το ξυράφι, αλλά αμέσως μετανιώνει.
-Ας τα δείξω στους επιστήμονες, με την ευκαιρία που θα είναι σήμερα μαζεμένοι.
      Στις 10 η ώρα ο Τάκης βρίσκεται ξαπλωμένος γυμνός σε ένα τραπέζι του εργαστηρίου Βιολογίας και γύρω του, με φακούς, εργαλεία, δοκιμαστικούς σωλήνες, νυστέρια, βίντεο, κομπιούτερ κλπ σατανικά μηχανήματα, σκυμμένοι οι «βιοσοφοί».
-Είναι σωστοί, κατ αρχήν, οι συλλογισμοί σου κύριε Τάκη, περί εμπήδησης φυτικών χλωροφυλλούχων κυττάρων στο σώμα σου από τα φυτά σου, λόγω της στενότατης σχέσης που είχες αναπτύξει μαζί τους, ο ένας καθηγητής.
-Πέραν αυτού όμως, η ανάπτυξη φυτικών οργάνων στο σώμα σου, εγκυμονεί κινδύνους, ήτοι εφόσον δημιουργήθηκαν φύλλα σπειροειδούς διάταξης, άνθη εγγενούς αναπαραγωγής αγγειόσπερμων φυτών και τριχοειδείς ρίζες, πιθανόν να ακολουθήσουν καρποί!!! Και όλα αυτά να μετατρέψουν το σώμα σου σε βλαστό!!! 
      Αποφαίνεται ο άλλος καθηγητής.
-Και βέβαια, για να ζεις φυσιολογικά, θα χρειάζεσαι οργανικά (κοπριά) και ανόργανα στοιχεία (λιπάσματα), ο έτερος καθηγητής.
-Τέλος θα πρέπει να διαβιείς σε υγρό περιβάλλον, συμπληρώνει και ο υπόλοιπος επιστήμων.
      Ακολουθεί μια 2ωρη ανταλλαγή απόψεων, των επιστημόνων στο γραφείο καθηγητών και βγαίνοντας του ανακοινώνουν την τελική τους κρίση, για το πως πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
-Στενή καθημερινή παρακολούθηση στο εργαστήριο, ραδιοϊσότοπα, φαρμακευτική αγωγή, αξονική και μαγνητική τομογραφία κάθε 10 ημέρες και λουτρά ιωδίου 2 φορές τη μέρα.
      Ο Τάκης σηκώνεται, τους χαιρετάει δια χειραψίας και :
-Γεια σας κύριοι και σας ευχαριστώ για την επιστημονική βοήθεια που μου προσφέρατε. Θα όλα αυτά λάβω υπόψη και θα πορευτώ στην υπόλοιπη ζωή μου.
      Μια τελευταία βοήθεια παρακαλώ κύριε καθηγητά της Γεωπονίας. Ποιο είναι το πιο αποτελεσματικό Ζιζανιοκτόνο, το οποίο να εξοντώνει το παράσιτο φυτό και να μη βλάπτει τον ξενιστή; (το σώμα από το οποίο τρέφεται απομυζώντας το, το παράσιτο).
-Ε…Ε…είναι το ΖΙΛΙΝΟΛ, πως δεν το σκεφτήκαμε ρε παιδιά; θέλω να πω αξιότιμοι κύριοι συνάδελφοι;
      Το επόμενο διάστημα οι ισχυρές δόσεις ΖΙΛΙΝΟΛ, στο σώμα του Τάκη, άρχισαν να επιδρούν και να εξαφανίζουν τα φυτικά όργανα και τη χλωροφύλλη από το δέρμα, ενώ οι ακόμη ισχυρότερες δόσεις του ίδιου ζιζανιοκτόνου ξεπάστρεψαν εντελώς καλλωπιστικά, κηπευτικά και γενικά κάθε φυτικό ίχνος.
      Ο κήπος του κακού μετατράπηκε σε γήπεδο μπάσκετ και οι περαστικοί έβλεπαν ένα φυσιολογικό Τάκη να προπονεί και να παίζει με τα διό χαριτωμένα παιδάκια του.



                                ΤΕΛΟΣ

                                  Ζήτω η τρέλα            (8)




Μαύρη νύχτα στο σκοτεινό τοπίο.
Στο ψηλότερο μέρος της βουνοκορφής ολομόναχος ένας  κατασκότεινος πύργος.
Ο ουρανός σκεπασμένος με μαύρα απειλητικά σύννεφα, που αφήνουν ένα παραθυράκι απ όπου ξεπροβάλει ένα κίτρινο ολόγιομο φεγγάρι.
Αστραπές σχίζουν τον ορίζοντα και μοιάζουν με μαχαιριές που καταφέρνουν θανάσιμα κτυπήματα στον πύργο, που φωτίζεται μ ένα παράξενο μίγμα μωβ και κίτρινου, απ τις αλλεπάλληλες φωτομαχαιριές.
Ένας εφιαλτικός άνεμος λυσσομανά και παρασύρει σκιές και ελπίδες στο άπειρο....
Οι επισκέπτες βρίσκονται στο μεγάλο κόκκινο σαλόνι, μαζεμένοι και με τις μεγάλες σκιές τους συντροφιά, που σχηματίζονται από λίγα σπαρματσέτα που βρέθηκαν, μετά τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, απ την πρωτοφανή καταιγίδα.
Δεν ακούγεται παρά η συριστή στριγγιά του μανιασμένου αέρα, και ακολουθεί ένας καταρράχτης νερού, που κάνει συγχορδία τρόμου στις ήδη βαριές καρδιές των καλεσμένων.
Όλοι είχαν την ίδια πρόσκληση:
"Είστε φιλοξενούμενος του Κόμη Ντι. στον Πύργο των Ανέμων, το Σάββατο 12μμ"
Θα ήταν αγένεια και έλλειψη περιέργειας να απουσιάσει κανείς, ειδικά οι προύχοντες, από μια τέτοια εκδήλωση.....
Είχαν φτάσει πριν από μισή ώρα ο πρώτος και ακολούθησαν οι υπόλοιποι, τους υποδέχτηκε ο γέρος οικονόμος και τους οδήγησε στη μεγάλη σάλα του Πύργου, όπου θα τους υποδεχόταν  στις 12 ακριβώς ο οικοδεσπότης Κόμης.
Η μυστηριακή ατμόσφαιρα και η καταιγίδα φόρτισαν τη διάθεση των επισκεπτών, που κάθονταν σαν αγάλματα στις κόκκινες με το χρώμα του αίματος πολυθρόνες.
Το μεγάλο ρολόι του Πύργου χτύπησε 12 φορές, κάθε χτύπημα συνοδεύονταν από μια αστραπή κι από μια μαχαιριά φόβου στην καρδιά όλων.
Νταν....Νταν....Νταν....
Αναμονή για τον οικοδεσπότη, τώρα πρέπει να φανεί.......
Τότε...ακούστηκε το βαρύ ρόπτρο της εξώπορτας του Πύργου!
Γκλαν....Γκλαν....Γκλαν....(τρεις φορές)
Κανείς δεν κουνήθηκε απ τη θέση του, ο γέρος υπηρέτης άφαντος....
Γκλαν....Γκλαν.....Γκλαν.....(άλλες τρεις φορές)
Πουθενά ο γέρος υπηρέτης, συγχρόνως ένας παγωμένος αέρας τρόμου κυκλοφόρησε μεταξύ των καλεσμένων, οι κουρτίνες σείονται από ένα μυστηριώδες κύμα...
Παγωμάρα και αγωνία στο ακροατήριο...
Γκλαν....Γκλαν....Γκλαν.....(τρίτη και τελευταία; επανάληψη)
Ο διπλανός σκουντάει την έντρομη δεσποσύνη,
- Πες κάτι
Εκείνη τρεμάμενη
- Ποιός είναι;
Ένα ουρλιαχτό πέφτει ανάμεσα στα τρία μαζεμένα απ το φόβο κορίτσια....
Ηηηηηηη.......Μάναααααα....σουυυυυυ.....

Οι τρεις κοπέλες τινάζονται στον αέρα και οι υπόλοιποι ταρακουνιούνται, καθώς ανάβουν τα φώτα κι ο......υποφαινόμενος Γιώργος, ο γνωστός ως "βιτρίνας", αποκαλύπτεται ότι έχει βγάλει την κραυγή, για το ανέκδοτο, που με υποβλητική φωνή διηγήθηκε στους φίλους συμμετέχοντες του πάρτι.

Παρόμοιες φάρσες, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο τρομακτικές, συνηθίζαμε εκείνα τα φοιτητικά χρόνια.
Ας πάμε λίγο πίσω στη τρίτη δημοτικού, όπου ο "παχουλός" Πίπης σήμερα δικηγόρος, ο "ψηλολέλεκας" Νίκος μπασκετμπολίστας και καθηγητής γυμνασίου, ο "μουστάκιας" Αργύρης, πρώην "μαλλιάς"  ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, ο "ξανθομπάμπουρας" Τζώνης γεωπόνος- ερωτιάρης και εγώ ο "βιτρίνας" Γιώργος πολιτικός μηχανικός, σχηματίσαμε τη θανατερή ομάδα ΦΑΡΣΑΝ.
Κάναμε, βασικά φάρσες στο σχολείο, όπως:
Το κρέμασμα της κόκκινης κυλόττας της χοντροκόλας μάνας του "μουστάκια", στις βρύσες της αυλής του σχολείου με ταμπέλα "Το βρακί της Τζένης¨", που ανήκε τάχα στη γόησσα της τάξης που δεν μας καταδέχονταν....(από δυο μέρες αποβολή ο καθένας.. θρίαμβος...)
Ταμπελάκια σε πλάτες με συνθήματα πονηρά....., γράψιμο στον πίνακα με ερωτικά μυστικά συμμαθητών ή δασκάλων...., ξεφωνήματα κλπ σε άτομα στρυφνά δάσκαλους ή συμμαθητές......, βρωμόσκονη σε αντιπαθητικούς ή σε όσους δεν μας άρεσε η φάτσα..........τρύπες στα αποδυτήρια των κοριτσιών στη γυμναστική και άλλα....επαγγελματικό απόρρητο.....


Στην παρούσα ζωή τώρα, δεκαετία του 2010.
Ο μαιευτήρας φίλος μου, ο Κώστας, ενώ ντυνόταν η γυναίκα μου μετά τη συνηθισμένη εξαμηνιαία γυναικολογική εξέταση,
- Γιώργο όλα καλά, η Άννα χαίρει άκρας γυναικολογικής υγείας, ας κάνει βέβαια κι αυτές τις εξετάσεις.
- Έλα μωρέ Κώστα, όλο εξετάσεις-εξετάσεις, χάσε και κανένα ασθενή, άλλωστε θα τον ξαναβρείς στην άλλη ζωή, όλοι παρέα θάμαστε πάλι.
- Βρε αυτή η μανία σου με τη μετεμψύχωση, στο έχω πει ότι τη θεωρώ σαχλαμάρα, και έτσι να ήταν μπορεί να είσαι έντομο στην άλλη ζωή.
- Εγώ πιστεύω στην ανθρωποκεντρική μετεμψύχωση, Κώστα μου.....
- Άστα τώρα αυτά, με την ευκαιρία να σου γνωρίσω ότι ήρθε καινούργιος μικροβιολόγος στη κλινική μας και μάλιστα συνέστησα στη γυναίκα σου να κάνει σ αυτόν τις εξετάσεις.
Είναι ένα νέο παλικάρι πολύ καλός στη δουλειά του, μορφωμένος και κουλτουριάρης, το μόνο του ελάττωμα ότι είναι ωραιοπαθής και κάνει το γκομενάκια....
 Η τελευταία του φράση είναι ο σπινθήρας που ανάβει τεράστιες φωτιές για πυροπαθείς κορτάκηδες, απ το φλογοβόλο "ΦΑΡΣΑΝ".
Ο σπινθήρας γιγάντωσε όταν η γυναίκα μου μου είπε ότι την φλέρταρε στο ιατρείο του.
Ολέθριο σφάλμα του.
Δεν ξέρω πως μου ήρθε και αποφάσισα να συγκαλέσω την ομάδα, διότι άλλωστε ανέκαθεν.... οι αντιπαθητικοί κορτάκηδες, ήταν ο πρώτος στόχος της ομάδας μας.....

Είχαμε χαθεί , τα μέλη της ομάδας, μετά το πανεπιστήμιο και το στρατό, εκτός ορισμένων επί μέρους αποσπασματικών φαρσών μερικών από μας, και να που με δική μου πρωτοβουλία θα ξαναβρεθούμε τώρα επαγγελματίες και οικογενειάρχες μεσήλικες σχεδόν....
Ήμουν σίγουρος για την ανταπόκριση, αλλά δεν περίμενα τέτοια άμεση και ενθουσιώδη αποδοχή.
- Παρατάω την κηδεία κι έρχομαι...., ο "μουστάκιας"
- Τέτοια γκομενάρα που έχω ραντεβού δε θα ξαναβρώ, ρε "βιτρίνα" να τη φέρω μαζί;
- Απαγορεύεται φουστάνι στη ΦΑΡΣΑΝ, το ξέχασες "ξανθέ";
- Τι τον θέλεις τον Πίπη, έχει αύριο δικαστήριο, δεν πιστεύω ν αρχίσετε πάλι τις βλακοφάρσες σας; η ερίτιμη σύζυγος του "παχουλού", ο οποίος της παίρνει απ τα χέρια το τηλέφωνο και..
- Μην την ακούς αρχηγέ "βιτρίνα", οι ήρωες πεθαίνουν πρώτοι, θα υποστώ την παντούφλα προς τιμή της μεγάλης ΦΑΡΣΑΝ....
Το ραντεβού μας ήταν στο νέο μπαράκι "Ο αχτύπητος", που όπως πρότεινε ο ¨μουστάκιας" και αποφασίσαμε ομόφωνα, θα γινόταν το νέο μας στέκι.
Σύμφωνα με το  πρωτόκολλο, πήρα το λόγο και αφού έκανα μια αναδρομή στα παλιά, για το λόγο που σχηματίστηκε η ΦΑΡΣΑΝ, σαν διώκτης του κιτς και των σφικτόκολων τύπων, συνέχισα με την ασυγχώρητη αδράνεια τόσου νεκρού διαστήματος απραξίας, με την λανθασμένη πορεία που πήραν οι ζωές μας λόγω παντρειάς και δημιουργίας τερατακίων, και κατέληξα με μια ευχή την οποία φωνάξαμε όλοι μαζί δυνατά:
- Κάτω οι γυναίκες και οι κορτάκηδες!
Παρά την περίεργη ατμόσφαιρα που δημιουργήσαμε στο μπαρ, και που με ένα προκαταβολικό γαλαντόμο πουρμπουάρ......διόρθωσε ο "παχουλός", απτόητος ξεκίνησα να εκθέτω το τρομερό σφάλμα ενός φίλου του φίλου μου μαιευτήρα, ενός κορτάκια ωραιοπαθή μικροβιολόγου.
Τον λόγο πήραν με τη σειρά όλα τα "παιδιά" και ο καθένας πρότεινε φαρσώδη τιμωρία πολύ σκληρή.
Ακούστηκε για πασάλειμμα του πόμολου του ιατρείου του με σκατά!  Άλλος πρότεινε επίθεση ηλεκτρονική με ιούς τελευταίας κυκλοφορίας, άλλος συνέστησε να συλληφθεί και να του γίνει κλύσμα, ο τέταρτος πρότεινε αυτοκόλλητα στο αυτοκίνητο και το σπίτι με πονηρό γκέι περιεχόμενο.....
Εγώ, μετά από σκέψη έριξα την ιδέα του παιγνιδιού "μετεμψύχωση", που είχαμε εφαρμόσει στο παρελθόν και ο αποδέκτης πήγε στο Δαφνί.
Η πρόταση έγινε ενθουσιωδώς δεκτή, με ουρανομήκεις ζητωκραυγές, που αυτή τη φορά ο λαδωμένος με πουρμπουάρ μπαράκιας, έκανε ότι δεν άκουσε....

Η ανάθεση τομέων εργασίας έγινε με τον πλέον επιστημονικό τρόπο, της μοντέρνας ντετεκτιβικής.
Ο "παχουλός" ανέλαβε την παιδική ηλικία του μικροβιολόγου, τον οποίο από δω και στο εξής θα αποκαλούμε θύμα, για λόγους δεοντολογίας και μυστικότητας.
Ο "μουστάκιας" ανέλαβε την φοιτητική περίοδο του θύματος.
Ο "ξανθομπούμπουρας" ανέλαβε την στρατιωτική θητεία και την επαγγελματική διαδρομή.
Εγώ, σαν αρχηγός και "βιτρίνας", θα ήμουν το εκτελεστικό όργανο...

Δεν ξέρω πως τα κατάφερα, μέσω της γυναίκας μου (εν αγνοία της φυσικά, γιατί ο πρώτος νόμος της ΦΑΡΣΑΝ απαγορεύει την εμπλοκή φουστανιού...)
και των μικροβιολογικών εξετάσεων που ζήτησε απ το "θύμα" να τις δουν μαζί στο γραφείο του φίλου μου του μαιευτήρα, και έτυχε να περνάω κι εγώ από κει...,.
- Οι εξετάσεις, όπως θα δει κι ο γυναικολόγος σας, κυρία....είναι άριστες, με μια μικρή επιφύλαξη στην ουρία, προσέξτε τη διατροφή σας.
- Συμφωνώ κι εγώ, με το συνάδελφο, α να κι ο Γιώργος, πως από δω;
- Πέρναγα γυρίζοντας απ το υπουργείο και θυμήθηκα ότι θα ερχόταν η Άννα και είπα
  να την γυρίσω σπίτι με το αυτοκίνητο.
- Να σας συστήσω, ο γιατρός Τάκης Παπανίκος μικροβιολόγος και ο Γιώργος ο φίλος
  μου σύζυγος της Άννας.
- Χαίρω πολύ
- Κι εγώ χαίρομαι, αλλά κύριε Τάκη, σαν γνωστός μου φαίνεστε.
- Εγώ πρώτη φορά σας βλέπω...
- Έχετε πάει στο Άγιο όρος;
- Ναι αλλά τι σχέση έχει;
- Ήμασταν μαζί καλόγεροι εκεί στη μονή ….
- Κάνετε λάθος, δεν ήμουν ποτέ καλόγερος.
- Ίσως σε μια άλλη ζωή;……
- Τι λέτε;
- Να σε ενημερώσω Τάκη, ο Γιώργος είναι φανατικός της μετεμψύχωσης και μάλιστα στο παρακλάδι της ανθρωποκεντρικής μετεμψύχωσης, σε άλλο επίπεδο, εξηγεί ο Κώστας.
- Ναι κύριοι, πιστεύω στην ανθρωποκεντρική μετεμψύχωση, όπου θα είμαστε οι ίδιοι και θα ζούμε μαζί, σε άλλο επίπεδο, αλλά θα γνωριζόμαστε και θα γνωρίζει ό ένας όλα για τον άλλο. Είναι η Ράνα μετεμψύχωση, του Γκουρού Ράνα Βάγκελ, που θεωρεί αιώνια ψυχική διασύνδεση των ατόμων που έχουν συνδεθεί πολύ σε μια ζωή....
- Μένω έκπληκτος, πολύ ενδιαφέρον, αλλά εγώ δεν πιστεύω, ο Τάκης
- Δεν πειράζει, (συγκαταβατικός εγώ), αλλά σκέψου μήπως θυμηθείς, μονή….με
  ηγούμενο τον πάτερ Θεόκλεκτο, τον άγριο.
- Χα, δεν σας πιστεύω, δεν πρέπει να είστε στα καλά σας, αλλά δεν πειράζει, εγώ
  πρέπει να φεύγω, χάρηκα για τη γνωριμία.
- Γεια σου Τάκη, χαιρετισμούς στη Ντόρα (θα σου δείξω εγώ, που δεν είμαι στα καλά
  μου, ακούς θράσος ο κορτάκιας;)
- Που την ξέρετε τη Ντόρα; ούτε στον Κώστα δεν έχω πει γι αυτήν.
- Πολλά ξέρω, αλλά δεν πειράζει, αν ζούσε και ο θείος Μέμος…….
- Άλλο πάλι αυτό, που ξέρετε για τον θείο, αυτός έχει πεθάνει πριν από 30 χρόνια…
- Άφησε όμως κάτι καλό στην Πάρο ε;
- Θεέ και κύριε, ξέρετε απίθανα πράγματα, πως, από πού;
- Είπα ξέρω πολλά, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά, γεια σας τώρα…
Απομακρυνθήκαμε με την γυναίκα μου και από μέσα μου κάγχαζα….Χα….Χα….κουτέ!
Είχα ψήσει το αρνάκι και τώρα δεν μένει παρά να περιμένω να έρθει να μπει στο φούρνο μόνο του.
Δεν περίμενα πολύ, το ίδιο βράδυ...
Ντριν...Ντριν
- Ορίστε
- Κύριε Γιώργο εσείς;
- Ναι ποιός είναι (κατάλαβα αλλά κάνω την πάπια)
- Είμαι ο Τάκης ο μικροβιολόγος
- Α, ναι ο φίλος του Κώστα, συμβαίνει κάτι με τις εξετάσεις της γυναίκας μου (καλό!)
- Όχι, μην ανησυχείτε, για άλλο σας πήρα
- Ναι, σας ακούω
- Να, συγνώμη που ενοχλώ, αλλά κάτι που είπατε χθες στο ιατρείο του Κώστα μου δημιούργησε πολλές απορίες και ήθελα να σας παρακαλέσω να βρεθούμε (όπα) και να συζητήσουμε λίγο γι αυτά, αν δεν σας κάνει κόπο.
- Ευχαρίστως Τάκη, με χαρά θα συζητήσω μαζί σου το θέμα αυτό, στο οποίο εγώ πιστεύω βαθιά. Κοιτάξτε, έχω ένα στέκι, το μπαρ "Ο αχτύπητος", γωνία Γκύζη και Βαλτινών, αν θέλεις και μπορείς εγώ θα είμαι εκεί από τις 8 και 30.
- Ωραία, θα έρθω και ευχαριστώ για την ανταπόκριση...
Έπεσαν τα σχετικά τηλέφωνα και στήθηκε το παιχνίδι.
Φτάνω 8 και 32 και βρίσκω τον Τάκη(όπως περίμενα) καθισμένο σε ένα τραπεζάκι στο βάθος του μπαρ, κάνω ότι δεν τον βλέπω και πάω στο τραπέζι όπου κάθονται ο "μουστάκιας" και ο "ξανθός".
Κάθομαι και σχεδόν αμέσως έρχεται κοντά μου ο Τάκης, και με παράκλησή του τον ακολουθώ στο τραπέζι του.
Μετά τα προκαταρτικά, μπαίνει στο θέμα:
- Μου εξήψατε την περιέργεια κύριε Γιώργο, με την πίστη σας στη μετεμψύχωση, αλλά ομολογώ περισσότερο με τη γνώση σας για προσωπικά μου θέματα, πως συμβαίνει αυτό;
- Όπως σας είπα, είμαι πιστός της ανθρωποκεντρικής μετεμψύχωσης, όπου θα είμαστε οι ίδιοι και θα ζούμε μαζί, σε άλλο επίπεδο, αλλά θα γνωριζόμαστε και θα γνωρίζει ό ένας όλα για τον άλλο, σε μια αιώνια ψυχική διασύνδεση των ατόμων που έχουν συνδεθεί πολύ σε μια ζωή....
Έτσι λοιπόν, επειδή είμαστε πολύ συνδεδεμένοι στη μονή Πετρίτη του Αγίου Όρους, διατηρείτε η σύνδεση αυτή. Για να μη νομίζετε ότι είναι λόγια, θα σας αναφέρω μερικά στοιχεία της ζωής σας.
Μικρός είχατε μια μαύρη γάτα, ονόματι Μπέλα. Σε ηλικία 19 ετών μαλώσατε με τον πατέρα σας και πιάσατε δωμάτιο στο Παγκράτι. Στο στρατό φάγατε φυλακή 5 μέρες, γιατί ειρωνευτήκατε τον αξιωματικό εφόδου στη σκοπιά. Επειδή πέφτουν τα μαλλιά σας φοράτε περουκίνι..
Θέλετε κι άλλα, ρωτήστε με.
- Κοντεύω να τρελαθώ, πως είναι δυνατόν! Αλλά εξακολουθώ να αμφιβάλλω γιατί είπατε ότι όλοι θα γνωρίζουμε τα πάντα για τους άλλους, εγώ όμως δεν γνωρίζω τίποτα για σας, άρα κάτι δεν πάει καλά...
- Εξακολουθείτε να αμφιβάλλετε, θα σας θυμίσω ότι η γιαγιά σας σας αποκαλούσε Τακάκι και πριν πεθάνει κάλεσε μόνο εσάς στο δωμάτιο του νοσοκομείου... Όσο για τη δική σας άγνοια των δικών μου προσωπικών στοιχείων, είναι θέμα λίγου καιρού να σας έρθουν στο νου, έτσι συμβαίνει πάντα στην αρχή.
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει το τραπέζι μας "ο παχουλός", που μόλις είχε μπει στο μπαρ, με χαιρετάει και απευθυνόμενος στον Τάκη:
- Γεια σου Τάκη, είμαι ο Πίπης ο κολλητός σου στο μοναστήρι, όταν με θυμηθείς έλα πάλι από δω να τα πούμε.
Άλλη κεραμίδα για το φίλο μας, ανοιχτό στόμα πειρασμός για μύγες......
Ήρθε και η ώρα για το μοναστήρι, μετά από μερικά ουίσκι, που ήταν μέσα στο πρόγραμμα....
- Πέστε μου για το μοναστήρι.....
- Είμαστε 18 καλόγεροι στη μονή......κι εσύ μοιραζόσουν το ίδιο κελί με τον Πίπη, γιατί ο ηγούμενος ήθελε να τον προσέχεις να μην πίνει, γιατί είχε έρθει στο μοναστήρι μας για αποτοξίνωση . Μάλιστα ο ηγούμενος είχε πάρει όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και του είχε αφήσει μόνο ένα ξύλινο σταυρό και τα ράσα.
- Γιατί;
- Ο ηγούμενος Θεόκλεκτος, ήταν βαθιά θρησκευόμενος και πολύ αυστηρός με τα εγκόσμια, γι αυτό έπρεπε όλοι μας να μη έχουμε επαφή με τον έξω κόσμο, μάλιστα είχε βρει ένα ραδιοφωνάκι σε έναν άλλο μοναχό και μπροστά σε όλους στη βραδινή προσευχή το πάτησε με το παπούτσι και το έλιωσε.
Μια άλλη φορά έβαψε κόκκινα τα παπούτσια μας, για να μη μπορούμε να το σκάσουμε τα βράδια και πολλές φορές μας κλείδωνε στα κελιά με ένα κομμάτι τυρί και καρπούζι.
Θα τα θυμηθείς Τάκη και θα γελάμε.
- Και πως φύγαμε απ το μοναστήρι, και πως τώρα είμαστε διαφορετικοί;
- Μην ξεχνάς ότι η περίοδος του μοναστηριού ανήκει στην προηγούμενη ζωή μας, αφού αφήσαμε την τότε ζωή, πρώτα εγώ σε ηλικία 85, μετά ο Πίπης ο κολλητός σου και υποθέτω ότι δεν άργησες κι εσύ. Τώρα είμαστε σε μια καινούργια ζωή και ας τη χαρούμε χωρίς μεμψιμοιρίες, αλλά με γνώση του πεπρωμένου μας (τι σου είμαι, στα λόγια)
Απέναντί μου είχα έναν ανοιχτοστόμη χάχα, ένα έτοιμο μισοπάλαβο θύμα. Ακούς να με ειρωνευτεί ότι δεν είμαι στα καλά μου!
Περιττό να προσθέσω, ότι την κατάσταση επιβάρυναν οι τυχαίες επισκέψεις των άλλων μελών του ΦΑΡΣΑΝ στο τραπέζι μας με εκλεκτικά στιγμιότυπα της ζωής του Τάκη.
Όταν έφυγε σαν ζαλισμένο κοτόπουλο απ τις αποκαλύψεις και τα 6 ουισκάκια, η αλήθεια είναι ότι τον λυπήθηκα και άρχισα να σκέφτομαι την ...Αποκάλυψη και τα γέλια που θα κάνουμε όλοι μαζί....
Τον αφήνω όμως να τσιγαριστεί λίγο ακόμη.....

Είχαν περάσει 4-5 μέρες και ο Τάκης δεν είχε δώσει σημεία ζωής, ανήσυχος μήπως είχε κανένα ψυχιατρικό επεισόδιο, ρώτησα το φίλο μου τον Κώστα
- Ρε μαιευτήρα της δεκάρας, τι γίνεται ο φίλος σου ο μικροβιολόγος;
- Δεν τον είδα τις τελευταίες μέρες και έμαθα ότι έχει άδεια.
Ανησύχησα πραγματικά για την ψυχική του υγεία και αποφάσισα να οργανώσω την τελετή αποκάλυψης, η οποία θα γινότανε στο μπαράκι μας.
Κόντευα να τελειώσω τις προσκλήσεις και το κλείσιμο του μπαρ, γιατί δεν ήθελα ξένο κόσμο, μην τον κάνουμε τον άνθρωπο περισσότερο ρεζίλι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο σε ρυθμό Τάκη..
- Καλημέρα Γιώργο, Τάκης εδώ
- Γεια σου Τάκη, τι γίνεσαι, χάθηκες, μήπως άρχισες να θυμάσαι αυτά που τα είπαμε;
- Κάτι άρχισα, αλλά καλύτερα να τα πούμε από κοντά, θα είσαι απόψε στο μπαρ;
- Αφού το θέλεις θα είμαι, θα τα πούμε εκεί.
Σύμπτωση να τηλεφωνήσει ενώ είχα κανονίσει την τελετή, ωραία μας βολεύει.

Στις 8,30 ήμασταν όλοι καθισμένοι, ο "μουστάκιας", ο "ξανθομπούμπουρας", ο "παχουλός", ο "ψηλολέλεκας", εγώ και ο μαιευτήρας φίλος που του είχα εκμυστηρευτεί το παιγνίδι και είχε κάνει πολύ γέλιο.
Όλοι έτοιμοι για το κλείσιμο της αυλαίας.
Νάτος και το "θύμα", συγνώμη ο Τάκης
- Καλώς τον, κάτσε, μήπως θυμήθηκες τίποτα απ αυτά που είχαμε συζητήσει, πρέπει να έχει ωριμάσει η μνήμη σου...
- Ναι θυμήθηκα όσα μου είπατε, και μερικά ακόμη, βλέπω είναι κι ο γιατρός εδώ, ευχάριστη έκπληξη. Σας έχω και εγώ όμως μια άλλη ευχάριστη έκπληξη...
Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκα, πολύ σιγουριά βλέπω....
- Ιδού η έκπληξή μου, ( και μας δείχνει έναν ψηλό γεροδεμένο μεσήλικα που μόλις μπήκε στο μπαρ, ντυμένο με φόρμα...)
Σας παρουσιάζω το γνωστό σας  ηγούμενο Θεόκλεκτο, τον θυμήθηκα και τον βρήκα, είναι σήμερα τεχνικός αυτοκινήτων, αλλά στην προηγούμενη ζωή ήταν ο άγριος ηγούμενος, όπως μου τον περιγράψατε....
- Γεια σου Γιώργο, που τότε ήσουν προβατάκι και τώρα επιστήμων πολιτικός μηχανικός, θυμάσαι την γειτόνισσά σου τη Λένα; το πρώτο φλερτ σου;
- Γεια σου Πίπη, δικηγόρε παρ Αρείω Πάγο, που σε μεγάλωσε η μαμά σου με ζαχαρούχο γάλα μάρκας Ολλανδέζα.
- Γεια σου ψηλολέλεκα Νίκο καθηγητή γυμνασίου, που πουλήσατε εκείνο τον αγώνα μπάσκετ με τον Αμύντα κι έπεσε κατηγορία η Καλλιθέα.
- Γεια σου Αργύρη, που έχεις στο γραφείο κηδειών, ολόκληρη κάβα λαθραίων ποτών και μια σχέση εξωσυζυγική ονόματι Λένα.
- Γεια σου Τζώνη γεωπόνε, που πουλάς φάρμακα ληγμένα και ελαττωματικούς σπόρους στους γεωργούς
Ρε παιδιά δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι οι πιο επιμελείς μοναχοί μου, εκτός απ τον Πίπη τον αλκοολικό, θα είχαν τόσο περίεργη εξέλιξη στην επόμενη ζωή τους...
Προσπάθησα, μάλιστα με βγάλατε και παρατσούκλι άγριος, να σας κάνω χρήσιμα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας στις επόμενες ζωές σας και βλέπω ότι εν πολλοίς τα κατάφερα.
Είχα βέβαια και προβλήματα τότε στο μοναστήρι, αφού μ ένα ραδιοφωνάκι παράνομο που κατέσχεσα από ένα κελί, και για παραδειγματισμό το πάτησα με το πόδι και το έλιωσα την ώρα της προσευχής, με τιμώρησε ο θεός και πρήστηκε το πόδι μου και όπως θα θυμάστε έμεινα τρεις μήνες στο νοσοκομείο της Ουρανούπολης και με επισκεπτόσασταν. Θυμάστε; και έμαθα ότι δυο από σας μετά την επίσκεψη στο νοσοκομείο είχατε πάει σινεμά και όταν γύρισα στη μονή σας τιμώρησα με αποκλεισμό από την προσευχή για τρεις μέρες; Θυμάστε;

Χείμαρρος ο...ηγούμενος και όλοι εμείς σαστισμένοι και χαμένοι στη μετάφραση.....
Τι εξέλιξη; Τι κεραμίδα; Κοροιδεύαμε και παίζαμε με τη μετεμψύχωση και τώρα αυτή ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μας....
Έχουμε μπροστά μας, με σάρκα και οστά το φάντασμα του ήρωα του παραμυθιού μας, το Θεόκλεκτο αυτοπροσώπως.....
Ο άγριος ηγούμενος της φάρσας μας, στέκεται ολοζώντανος μπροστά μας και συνεχίζει από εκεί που τελειώσαμε τα παραμύθια μας, μαζί με μυστικά της τωρινής (ποιάς άλλης;) ζωής μας.

Ενώ συνέχιζε να ρητορεύει ο...Θεόκλεκτος, εμείς αρχίσαμε τις απώλειες....
Ο Πίπης και ο Τζώνης ζήτησαν ένα μπουκάλι ουίσκι και το έβαλαν μπροστά τους...
Εγώ είχα γύρει πίσω στον καναπέ και είχα κλείσει τα μάτια προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ.
Ο Νίκος έκανε απελπισμένα νοήματα σε μένα ρωτώντας τι είναι αυτά.....
Ο Αργύρης σταυροκοπιόταν συνέχεια και έφτυνε στον κόρφο του....
Ευτυχώς δεν είχαμε λιποθυμίες και καρδιακά επεισόδια, είχαμε όμως 5 τύπους στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, έναν μαιευτήρα να έχει μεταβληθεί σε πελώριο ερωτηματικό, έναν Τάκη να απολαμβάνει τη διήγηση ανέκφραστος και έναν.....μηχανικό αυτοκινήτων-ηγούμενο....ο οποίος με ύφος θρησκευτικού ταγού, ρητόρευε για το μοναχικό αγνό παρελθόν και το αμαρτωλό παρόν.

Τελικά ο Τάκης δεν πήγε στο τρελοκομείο, ούτε κι εμείς στο Δαφνί, παρότι φτάσαμε μέχρι τα σκαλιά του.
Ο μικροβιολόγος έδωσε τόπο στην οργή, λυπήθηκε τα ρεμάλια στην κατάστασή τους, στην οποία κι εκείνα είχαν φέρει αυτόν και....
στην τελετή αποκάλυψης, που με τόσο ενθουσιασμό είχα ετοιμάσει, έκανε τη δική του Αποκάλυψη....
Εκείνο το βράδυ, μετά το δούλεμα, που του είχαμε κάνει στο μπαρ, συνέχισε για ένα τελευταίο απεγνωσμένο ποτό στο μπαρ της γειτονιάς του και εξομολογήθηκε στον φίλο του ντετέκτιβ, που έτυχε εκεί, τη συμφορά του.
Αυτός, πονηρός εξ επαγγέλματος, κατάλαβε, τον καθησύχασε, πήρε τα ονόματα των "καλόγερων", ερεύνησε ντετεκτιβικά και έστησαν το δικό τους παιγνίδι μετεμψύχωσης.....

- Άκουσε «βιτρίνα» Γιώργο, να διαλύσετε τη βλακοΦαρσαν και ούτως ή άλλως ο Πίπης δεν ξανάρχεται στην παρέα σου, με απείλησε τηλεφωνικά η μέγαιρα γυναίκα του.
Βλέπω με τη φαντασία μου πίσω της τον Πίπη, να κάνει με την παλάμη στη μύτη τη γνωστή χειρονομία "τραλαλά" και να μου κλείνει το μάτι........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου