Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ





ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ





ΑΘΗΝΑ 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ





2η σελίδα

Έργα του ιδίου

………………………………………
                                                                           ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΙΡΗΝΗ»

«Τα δικά μου» Ποιητική Συλλογή, 2005
«Πορτραίτα» Αυτοβιογραφικό  Μυθιστόρημα, 2006
«Σκαραβαίος»  Διηγήματα, 2007
«Σκαραβαίος» Θεατρικό  Σενάριο, 2007
«Πρόσωπα» Διήγημα, 2008
«Διάττοντες αστέρες» Διηγήματα, 2008
«Τα δικά μου μετά» Ποιητική συλλογή
 «Η Συνέντευξη»  Διήγημα, 2009
«Κβάμε Πιανίμ» Διήγημα, 2009
«Ο Ουρανός ανάποδα» Ιστορίες, 2009
«Φανταιζί» Παράξενα διηγήματα, 2009
«Ακτίνες Λέιζερ» Ποιητική συλλογή 09
«Τα παλιά μου» Ποιητική συλλογή 2009
«Τα κανόνια» Διηγήματα 2010
«Τα μαργαριτάρια δεν είναι πάντα αληθινά» Διηγήματα 2010
«Άπιαστα όνειρα» Διηγήματα 2011
«Δεύτερη ευκαιρία» Διηγήματα 2011
«Καρδιές στο φεγγάρι» Διηγήματα 2011
«Σαν όνειρο» Διηγήματα 2011






3η σελίδα

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  1. Μάνα
  2. Ακούς.
  3. Ανεμίζω.
  4. Αφουγκράζομαι
  5. Για δες.
  6. Γιορτή
  7. Είναι κάποιες φορές.
  8. Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
  9. Ειρήνη
  10. Εκτός υπηρεσίας
  11. Εξάρχεια 1950
  12. Επέλαση νεοβαρβάρων.
  13. Επιστημονική φαντασία
  14. Επιστροφή από το μέλλον.
  15. Ερωτας.
  16. Εσύ
  17. Ζωγραφιά
  18. Η ώρα του χωρισμού.
  19. Θα δεις.
  20. Θάρθεις και θάναι αργά
  21. Καφενείο στο χωριό
  22. Κι αν είσαι.
  23. Κλόουν
  24. Μαστίγιο
  25. Μπριτζ.
  26. Ξεθωριασμένη φωτογραφία.
  27. Όταν









                              
                                   Μάνα



Σε βλέπω καθισμένη, στον καναπέ να πλέκεις
Την κουβέρτα της εγγονής σου,
Γιαγιά στα μάτια, αργές κινήσεις,
Κουρασμένο σώμα, άσπρα μαλλιά…

Στο νου μου έρχεσαι ομορφονιά,
Γεμάτη νεύρο και ζωντάνια στις κινήσεις,
Μαύρα κορακίσια μαλλιά και μάτια γαλανά,
Ερωτευμένο βλέμμα του πατέρα…

Δύσκολα μια ζωή τα οικονομικά,
Πεθερικά με χίλιες απαιτήσεις,
Σπίτι μικρό, σχολεία, δεύτερη δουλειά,
Σου κλέψανε τη χάρι, τη δροσιά, σε γεράσανε…






















                                       Ακούς


Ακροατής πρέπει να είσαι στωικός, ακούς,
τοις κείνων ρήμασι και αναγκαστικής πειθούς,
να είσαι πάντα στην πρίζα, ακούς,
έτοιμος και να πεθάνεις γι αυτούς.

Τη μαύρη συνείδηση άκουσε,
στις εντολές του αφεντικού υπάκουσε,
το χρήμα που σου προσφέρουν γράπωσε,
την προσωπικότητά σου ταπείνωσε.

Έτσι θέλει ο άρχοντας, ακούς,
μην τολμάς ποτέ να παρακούς,
είσαι ένας καραγκιόζης στα χέρια του, ακούς,
φόρα τους μεγεθυντικούς φακούς,
για να τον δεις μεγάλο, ακούς,

Είναι μια μύγα ο μεγάλος, άκουσε,
παρ τη μυγοσκοτώστρα και τσάκισε
το βλαβερό έντομο κι ελευθέρωσε
τον εαυτό σου κι εμένα, άκουσε.

Ζήσε επιτέλους σαν άνθρωπος, ακούς,
βάλε στο ράφι τους σπουδαίους, τους κακούς,
άστους να τρων χαβιάρι κι αστακούς,
μια μέρα φρόντισε να τους σταθούνε στο λαιμό, ακούς.

Επιτέλους τις άνωθεν εντολές παράκουσε
και την επίθεσή σου μυστικά οργάνωσε,
μη σε πάρουν είδηση, άκουσε,
κι όταν πάρεις το σύνθημα παλούκωσε.

Αγραμματοσύνη, ανεργία, πείνα, ακούς,
σ ανοίξαν του Αιόλου τους ασκούς,
σε υποχρεώσαν σ ασκήσεις λιμοκτονίας, ακούς,
φοβούνται μόνο αγώνες ιδεολογικούς και μαζικούς.

Τις προσταγές της μοίρας σου άκουσε,
τα Κολωνάκια και τα Ψυχικά ερήμωσε,
τα παιδιά απ τα ναρκωτικά ελευθέρωσε,
τη μέλλουσα δόξα σου στεφάνωσε.

Άκουσε, φωνές από παντού, ακούς.


                          

                              Ανεμίζω.



Την ελπίδα στης καρδιάς τα παρτέρια, με ιδέες… ποτίζω,
για να δώσει βλαστάρι και άνθη και καρπούς… φροντίζω,

να στερέψω το κλάμα, να λιώσω τους πάγους… πασκίζω
και με ύμνους στον άνθρωπο και με δόξα στη φύση…σφραγίζω,

απ το είναι μου βγάζω ότι πολύτιμο έχω, αγάπη…δανείζω,
το σκοτάδι στην πόρτα μου, στη γειτονιά μου… φωτίζω,

τις πανάκριβες γούνες, τις αφίσες του τρόμου…ξεσκίζω,
με πανανθρώπινους έρανους και όρκους, τα παιδιά της Μπιάφρας…σιτίζω,

με το στίχο σημαία μου και την πένα για όπλο, την εκμετάλευση…λυγίζω,
τα χιλιάδες λάβαρα του Τσε Γκεβάρα, του Αλιέντε…ανεμίζω…
























                          Αφουγκράζομαι



Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού    αφουγκράζομαι,
Απ τον τρελό χορό της Άνοιξης    συναρπάζομαι,
Μια αιώνια αρμονία στις σχέσεις των ανθρώπων,
όπως στη φύση    φαντάζομαι.

Στη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη συνείδηση    δοκιμάζομαι,
Να πετύχω το τέλειο   βιάζομαι.

Βλέπω το άδικο και το στραβό   κι οργίζομαι,
Κι επειδή γεννήθηκα άνθρωπος   κουράζομαι.

Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού   αφουγκράζομαι….
























                             
                                       Για δες


Για δες καιρό που διάλεξε, για δες,
τώρα π ανθίζουν οι αμυγδαλιές,
που ο κόσμος ντύνεται στα καλοκαιρινά, για δες
και τα αισθήματα παθιασμένες ορδές.
ξεχύνονται στα λιβάδια, τις αυλές, για δες.

Για δες όταν ο άνθρωπος πονά, για δες,
κανενός δεν είν ευαίσθητες οι χορδές,
κουφάρι κείται στην παγωνιά, για δες,
δεν είναι το σαρκίο του επικερδές.

Όταν ο έρωτας τρυπά, για δες,
με τ αρωματικά του βέλη την καρδιά,
ο ουρανός σχίζεται στα διό, για δες
και παίρνουν οι αγγέλοι τα κλειδιά.

Ο πόθος είν αβάστακτος, για δες,
για εργασία, ειρήνη και υγεία
κι ο μικρόκοσμος ο λαικός, για δες,
είν χορτάτος απ αρρώστια και κηδεία.

Για δες καιρό που διάλεξε, για δες
να γεννηθούν μωρά καινούργια, για δες,
ν ανθίσει η ελπίδα στις καρδιές,
να ερωτευθούν διό άσπρα περιστέρια.


















                                     Γιορτή


Κόκκινο θέλω να μου προσφέρεις
δώρο, απόψε στη γιορτή μου,
καρδιά ή τριαντάφυλλο, ή τη φωτογραφία του ΤΣΕ σε κόκκινο φόντο
κι εγώ θα σε φιλήσω και θα σ εκτιμήσω το ίδιο.

Νάρθεις λίγο πριν απ τη δύση του ήλιου,
τότε που αρχίζει ο ορίζοντας να κοκκινίζει,
φέρε μαζί και τα παιδιά,
πάρε μαζί και τις ευχές της μάνας μου και του γέρου πατέρα..

Θα σας κεράσω σοκολατάκια και χαμόγελα,
φρέσκο αεράκι και μυρωδιές απ την ανθισμένη καρδιά μου,
θα σας διαβάσω ποιήματα του Ρίτσου
και στίχους δικούς μου,

Και το βραδάκι, την ώρα που θα φεύγετε,
πασπαλισμένοι απ τη σκόνη των άστρων μου,
με το κιτρινωπό φως του φεγγαριού στο βαγόνι του τραίνου,
θα πάρετε μαζί σας τη μισή καρδιά μου
σε σχήμα μισοφέγγαρου……..















                     


                                Είναι κάποιες φορές.


Είναι φορές που σκέπτομαι κι απορώ,
αν μας κοιτάξει κάποιος από ψηλά,
θα δει έναν παραφροσύνης χορό,
ανθρώπους που δεν στέκουν στα λογικά τους καλά.

Οι μισοί άνθρωποι από πείνα πεθαίνουν
και μια μικρή μειοψηφία τρων και δεν χορταίνουν,
οι υπόλοιποι κοιμούνται ή σφυρίζουν αδιάφορα
κι αδικούνται κι αυτοί επίσης κατάφορα.

Οι λίγοι και δυνατοί κατά βούληση φωτιές ανάβουν,
με όπλα φονικά λαούς ολόκληρους αφανίζουν,
σκλάβους τους εκμεταλλεύονται και ύστερα τους θάβουν
και για τα αποφόρια μεταξύ τους ερίζουν.

Η φύση που μας φιλοξενεί, μας θρέφει, μας φροντίζει,
τον άνθρωπο υποδέχεται και τον καλωσορίζει
κι εκείνος αδιάφορος τη δέρνει, την πληγώνει,
χωρίς να σκέπτεται πως τον εαυτό του ζημιώνει.

Δέντρα φυτά, ζώα και άνθρωπος μαζί,
αποτελούν το οικοσύστημα της γης,
σα να λέμε γωνιακό είναι το μαγαζί
και οι πελάτες κακής διαγωγής.

Η επιστήμη προόδευσε και μας χαρίζει δώρα,
υγείας, επικοινωνίας και κομπιούτερ μνήμη,
ακόμα διασκέδασης, καράβια, τροχοφόρα
κι από τον άνθρωπο ζητά σωστά να κατανείμει,

Μα εκείνος τάξη δεν κοιτά,
Άλλος που έχει δύναμη, ο ίδιος όλα τα κρατά,
Κι άλλος σαν θεατής από μακριά,
φοβάται να ενοχλήσει των μεγάλων τις κοιλιές και τα ιερά.

Είναι κάποιες φορές που μου έρχεται να ουρλιάξω
και τον μακάριο ύπνο των συνανθρώπων να ταράξω,
ν ανοίξω τάφο στο κεφάλαιο με ταμπέλα « ενθάδε κείται»
και να διδάξω στα παιδιά, μορφωθείτε και ξεσηκωθείτε.





                             
























   Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.


Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
που λέει ο λαικός τραγουδιστής,
γιατί τα όνειρά σου γίνονται κομμάτια
και μένεις σκέτος οραματιστής.

Καλύτερα να χτίζεις με την πολεοδομία
σε έδαφος αρκούντως στερεό,
χωρίς παραμικρή παρανομία,
αλλιώς σε βλέπω χωρίς φως ούτε νερό.

Το ίδιο ισχύει και στην κοινωνία,
στον έρωτα, στις σχέσεις, στις σπουδές,
στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στην εταιρεία,
σε κάθε θέμα σοβαρό κι επικερδές.

Για παράδειγμα οι βάσεις στο σχολείο
είναι γραμματική και μαθηματικά,
αν δεν κατέχεις αυτό το εργαλείο
τα προσόντα θα ναι πάντα αναιμικά.

Στους φίλους αν δεν εμπνέεις εμπιστοσύνη
θα σ έχουν σαν τον άπιστο Θωμά,
θα σε δέχονται μόνο από καλωσύνη
και κανείς τους δε θα σ εκτιμά.

Στις φιλενάδες αν δεν είσαι καθαρός
και μ άλλες συγχρόνως μπερμπαντεύεις,
θα καταντήσεις εραστής ανιαρός
και κέρατα πολλά θα συσσωρεύεις.

Στο μόνο τομέα που θα πετύχεις
είναι στον εργασιακό,
όπου μεγάλο ρόλο παίζει να σαι  γλύφτης
κι ας είσαι ένα μεγάλο μηδενικό.

Γι αυτό αδερφέ κάνε επιλογές
και διάλεξε την άμμο ή τσιμέντο
μπορείς να γίνεις άνθρωπος του γες
ή άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο.


                                 Ειρήνη


Ειρήνη σ αγαπώ,
Αγαπώ τα τσιγγάνικα μαλλιά του κοριτιού μου,
Αγαπώ το κουδούνισμα του γαλατά στι έξη το πρωί,
Αγαπώ του πλήθους της Ομόνοιας τη βουή,

Λατρεύω το καυσαέριο που αφήνουν τα μικρά γιώτα χι,
Λατρεύω ένα κονιάκ στο τζάκι, ενώ έξω πέφτει βροχή.

Μ αρέσει να βρίζω τον εκφωνητή της τηλεόρασης
Για τη φτηνή προπαγάνδα και τις κοινοτυπίες,
Μ αρέσει να σχολιάζω με τους φίλους, των Υπουργών τις σοφιστείες.

Διασκεδάζω με μια βόλτα στις φωτισμένες βιτρίνες,
Συγκινούμαι από μια συναυλία του ωδείου…

Σ αγάπησα βαθειά Ειρήνη,
Πιο έντονα απ τον έρωτά μου σ εκείνη,
Περίπου όσο των παιδιών μου τη λετρεία,
Αγκαλιά με το θρύλο του Λαμπράκη στην πορεία…


  






                  Εκτός υπηρεσίας

Και να που η ώρα έφτασε την τράπεζα ν αφήσω
και την προσωπική ζωούλα μου να αξιοποιήσω,
θ αλλάξω τις συνήθειες θ αλλάξω και το ρούχο,
μονάχα μια παράκληση, μη με πείτε συνταξιούχο.

Εξω οι υπηρεσιακές φωνές, έξω και οι πελάτες,
που με τις γκρίνιες κι εντολές μου φόρτωναν τις πλάτες
έξω τα δάνεια, οι μελέτες, τα λοιπά τραπεζικά
που μου χάλαγαν το κέφι και μου σφίγγαν την καρδιά.

Μακριά θ αφήσω πίσω μου ωράρια και δεσμεύσεις
και ξεκινάω τη ζωή από καινούργιες θέσεις,
θα παίρνω το καπέλο μου, στραβά θα το φορώ
και θα γυρίζω ξένοιαστος σαν έλληνας  Ζορό.

Εκτός από την τράπεζα είχα κι άλλα τρεχάματα,
που άλλοτε ήταν για χαρές και άλλοτε για κλάματα
και φυσικά αναφέρομαι στα πολιτιστικά
και στα μεγάλης έντασης συνδικαλιστικά.

Ανακατεύτηκα με πάθος κι αγωνιστική ορμή,
μαζί με το Διαμαντόπουλο και την παρέα του Αμούτζια,
αλλά παρά τις σκληρές προσπάθειες δεν τη βγάλαμε καθαρή
κι αντί ευχαριστώ φάγαμε μια μεγαλοπρεπή μούτζα.

Στο Ταμείο υγείας επικρατούσε πιο καθαρό πνεύμα,
κινήσαμε με όνειρα για πιο υγιή δομή,
αλλά κι εδώ μας παρέσυρε το μίζερο το ρεύμα
και κουφαθήκαμε απ τους εκσυγχρονισμούς Στάμου και Μαλαμή.

Αλίμονο παλιοί αγαπητοί συνάδελφοί μου,
έχασα την παρέα σας και την υπομονή μου,
φροντίσαμε για το σύλλογο και τα συμφέροντά σας.
αλλά ελληνική αχαριστία μόλις θιγήκαν τα προσωπικά σας.

Σαν παλιού σινεμά θεαταί,
αναπολούμε τα μεγαλεία του ΣΓΕΑΤΕ,
παρέες, εκδρομές και γιορτινές εκδηλώσεις,
αλλά και πρώτοι σε απεργίες και διαδηλώσεις.

Μοίρα κακιά μας βάσκανε τους Γεωτεχνικούς
κι όλοι πάνω μας πέσαν τους φτωχούς,
μια ζωή υποστήκαμε  διώξεις κι αδικίες
και τελικά μας αφανίσανε οι συντεχνίες.




Επειδή όμως στη ζωή το δίκιο εκδικείται,
ακόμη κι αν η τράπεζα με Λάμπρου διοικείται,
βουνά θα γίνουν τ άδικα και ποταμός τα μίση
κι η αγροτιά την τράπεζα θα την εγκαταλείψει.

Κι αν ρίξανε την τράπεζα στου εκσυγχρονισμού το λούκι,
διάφοροι μανατζαραίοι και σταματούκοι,
με προσπάθεια ν αλλάξει της τράπεζας ο σκοπός,
άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλοιώς.

Αλλάξαν τα ονόματα, αλλάξαν οι ταμπέλες,
γεμίσαν τα ταμία μας πράσινες μεταξωτές κορδέλες
και φόρτωσαν δουλειά και άγχος στου προσωπικού τις πλάτες,
με άμεση συνέπεια μπάχαλο και δρόμο οι πελάτες.

Την αναπόληση τελειώνω απ τα παλιά,
με ωριμότητα πλέον και άσπρα μαλλιά,
ευτυχώς απέρχομαι πλήρης υγείας
και παρακαλώ να με προσφωνείτε όχι συνταξιούχο, αλλά εκτός υπηρεσίας.
























                          Εξάρχεια 1950


Καρδιά της Αθήνας
Χωματένιοι δρόμοι
Περίοδος πείνας
Κατοχικοί νόμοι.

Των Εξαρχείων αναπολώ τα περασμένα μεγαλεία,
Φούρνος Ζαγοραίου, μπακάλης Μενιδιάτη,
Ήταν ακόμα γειτονιά,
Χιλιοτρυπημένοι τοίχοι και χαλάσματα δώρα απ τη Γερμανία,
Και το ημιυπόγειο του Νώντα του ζωγράφου στη γωνιά…

Το διώροφο που μέναμε Οικονόμου και Τσαμαδού,
Με εσωτερική αυλή, στο υπόγειο η Σμυρνιά,
Στον πάνω όροφο έμενε ο Δήμήτρης ο Χοντρός
Και δίπλα μας η Λία η πολύφερνη νιά.

Με τον Απέργη, το Σωτήρη, τον Παρίση,
Αδύνατα κατοχικά παιδιά,
Γυρίζαμε ο ήλιος ως να δύσει,
Στου Στρέφη τις πλαγιές με τη μαθητική ποδιά.

Στο χωματένιο δρόμο παίζαμε γκαζάκια
Και δίτερμα στη μέση της Τοσίτσα,
Δεν ήταν οι γονείς μας από τζλάκια,
Ξεροκόμματο στο χέρι, διαιτητής η Λίτσα…

Το καλοκαίρι στο πάρκο του Άρεως τα απογεύματα,
Οι μάνες μας κουτσομπολιό, πλεχτό,
Παιδιάστικα πεσίματα και κλάματα και γέλια
Και τις γιορτές και Κυριακές κέρασμα παγωτό….




   











                          Επέλαση νεοβαρβάρων

Ηταν φανερό απ τις παραμονές,
σαφές προμήνυμα απ τις στατιστικές,
η εγκυμονούσα κάλπη έβγαλε λαγό,
με πετραχήλια ,της δημοκρατίας ταγό.

Περπάτημα αργό θριαμβευτικό
και στήσιμο γάλλου αριστοκράτη,
φωτογραφίες, αγκαλιές με τον κοκό,
μα να μην ξέρει η αριστερά τι η δεξιά πράττει.

      Οι νεοβάρβαροι με ύφος ταπεινό,
ξεκίνησαν να κάνουν διαχείριση
αρχίζοντας με δραστική εγχείρηση,
που όλα τά σπρωξε γιγάντιο ντομινό.

Στην Ολυμπιάδα κάνανε επίθεση,
στου δημοσίου τα έργα επικρίσεις,
κάνανε στην Ελλάδα αντιπολίτευση,
στους εαυτούς τους «ταπεινές» ηρωποιήσεις.

Μα το μεγάλο και σπουδαίο κατόρθωμά τους,
που έγραψε ιστορία στις ρουφιανιές,
η απογραφή στα χάλια οικονομικά τους,
στην Ευρώπη γι αντίποινα έδωσε λαβές.

Μεταθέσεις, απολύσεις, σε αυξήσεις ψαλιδιά,
ανεργία, κομματισμός ,συμβασιούχοι,
όλες οι ευκαιρίες για τα δικά τους τα παιδιά,
αυτοί είναι Νικητές και Τροπαιούχοι.

Στην επιφάνεια ξαναήρθαν παρελθόντος οι πληγές,
ονομασίες, αιγιαλός, συνοριακές διαφορές,
εξοπλισμοί κι εξεταστικές επιτροπές,
δυστυχώς οι οιωνοί προμηνύουν πυρκαγιές.

Ελληνα συμφεροντολόγε ψηφοφόρε άκου,
προσπάθησες να διώξεις του πασόκ ολιγαρχία
και να βρείς άλλο προστάτη, μα του κάκου,
στραβά έδωσες την ψήφο σε χειρότερη μαφία.

     
           





                Επιστημονική φαντασία

Από μικρός με το διάστημα είχα ψώνιο
κι φαντασία μου οργίαζε στο άγνωστο,
μαγεμένος από μυστικό δαιμόνιο,
να ψάχνω τα μελλούμενα, ήταν για μένα ευχάριστο.

Με άλλο μάτι έβλεπα το Φεγγάρι,
μακριά από φτηνούς ρομαντισμούς
και όταν μου μιλούσαν για τον Αρη,
μ ανάβανε  διαστημικούς καημούς.

Ο Ερμής, η Αφροδίτη και ο Κρόνος,
έγιναν χόμπι μου σε νεαρή ηλικία,
ερευνούσα την τεχνολογία ταυτοχρόνως,
ελπίζοντας να ταξιδέψω κάποτε σε μια τέτοια αποικία.

Ελλείψει τηλεσκόπιου μ αρκούσανε τα κιάλια,                                                                       η φαντασία μου μ αυτά διέσχιζε γαλαξίε
και κει στων διαστημόπλοιων τα πηδάλια
εστίαζα όλες τις μελλοντικές φιλοδοξίες.

Ήμουν πεισμένος πως υπάρχουν εξωγήινοι
και μάλιστα σε προχωρημένα κλιμάκια
κι ίσως δικοί τους είμαστε απόγονοι,
δισέγγονα απ του Άρη τα πράσινα ανθρωπάκια.

Ρουφούσα κυριολεκτικά τα δημοσιεύματα,
που αναφέρονταν σε ΟΥΦΟ και σε ΑΤΙΑ,
μ αγχώνανε μ ανάβανε τα αίματα
και για την παρουσία τους έσχιζα τα ιμάτια.

Και σήμερα πιότερο πωρωμένος,
δεν έχω πίστη, ούτε στο χρήμα, ούτε στα ράσα,
από συγγένειες τελείως ξεκομμένος,
θεωρώ αδέλφια μου μόνο τους τεχνικούς της ΝΑΣΑ.










             
                 Επιστροφή από το μέλλον


Αφού ταξίδεψα σε χρόνους και σε τόπους
κι είδα στο μέλλον την ανθρώπινη πορεία,
νοστάλγησα τους δικούς μου τους ανθρώπους
κι οδήγησα τη χρονομηχανή, πίσω στην αφετηρία

Το διό χιλιάδες τέσσερα άρχισα το ταξίδι
και έφτασα αρχικά στον τριακοστό αιώνα,
ερεύνησα την εξέλιξη στα ζωικά και φυτικά είδη,
όσον αφορά τα ήθη και της ζωής τον αγώνα.

Συνέχισα αργότερα στην άλλη χιλιετηρίδα,
να ερευνήσω αν θα υπάρχει ακόμα ελπίδα,
μα παραλίγο να μου στρίψει η ήδη στριμμένη βίδα,
απ τα παράξενα κι απίθανα που είδα.

Θεώρησα παράλογο πιο μακριά να συνεχίσω,
γιατί η νοοτροπία μας είναι της εποχής μας,
προτίμησα το μπλοκ με σημειώσεις να γεμίσω,
και να τ αφηγηθώ με ποιητικάς ρίμας.

Συμπέρασμα

Της εποχής μας άνθρωπε μην είσαι πλεονέκτης,
γιατί θα ρθεί καιρός που δεν θα επιβιώνεις,
το περιβάλλον πρόσεχε γιατί είναι ο καθρέφτης
του μέλλοντός σου, που μετά με τη ζωή σου θα πληρώνεις.

Το πνεύμα σου ανάπτυξε, με γνώσεις γέμισέ το,
σίγουρα θα  χρειασθεί υποθήκη να τ αφήσεις,
μαζί με ανθρωπιά, ένα  ζωής πακέτο,
για τις μελλούμενες γενιές που θα περάσουν κρίσεις.

Τέλος φρόντισε άνθρωπε ν αφήσεις λίγο γέλιο,
ν αποτελέσει και γι αυτούς ένα γερό θεμέλιο,
σε απογόνους μακρινούς άσε την κωμωδία,
πούναι μέχρι τις μέρες μας τ ανθρώπου η ιστορία.









                       Ερωτας


Τι είναι έρωτας !
Μήπως είναι συναίσθημα, μήπως πάθος !
ή σάμπως μια ζάλη, κατά λάθος !
             -------------------
Έρωτας είναι μια τεράστια φωτιά, 
μια υπεράνθρωπη υπέροχη σαγήνη,
ένα απίθανο φύσημα νοτιά,
μια θεική κι υπέρκοσμη ειρήνη.
             -------------------
Έρωτα μοιάζει ένα ποτάμι φουσκωμένο,
το ίδιο μια λάγνα φεγγαρόφωτη βραδιά,
έρωτα φωνάζω όταν μακριά σου πεθαίνω
και νοιώθω να χτυπά με βία η καρδιά.
              -------------------
Οι νιφάδες του χιονιού, είναι παιχνίδια του έρωτα,
ο σεισμός είναι μια ακόμα έκφρασή του,
βροντάν κανόνια σε βράδια αξημέρωτα,
την ώρα που ο έρωτας μας δείχνει τη μορφή του.
              --------------------
Όταν το άσπρο άτι χλιμιντρίζει αγέρωχα,
κι όταν το αγόρι σου σου δίνει ένα φιλί,
είναι κι αυτά μορφές του έρωτα
κι η μεγαλύτερη του μίσους απειλή.
               --------------------
Η προσφορά κι η αποδοχή του έρωτα,
το καρδιοχτύπι, η αφοσίωση κι η ζάλη,
δεν είν’ προνόμιο του νέου μα και του γέροντα,
ωραίων κι άσχημων στο ίδιο το τσουβάλι.
                 --------------------
Γι αυτό δικέ μου φρόνιμα τα συναισθήματά σου
και να κοιτάς με προσοχή, πού την καρδιά σου δίνεις,
να μη στην τύχη αφεθεί, στο βρόντο ο έρωτάς σου,
γιατί μια νέκταρ θα γευθείς και μια φαρμάκι πίνεις.
                  --------------------
Εγώ ευτυχώς δοκίμασα το νέκταρ στη ζωή μου,
π όλες τις όμορφες στιγμές μπόρεσα να τις πάρω
κι ένα συμπέρασμα έμεινε, μέσα απ την ψυχή μου,
έρωτας για με, σημαίνει Μάρω.
                  ----------------------
Ακόμη κι όταν φτάσει της ζωής το δειλινό
κι όσα προβλήματα οι σχέσεις νάχαν,
πάλι τον έρωτα με πάθος θα υμνώ,
γιατί, «έρως ανίκατε μάχαν».




                                Εσύ

Εσύ  που πιάνοντας το χέρι μου οδήγησες την πέννα,
Εσύ  που πίσω απ τη χαρά κρύβεις μια ώριμη θλίψη που ξεχειλίζει,
Εσύ  που με ξενάγησες μικρό παιδί στα σαλόνια της γνώσης,
Εσύ  που μου σερβίρεις τον ήλιο σε μαλαματένιο δισκοπότηρο,

Εσύ η μοίρα μου.

Εσύ  που στα πρώρα παραμιλητά, δρόσιζες το μέτωπό μου,
Εσύ  που ξενύχταγες δίπλα στο προσκέφαλό μου,
Εσύ  που αρματώθηκες μ υπομονή στα πείσματά μου,
Εσύ  που έχεις για με την αγκαλιά σου καταφύγιο,

Εσύ η μάνα μου.

Εσύ  ήβη της μοίρας, κρήνη της νιότης,
Εσύ οδηγός στα σταυροδρόμια της ελπίδας,
Εσύ άνθος στα ευρύχωρα όνειρα,
Εσύ αφρός κρυσταλλένιας θάλασσας,

Εσύ η γυναίκα μου.

Εσύ τα αεράκι που χαϊδεύει τα μαλλιά μοτ,
Εσύ φωτοφάγος κρίνος της σέρας,
Εσύ κούκλα της κούκλας, δώρο στη γιορτή σου,
Εσύ ο νους μου, σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή,

Εσύ η κόρη μου.

Εσύ η κιβωτός στην καταιγίδα του μέλλοντος,
Εσύ απόμαχος και σύνταξη καριέρας,
Εσύ ζήλεια για τα σπλάχνα που απομακρύνονται,
Εσύ χίμαιρες που διαβήκαν, αμφίβολα, θαμπά…

Εσύ η ειμαρμένη….









                        Ζωγραφιά

Μάζεψα το βαλιτσάκι, τα πινέλα μου
ένα πρωί,
τους μουσαμάδες, τις μπογιές
και βγήκα να ζωγραφίσω
στην κορφή του ανθρώπινου λόφου.
Έστησα το σκαμνάκι
άπλωσα την παλέτα
και σημάδεψα τη ζωή μου.

Πώς να σχεδιάσω τον καημό,
πώς να χαράξω το μίσος
πώς να απεικονίσω την εκμετάλλευση.
Ζωγράφισα ένα παιδικό χαμόγελο
και τα άνθη που βγαίνουν απ τα χείλη του
δίπλα στο εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο
ανάμεσα στις νάρκες.

Πούλησα το έργο μου αυτό σε μια κυρία
μαυροφορεμένη πάνω στον τάφο του γιου.
Με πλήρωσε με δάκρυα, τ ανακάτεψα με βαθύ κόκκινο
και σχεδίασα το αίμα
Καθώς έσβηνε το δείλι ο ήλιος πίσω απ τα βουνά
και ο χρόνος άφηνε τα σημάδια του στην πέτρα,
μετάτρεπε τα χαμόγελα σε σφιγμένα χείλη,
την αθωότητα σε μίσος,
την αγάπη σε περιφρόνηση.

Ζωγράφισα κι ένα πουλί αντίκρυ στον ήλιο,
είχε τα φτερά του μαδημένα,
το ράμφος του σπασμένο
κι όμως κελαηδούσε,
με τη βραχνή φωνή του καλλιτέχνη που
περνάει το τελευταίο βράδυ του με τους φίλους
δίπλα στο πιάνο
και την αγάπη του.
Φεύγει στο μέτωπο το πρωί
αυτός που τραγούδησε το πέταγμα του ονείρου,
το φτεροκόπημα της ψυχής, το χαμόγελο της ζωής.

Ζωγράφισα κι ένα κομμάτι ψωμί,
αυτό που ένα καλοντυμένο παιδί
πέταξε με νεύρα στο πάρκο.
Τι φταίει να πληρώσει τις αμαρτίες των γονιών
δοσίλογων, βιομήχανων, εφοπλιστών,
μαστόρων της κλεψιάς;



Κι όμως θα πληρώσει, για τον πίνακά μου
για την αξία των χρωμάτων
για τους μουσαμάδες
για όσους αδικήθηκαν.


     











































                    Η ώρα του χωρισμού


Ήταν μια ώρα πέτρινη
του χωρισμού η ώρα,
ήταν μια φάση επώδυνη,
γι απόφαση εδώ και τώρα

Με παραμύθιασες πολύ
μ αυτές τις γαλιφιές σου,
μου έπρηξες αλήθεια τη χολή
με τις παραξενιές σου.

Σου στάθηκα σα φίλος κι αδελφός,
μα πιο πολύ σαν ντούρος ερωμένος,
ήσουν για μένα το αναστάσιμο το φώς,
μα ο έρωτάς μας ήταν στοιχειωμένος.

Δεν υποστήριξες ποτέ τη γειτονιά μου,
δεν βρέθηκες στην άμυνα για με,
άφησες κι άσπρισαν πρωίμως τα μαλλιά μου,
άπιστε κι άδικε της μοίρας μου καημέ.

Ηρθε η ώρα τώρα να πληρώσεις,
να πείς τον έρωτα ερωτάκι,
από τη στάση σου μήπως και μετανιώσεις,
μήπως υπάρξει και για σένα μια  Ιθάκη.

Γι αυτό επειγόντως, εδώ και τώρα
κι αφού έκανες τη ζωή μου μάλλιε-βράσε,
μάζεψε τα βρεμένα σου και σπάσε,
σε άλλες σχέσεις, ίσως και σε άλλη χώρα.














                              Θα δεις


Μέσα απ τα μάτια μου, θα δεις,
απομεινάρια μιας απίστευτης χλιδής,
να κρέμονται ανάποδα θαρρείς,
σε τόπο φρικαλέας συγκομιδής.

Στην τηλεόραση τα σκουπίδια θα, δεις,
προιόντα σάπιας εποχής
και πάθη αξημέρωτης αυγής,
θα δεις.

Μια κοριτσίστικη κούκλα, θα δεις,
με τα μαλλάκια βρώμικα στη γης,
που ξέμεινε στο έλεος της βροχής,
και το μικρούλι έκλαψε, θα δεις.

Ιπτάμενες φλόγες στον ουρανό , θα δεις,
από κανόνια, πυροβόλα της οργής,
νάρκες και δυναμίτες να σκαν, θα δεις,
και δεν ανταποκρίνεται ουδείς.

Ναρκωτικά και πουτανιά, θα δεις,
εκμετάλλευση διάρκειας και στιγμής,
παιδιά, γυναίκες ράκη θα τα δεις
και στο βάθρο γελάει ο χοντρός δανδής.

Ανθρωπε, σήκω και προσπάθησε να δεις,΄
το μέλλον σου μέσα απ τα βάθη της ζωής,
εύκολες λύσεις μην τις ψάχνεις για να βρεις,
αγωνίσου ή τυφλώσου, να μη δεις.













                    Θάρθεις και θάναι αργά

Θάρθεις στο παγωμένο από σκέψεις δωμάτιο,
Θα βρεις άδειο το βάζο από λουλούδια,
Σκόνη μηδέν,
Παράθυρα κλειστά χωρίς κουρτίνες,
καρδιές πεταμένες στις καρέκλες,
ραδιόφωνο με πένθιμη μουσική.

Θάρθεις και θάναι βράδυ,
Θα βρεις εμένα χωρίς εγώ
Στο κρεβάτι παρέα με τη μοναξιά μου
Κι ένα ποτήρι άδειο στο τραπέζι,
Απ το σκάκι μου θα λείπει ο τρελός
Και στη γραφομηχανή ατελείωτο τελευταίο ποίημα.

Θάρθεις και θα βρεις παπούτσια και νοήματα
Πεταμένα στις γωνιές,
Τσαλακωμένα σεντόνια
Και βιβλία ανοιχτά σ άδειες σελίδες.

Θάρθεις και ανεβαίνοντας τα σκαλιά θα δεις
Σκουριασμένη την πόρτα μου,
Θα τρίζουν οι χαμένες ώρες μου στους μεντεσέδες της
Και δε θάχει χαλάκι για τον επισκέπτη.

Θάρθεις και δεν θα δεις άνθη στο μπαλκόνι μου,
Μαράθηκαν και πέσαν στο δρόμο από ανία,
Το φεγγάρι δε θα μπορεί να μπει απ τις γρίλιες,
Οι αράχνες της ψυχής μου θα αιωρούνται.

Θάρθεις και θάναι αργά,
Θάρθεις και θα βρεις λείψανα,
Θάρθεις και θάναι όλα σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια….













                        Καφενείο στο χωριό


Βράδιασε στο καφενείο
Αραίωσαν οι παίκτες
Έμειναν οι μοναχοί,
Σκουπίζει ο βοηθός.

Απ το μεσημέρι γεμάτο καπνούς και αδιέξοδα,
Η μόνη θυρίδα διαφυγής του χωριού,
Η ελευθερία σε δένει στην καρέκλα του καφενείου
Και σου κολλάει στα χέρια την τράπουλα…

Προσπάθησες με μανία, αγωνίστηκες να ξεφύγεις
Να πάρεις μαζί κι άλλα παιδιά,
Έφτιαξες συλλόγους, σκάκι, βιβλιοθήκες,
Έγινες φύλακας, δραγάτης στο πνεύμα,
Απέτυχες και γύρισες μέσα.

Καφενείο, ζωή του χωριού,
Αλυσίδα οι πίκρες αραδιάζονται,
Δεν περισσεύουν οι χαρές για διήγηση,
Ανάμεσα σ έναν καφέ κι ένα τάβλι…
Τόσες ώρες χαμένες, τόσα χρόνια χαμένα,
Αν τα μαζεύαμε θα χτίζαμε χίλιες νέες πατρίδες,
Με πιο πολύ φως, με πιο πολύ πράσινο,
Με κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια των διόροφων…

















                                Κι αν είσαι


Κι αν είσαι πλούσιος πολύ,
με μέγαρα και κότερα,
με υπηρετικό προσωπικό,
ακόμα κι ελικόπτερα,

Κι αν είσαι αγνός εφοπλιστής,
με βίλες στα Λονδίνα,
με τάνκερ, με πετρέλαια
και γκομενάκια φίνα,

Κι αν είσαι έμπορος τρανός,
με πολυκαταστήματα,
στρατιές σκλάβων να διοικείς
και μάτσο τα κοσμήματα,

Κι αν είσαι και χρηματιστής
και τραπεζίτης πρώτος,
ξένων χρημάτων επενδυτής,
ώσπου να σκάσει ο κρότος,

Κι αν είσαι και κομπιουτεράς,
με τέλεια προγράμματα,
που σ ευνοεί ο σαματάς
και των πολλών τα δράματα,

Κι αν είσαι και επώνυμος,
μεγάλος καλλιτέχνης,
με πλούτο, φήμη, μόνιμος ,
της καλής κοινωνίας ρέκτης,

Κι αν είσαι και αθληταράς,
με κύπελλα και φήμη,
με κάθε μέσο προχωράς
και κάθε είδους τσαλίμι,

Κι αν είσαι θρησκευόμενος,
ή παχουλός παπάς,
σε χήρες μόνιμος γκόμενος
και ότι αρπάξει η κοιλάρα σου να φας,






Κι αν είσαι στρατιωτικός γενναίος,
στήριγμα της Ελλάδας,
με μύστακα και ύφος που προκαλεί δέος,
όλοι γνωρίζουν ότι είσαι ένας κουράδας,

Κι αν είσαι και καθηγητής,
με βούρδουλα στο χέρι,
με κλειστές πόρτες για τα φοιτητάκια
κι ορθάνοιχτες τσέπες για τα φακελάκια,

Κι αν είσαι κι επιστήμονας,
με τάλαντο μεγάλο
και έχεις ως ειδήμονας,
προμήθειες και ρεγάλο,

Κι αν είσαι και αστός πολιτικός,
μ ευφράδεια και ρητορική,
μοιάζεις λαδωμένος ποντικός,
όταν αναλαμβάνεις θέση Υπουργική,

Κι αν είσαι τέλος ο ψευτοπετυχημένος,
με όνομα, λεφτά και ομορφιά,
είναι γνωστό ότι είσαι βλαμμένος,
όχι άνθρωπος μα μιά οχιά.

Κι αν κατάφερες όλους να μας δουλέψεις
και τους καρπούς της ανομίας να δρέψεις,
σου ευχόμαστε να ζείς με τα ποντίκια
και στο τέλος όπως όλοι, θα γίνεις κι εσύ η καλύτερη τροφή για τα σκουλήκια.
















                              Κλόουν


Γκρίζα γραβάτα, εγγλέζικο κουστούμι,
σοβαροφάνεια κι αξιοπρέπεια πολλή,
ο κύριος προιστάμενος περνάει
μ επισημότητα και καδένα χρυσή.

Γλύφοντας κι έρποντας ολόκληρη ζωή,
ξεσκόνιζε παπούτσια ιδιαιτέρων,
ρουφιάνεψε και έχυσε χολή
για να πετύχη τη συμπάθεια ημετέρων.

Κοιλιά τρισδιάστατη, πούρο στο στόμα,
μερσέντες, νταντά γαλλίδα στα παιδιά,
μεγάλος μπίσνεσμαν προμηθευτής στο κόμμα,
αριστοκρατικοί τρόποι, λιγωμένη ματιά.

Ξεκίνησε μικρός απατεώνας,
κλέφτης χυδαίος κι αδιάντροπος φονιάς,
έκλεισε σπίτια, εξαγόρασε συνειδήσεις,
μούτρο απανθρωπιάς και απονιάς.

Πλάτη γυρτή, ξεθωριασμένη ματιά,
βήμα ασταθές, ελαφροίσκιωτη θωριά,
γραφιάς, εργάτης, υπάλληλος, τεχνίτης,
ήταν και θάναι μια ζωή ερημοσπίτης.

Αυτός ξεκίνησε με όνειρα μεγάλα,
τιμιότητα, εργασία, δίκιο, αλληλεγγύη,
αντίσταση, αντάρτης, παραλίγο κρεμάλα,
δεν τον αναγνώρισαν κι η ζωή του δύει.

Κόσμε θεότρελε, τσίρκο, πανηγύρι,
σαλτιμπάγκοι, αγύρτες, μάγοι, κλόουν,
σήκωσε το δρεπάνι λαέ καραβοκύρη
κι αποκεφάλισε τους σάπιους που σε ζώνουν.












                                  Μαστίγιο



Σφυρίζει το μαστίγιο στον αέρα
Και χτυπά στην πλάτη,
Τα κάγκελα είναι μαύρα,
Τα λουλούδια κίτρινα απ τις κραυγές
Και τα έντονα βλέμματα
Διψασμένα για λίγο ύπνο και γαλήνη.

Εργοστάσιο, υπόγειο, παγκάκι,
Γυρίζει η ζωή στο μαγκανοπήγαδο,
Μόλις ξεφύγεις πάλι μαστίγιο,
Πάλι κάγκελο,
Πάλι κίτρινα λουλούδια.

Άρρωστο παιδί, βιταμίνες, εξοχή,
Δρόμος που δε βγάζει πουθενά, αδιέξοδο,
Πληγωμένος λογισμός,
Κίτρινα κάγκελα,
Μαύρα λουλούδια…
Παίρνεις απ τα χέρια τους το μαστίγιο
Και ψάχνεις για πλάτες…

















                                Μπριτζ


Παίγνιον είναι αθλητικό γεμάτο ενδιαφέρον,
θέλει μυαλό στρατηγικό, γιατί είν κομμάτι ζόρικο,
δεν είναι συνήθως τυχερό, δεν έχει οικονομικό συμφέρον,
δεν είναι τζογαδόρικο, μα είναι μπριτζαδόρικο.

Την τράπουλα στα χέρια σου όταν πιάνεις,
τον κόσμο απ τα μάτια σου τον χάνεις,
αρχίζεις τις διανομές σου να μοιράζεις
κι όλη την τέχνη στο τραπέζι βγάζεις.

Ο ντίλερ ξεκινάει την αγορά
και ο συμπαίκτης σου κάνει παρεμβολή,
τώρα βλέπεις το συμβόλαιο καθαρά
κι η αγορά σου ανεβαίνει ένα σκαλί.

Μα οι αντίπαλοι είναι πολύ σκληροί
και την αγορά συνέχεια ανεβάζουν,
θα μπλοφάρουν προφανώς οι πονηροί,
γιατί επάνω σου οι πόντοι και οι άσοι αναστενάζουν.

Τους αφήνεις να παραβιάζουν την αγορά
και σαν λαγωνικό φερμάρεις,
μα όταν έρθει η δική σου η σειρά,
αποφασιστικά το φύλλο τους κοντράρεις.

Ο συμπαίκτης σου ανοίγει την αντάμ
και ο μορ μια σκέτη γύμνια ξεδιπλώνει,
ήρθε η ώρα σου για το μεγάλο μπάμ.
στον αντίπαλο να ρίξεις με κανόνι.

Αλλά αμύνεται καλά ο εκτελεστής ,
τα φύλλα του με τέχνη τα μετράρει
και στο μέσον μιας επίθεσης σωστής,
όλα τα άχρηστα χαρτιά του ξεσκαρτάρει.

Βλέπεις τις μπάζες του ν αυξάνονται πολύ
και φοβάσαι μήπως βγάλει το συμβόλαιο,
οπότε η νίκη αρχίζει να φαίνεται θολή,
από το παίξιμό σου το επιπόλαιο.

Απ τα δύσκολα σε σώζει ένας καρό παπάς,
που ο συμπαίκτης σου με τέχνη τον χειρίζεται,
ύστερα από μια επιτυχημένη εμπάς
κι έτσι όλη σου η παρτίδα αναβαθμίζεται.




Η περίτεχνη ενέργεια επιτάχυνε την πτώσην,
της αντίπαλης παρακινδυνευμένης θέσης
κι η συνέχεια είναι για σένα φόρσινγκ,
να υποκύψει στις μετωπικές σου επιθέσεις.

Επιτέλους η παρτίδα τελειώνει,
έκανες τους αντιπάλους σου αλοιφή,
η συγκομιδή των μάστερ πόιντς σ απογειώνει
και στου τουρνουά σκαρφαλώνεις την κορφή.

Ένα δίδαγμα σου μένει μπριτζαδόρε παλαβέ,
όταν θες ν απολαμβάνεις τους θριάμβους των αγώνων,
παίξε επίθεση και μάζεψε τις πιο πολλές λεβέ
και απόλαυσε μετά τον, των αντιπάλων, φθόνον.



























                Ξεθωριασμένη φωτογραφία



Από μικρός φαινόσουνα ότι θα γίνεις άσσος,
βημάτιζες μες τη ζωή με θάρρος και με θράσος,
έκανες τα πρώτα βήματα κι είπες τα πρώτα λόγια,
σπάζοντας όλα τα ρεκόρ και τα ημερολόγια.

Σαν μπήκες στην εκπαίδευση με φόρα,
μάζεψες τα διπλώματα και τα βραβεία όλα.

Έγινες περιζήτητος και στα Πανεπιστήμια
και με μελέτη και σπουδή σάρωσες τα πτυχία,
με μέθοδο, οργάνωση και με προσπάθεια τίμια,
πλην όμως το επάγγελμα σου άφηνε ψυχία.

Το IQ (αϊ κι ου) σου δούλεψε κι έφτιαξες εταιρεία,
με σπάνιο αντικείμενο και κατανάλωση ευρεία,
ώσπου άρχισαν να σωρεύονται επαίνοι και λεφτά
και τότε αποφάσισες και έμεινες σ αυτά.

Το επόμενο βήμα σου ήταν η οικογένοια,
με μία κόρη όμορφη γεμάτη φωτογένεια,
σφοδρά ερωτευτήκατε απ την πρώτη τη βραδιά
κι ώσπου να πεις κίμινο ήρθαν και τα παιδιά.

Απ την αρχή τα φρόντισες με προσοχή μεγάλη
και φανήκαν προοπτικές σαν τις δικές σου πάλι,
σχολειά, δάσκαλοι, ξανά καθηγητές,
είχες το πρότυπο έτοιμο απ το δικό σου χτες
κι όλα φαντάζαν άψογα, φίνες προοπτικές,
δόξα το θεό με υγεία και βάσεις οικονομικές.

Εφτασα είπες στο ζενίθ
και τώρα θ απολαύσω,
τους κόπους μου  μίας ζωής,
θα κάτσω και θ αράξω.

Εκεί επάνω σου έδειξε ο μικρός σου εγγονός,
μιά ξεθωριασμένη φωτογραφία στον τοίχο,
παππού πιός εικονίζεται εκεί που δείχνω,
ο πατέρας μου παιδί μου είν αυτός,
πρίν πεθάνει ήταν άνθρωπος τρανός.





Κι εσένα εκεί θα σε κρεμάσουμε,
σου είπε ο εγγονός,

Κι ευθύς όλα γκρεμίστηκαν, σβήστηκε απ τα μάτια σου το φως,
κι έμεινες με το μάτι κολλημένο στη φωτογραφία,
υπόψη μιας μελλοντικής στιχομυθίας,
μεταξύ παππού και εγγονού, όπου εσύ θα έπαιζες το ρόλο της ξεθωριασμένης φωτογραφίας.





























                            Όταν

Όταν ροδίσει η αυγή και κοκκινήσει ο τόπος,
Όταν το μήνυμα θα ρθει με νότες μυστικές,
Όταν οι μηχανές αντί κινητήρα αποκτήσουνε καρδιά,
Όταν ανοίξει το μπουμπούκι του τριαντάφυλλου…

Τότε θα σου παραδοθώ.

Όταν οι άνθρωποι χορτάσουν από ανθρώπινο αίμα,
Όταν το χορτάρι σταματήσει να φυτρώνει στους τάφους,
Όταν το δέντρο σπάσει το ηλεκτρικό πριόνι,
Όταν ο ουρανός γεμίσει κόκκινα πουλιά…

Τότε θα χαμογελάσω.

Όταν τα παιδιά κηρύξουν την πράσινη επανάσταση,
Όταν οι γυναίκες πάψουν να είναι σκεύη ηδονής,
Όταν τα σκυλιά δαγκώσουν τα αφεντικά τους,
Όταν τα αρνιά σφάξουν τους χασάπηδες…

Τότε θα ομολογήσω.

Όταν το χώμα πατήσει τα παπούτσια μας,
Όταν οι πέτρες χτίσουν με ζωικά κύτταρα σπίτια,
Όταν τα σύννεφα ρίξουν κατάρες αντί βροχή,
Όταν οι μουσικές νότες παίξουν βιολί με το συνθέτη…
Τότε θα γελάσω δυνατά.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου