Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ



ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ


ΑΘΗΝΑ2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ



2η σελίδα

Έργα του ιδίου

………………………………………
                                                                           ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΙΡΗΝΗ»

«Τα δικά μου» Ποιητική Συλλογή, 2005
«Πορτραίτα» Αυτοβιογραφικό  Μυθιστόρημα, 2006
«Σκαραβαίος»  Διηγήματα, 2007
«Σκαραβαίος» Θεατρικό  Σενάριο, 2007
«Πρόσωπα» Διήγημα, 2008
«Διάττοντες αστέρες» Διηγήματα, 2008
«Τα δικά μου μετά» Ποιητική συλλογή
 «Η Συνέντευξη»  Διήγημα, 2009
«Κβάμε Πιανίμ» Διήγημα, 2009
«Ο Ουρανός ανάποδα» Ιστορίες, 2009
                                    «Φανταιζί» Παράξενα διηγήματα, 2009
«Ακτίνες Λέιζερ» Ποιητική συλλογή 09
«Τα παλιά μου» Ποιητική συλλογή 2009
«Τα κανόνια» Διηγήματα 2010
«Τα μαργαριτάρια δεν είναι πάντα αληθινά» Διηγήματα 2010
«Άπιαστα όνειρα» Διηγήματα 2011
«Δεύτερη ευκαιρία» Διηγήματα 2011
«Καρδιές στο φεγγάρι» Διηγήματα 2011
«Σαν όνειρο» Διηγήματα 2011

                 Πρόλογος      

      Συγκέντρωσα ποιήματά μου της περιόδου 1977-1981, κατά την οποία ζούσα στον Ορχομενό Βοιωτίας, μόνος.
      Η υπόλοιπη οικογένεια είχε μετοικήσει στην Αθήνα, λόγω της ανάγκης να εγγραφούν τα παιδιά σε σχολείο των Αθηνών από αρχής της περιόδου, αφού είχα δικαίωμα και ήλπιζα σε σύντομη μετάθεση σε Υποκατάστημα Τράπεζας της Αττικής.
      Δυστυχώς δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα περίμενα και έμεινα πολύ μεγάλο διάστημα μακριά από την οικογένεια. Αυτό πέρα από τον ελεύθερο χρόνο, μου δημιούργησε και περίεργα συναισθήματα και με έκανε πιο ευαίσθητο στα προσωπικά μου και στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.
      Έχω την άποψη, ότι τα γραπτά τα οποία παράγονται σε συνθήκες πίεσης, ανεξάρτητα από την κάποια τυχόν λογοτεχνική τους αξία, πρέπει να διασώζονται.
      Και αυτό έκανα εκδίδοντας την ποιητική συλλογή μου «Τα παλιά μου».
      Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο θεράπων των τεχνών πρέπει να έχει απόλυτη ελευθερία υπερβατικής έκφρασης, με μοναδικό στόχο την ομορφιά, την καλλιέπεια, την πρωτοτυπία και τον μοντερνισμό, αποφεύγοντας μετά βδελυγμίας την χρηστικότητα των δημιουργημάτων του.
      Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι πρέπει σε ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο να δεσπόζει η ουσία του, να έχει μηνύματα και να δίνει κάτι στον αναγνώστη ή θεατή, δευτερευόντως δε να μας απασχολεί η ομορφιά και τα άλλα καλλωπιστικά στοιχεία του έργου.
      Κι αυτό γιατί δυστυχώς ο κόσμος μας έχει τόσο τρομερά προβλήματα, τα οποία βλέπουμε ή και υφιστάμεθα καθημερινά, για τα οποία ό,τι και όσα κι αν γραφούν ή απεικονιστούν, δεν θα αποτελούν πολυτέλεια.

Αθήνα Ιούνιος 2009
Γιώργος Γιαννόπουλος


        
                           Μάνα


Σε βλέπω καθισμένη, στον καναπέ να πλέκεις
την κουβέρτα προίκα της εγγονής σου,
γιαγιά στα μάτια, αργές κινήσεις,
κουρασμένο σώμα, άσπρα μαλλιά…

Στο νου μου έρχεσαι ομορφονιά,
γεμάτη νεύρο και ζωντάνια,
μαύρα κορακίσια μαλλιά και μάτια γαλανά,
ερωτευμένο βλέμμα του πατέρα…

Δύσκολα μια ζωή τα οικονομικά,
πεθερικά με χίλιες απαιτήσεις,
σπίτι μικρό, σχολεία, δεύτερη δουλειά,
σου κλέψανε τη χάρη, τη δροσιά, σε γεράσανε…


















                     Το τσιγάρο



Παιδικές αναμνήσεις, ο βήχας του πατέρα, ηχούσε
τα βράδια και την καρδιά μου τρυπούσαν βελόνες,
προβλήματα οικονομικά, καυγάδες, πεθερικά
και να το τσιγάρο..

Παιδικές αναμνήσεις, το κλάμα της μάνας, οι κακίες στο σόι,
τα σχόλια γειτονιάς στις αυλές…

Ο τσιγαρόβηχας του πατέρα…

Τα χρόνια πέρασαν, τα προβλήματα λύνονται σιγά- σιγά.
Ο βήχας έμεινε και το τσιγάρο νίκησε.
Έχει τη μόνιμη θέση του στο πατρικό σπίτι…
Μέχρι…..






























                          Ανεμίζω


Την ελπίδα στης καρδιάς τα παρτέρια, με ιδέες… ποτίζω,
για να δώσει βλαστάρι και άνθη και καρπούς… φροντίζω,

να στερέψω το κλάμα, να λιώσω τους πάγους… πασκίζω
και με ύμνους στον άνθρωπο και με δόξα στη φύση…σφραγίζω,

απ το είναι μου βγάζω ότι πολύτιμο έχω, αγάπη…δανείζω,
το σκοτάδι στην πόρτα μου, στη γειτονιά μου… φωτίζω,

τις πανάκριβες γούνες, τις αφίσες του τρόμου…ξεσκίζω,
με πανανθρώπινους έρανους και όρκους, τα παιδιά της Μπιάφρας…σιτίζω,

με το στίχο σημαία μου και την πένα για όπλο, την εκμετάλλευση…λυγίζω,
τα χιλιάδες λάβαρα του Τσε Γκεβάρα, του Αλιέντε…ανεμίζω…
































                               Ειρήνη


Ειρήνη σ αγαπώ,
Αγαπώ τα τσιγγάνικα μαλλιά του κοριτσιού μου,
Αγαπώ το κουδούνισμα του γαλατά στις έξη το πρωί,
Αγαπώ του πλήθους της Ομόνοιας τη βουή,

Λατρεύω το καυσαέριο που αφήνουν τα μικρά
γιώτα χι,
Λατρεύω ένα κονιάκ στο τζάκι, ενώ έξω πέφτει βροχή.

Μ αρέσει να βρίζω τον εκφωνητή της τηλεόρασης
για τη φτηνή προπαγάνδα και τις κοινοτυπίες,
Μ αρέσει να σχολιάζω με τους φίλους, των Υπουργών τις σοφιστείες.

Διασκεδάζω με μια βόλτα στις φωτισμένες βιτρίνες,
Συγκινούμαι από μια συναυλία του ωδείου…

Σ αγάπησα βαθειά Ειρήνη,
Πιο έντονα απ τον έρωτά μου σ εκείνη,
Περίπου όσο των παιδιών μου τη λατρεία,
Αγκαλιά με το θρύλο του Λαμπράκη στην πορεία…






















                    Εξάρχεια 1950



Καρδιά της Αθήνας
Χωματένιοι δρόμοι
Περίοδος πείνας
Κατοχικοί νόμοι.

Των Εξαρχείων αναπολώ τα περασμένα μεγαλεία,
φούρνος Ζαγοραίου, μπακάλης Μενιδιάτη,
ήταν ακόμα γειτονιά,
χιλιοτρυπημένοι τοίχοι και χαλάσματα δώρα απ τη Γερμανία,
και το ημιυπόγειο του Νώντα του ζωγράφου στη γωνιά…

Το διώροφο που μέναμε Οικονόμου και Τσαμαδού,
με εσωτερική αυλή, στο υπόγειο η Σμυρνιά,
στον πάνω όροφο έμενε ο Δημήτρης ο Χοντρός
και δίπλα μας η Λία η πολύφερνη νιά.

Με τον Απέργη, το Σωτήρη, τον Παρίση,
αδύνατα κατοχικά παιδιά,
γυρίζαμε ο ήλιος ως να δύσει,
στου Στρέφη τις πλαγιές με τη μαθητική ποδιά.

Στο χωματένιο δρόμο παίζαμε γκαζάκια
και δίτερμα στη μέση της Τοσίτσα,
δεν ήταν οι γονείς μας από τζάκια,
ξεροκόμματο στο χέρι, διαιτητής η Λίτσα…

Το καλοκαίρι στο πάρκο του Άρεως τ απογεύματα,
οι μάνες μας κουτσομπολιό, πλεχτό,
παιδιάστικα πεσίματα και κλάματα και γέλια
και τις γιορτές και Κυριακές κέρασμα παγωτό….














                           Δυάρι


Δυάρι με κεντρική θέρμανση,
κοινόχρηστα,
αυτοκίνητο Φίατ χίλια εκατό, για τις Κυριακές
και όνειρα να μπει ο μπόμπιρας μεθαύριο στο Πανεπιστήμιο.

Το παγωτό του γλύφει μαζί με καυσαέριο
στους δρόμους του Γκύζη,
κουβαλάει διό φορές τη μέρα πέντε κιλά τσάντα
και τα απόγευμα σίριαλ στην τηλεόραση.
Η κυρία γυρίζει απ το γραφείο πριν το μικρό,
φαγητό απ την προηγούμενη,
το καλοκαίρι μπυρίτσα.

Ο άντρας αγοράζει ένα μπλουζάκι το καλοκαίρι
κι ένα παντελόνι το χειμώνα,
και κάθε μέρα εφημερίδα.
έκοψε και το τσιγάρο.
Ψηφίζουν αριστερά, παραθερίζουν στο λυόμενο του πεθερού
δεκαπέντε μέρες το χρόνο,
διαβάζουν προοδευτικά βιβλία,
ξέρουν.

Ξέρουν το χρώμα της επανόρθωσης,
Ξέρουν τους στίχους της αδικίας,
Ξέρουν τις νότες της βίας,
Ξέρουν τις συντεταγμένες της τοποθέτησής τους
Και περιμένουν,
Στέλνουν μηνύματα, γυμνάζονται
Και περιμένουν…..














                         Εφημερίδα

Τρίτη 17 Ιούνη 1980 Ελευθεροτυπία:
Νέο χαράτσι στα καύσιμα,
δεκάδες τραυματίες, πολιτική ουτοπία,
ΜΑΤ και οδοφράγματα στο Μαρούσι.

Η Αττική πληρώνει την αδιαφορία της δεξιάς,
απεφάνθη  ο Αντρέας,
κάηκε πάλι ένα δάσος οξιάς,
τετρακόσιες χιλιάδες άτομα πεθαίνουν
κάθε χρόνο από πείνα στην Αφρική.

Το διπλωματικό δρόμο πήρε το θέμα των γυμνιστών,
διεξάγεται δίκη των βομβιστών,
έρευνα διέταξε η ΔΕΗ για τα σκάνδαλα,
αποφασίστηκε πάγωμα μισθών….

Ποιος κυβερνά τον τόπο σήμερα,
αναρωτιέται ο Ζίγδης,
στη Γενεύη διάσκεψη κορυφής,
πρόταση του Ετσεβίτ, μομφής…

Εγκατάσταση πυραύλων άμυνας, ανακοινώνουν
οι Βρετανοί κι οι Αμερικάνοι,
οι Έλληνες ποδοσφαιριστές πατώνουν
στην Ιταλία, και το πριμ τι κάνει;

Συνεχίζεται η επίθεση του ΑΚΕΛ,
φώκιες στην υπηρεσία της ΣΙΑ,
η Ελληνική γλώσσα έγινε Βαβέλ,
κληρονόμος για μεγάλη περιουσία…

Παγκόσμια ένωση εκκλησιών,
ταξίδι του πρωθυπουργού στη Σάμο,
γυμνισμός στις ακτές των νησιών,
ο τουρισμός μας πύργοι στην άμμο….

Οι Παλαιστίνιοι χτυπούν οικισμό,
ομαδικό στρίκινγκ στη Ζυρίχη,
κίνδυνοι από νέο σεισμό,
η κυβέρνηση τ άφησε στην τύχη…

Υπουργείο φτιάχνει χαβούζες,
γκαράζ ή γήπεδα σε μια βδομάδα,
η οικονομία χρειάζεται βεντούζες
για να πάει μπροστά η ομάδα….


                  Ζωή στο χωριό

Τη ζωή σου μοιράζεις ανάμεσα στους καπνούς του καφενείου,
στη ρουτινιάρικη κουβέντα του ευνοημένου αγρότη,
σε πιέσεις για ρουσφέτια, τηλέφωνα ιδιαιτέρων για δάνεια
και σκέψεις θλιβερές ..έχοντας επίγνωση της παγίδας.

Γραφείο τέσσερα επί τρία, επάνω άδειο βάζο,
θύμισες απ τα παιδικά χρόνια,
χωματόδρομοι λασπωμένοι το χειμώνα,
πλίθινα σπίτια, δεν ακούς τραγούδια,
μεθυσμένοι χωριάτες, κι εσύ μόνος κυκλοφορείς στους δρόμους.

Τόση σιωπή από ανθρώπινη φωνή,
Τόση βρωμιά από μεθύσια, χαρτοπαιξίες, ρουφιανιές,
Τόση αγάπη που λείπει,
Τόσος θόρυβος από νεκρική ησυχία…

Κράτα με πατέρα στους γερούς προ τριανταετίας
ώμους σου, καβάλα,
με το χαμόγελο να μη φύγει ποτέ απ το πρόσωπό μου,
βγάλε μάνα το χρυσόψαρο και διατήρησε την καρδιά μου στη γυάλα,
κάνε με γριά μάνα να ξαναβρώ τον παλιό εαυτό μου.

Αγροτικά αυτοκίνητα, τρακτέρ και εξοχή χωρίς πουλιά,
όλοι οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου
έχουν κι από ένα όπλο,
έχουν κυνηγετικούς συλλόγους,
και όλο το χρόνο, τον καιρό που επιτρέπεται
αλλά και τον άλλο, ανατρέπουν την ισορροπία της φύσης.

Πάρε κουμπάρε ένα λαγό, ορτύκια, πέρδικες και..ρουσφέτι.

Αν είχαν ανθρώπινη ομιλία τα πουλιά, τα άγρια λεγόμενα ζώα,
τα φυτά, τα δέντρα, οι πέτρες και το χώμα,
ιστορίες με δολοφονίες, δουλεία, βασανιστήρια γι αυτά,
θα διηγούνταν ακόμα….

Νοσταλγοί της χούντας για χάρισμα αγροτικών χρεών,
ψηφίζουν στις εκλογές Δημοκρατία,
επιδεικνύοντας πολιτική ωριμότητα,
όπως βαρυσήμαντα δηλώνουν ειδήμονες εργατοπατέρες,
εφιστώντας την προσοχή,
στων κρισίμων καιρών την κρισιμότητα…





Είναι όμως και κάτι αγέραστα πραγματικά παιδιά
με ιδεολογία και ήθος στην καρδιά,
που ιδρύουν πολιτιστικούς συλλόγους, κάνουν διαλέξεις,
εκθέσεις και οι τοίχοι γεμίζουν συνθήματα.

Στο στίχο του Καρυωτάκη δε χωρά
ούτε πεσιμισμός, ούτε αυτοκτονία,
μόνο μ αγώνα η υπόθεση του λαού προχωρά,
η ζωή δε συγχωρεί αδυναμία….             









































                Αγροτικά-πασοκικά.


Καφέ σακάκι στην πλάτη ριγμένο,
Στραβώνει τα χείλια από μαγκιά,
Περπάτημα βραχοπηδηχτό και ρυθμικό,
Τσιγάρο στο στόμα αναμμένο.

Βαριά η καλημέρα του, όπου αρέσει,
στους υφιστάμενους στην αγορά,
μα λάμπει η ματιά και γέρνει η μέση,
σαν συναντήσει προϊσταμένους και παπά.

Μυαλό πού, αποστηθίζοντας κατεβατά,
στο γυμνάσιο είχε πάρει την πρωτιά
και διεκδίκησε με τύχες τρανταχτές,
εισαγωγή σ ανώτερες σχολές…

Ρουσφέτια, βουλευτές, κομματαρχέοι,
λίγο χεράκι από παντού
και νάτος φοιτητής και μέλλον επιστήμων,
να μελετά μελέτες και συγγράμματα του νου.

Τελειώνοντας τη στρατιωτική θητεία
κι έχοντας υποφέρει του λοχία το ρατσισμό
και του δικτάτορα αφού γεύτηκε το χέρι,
μόνος του ανακάλυψε το σοσιαλισμό.

Ευθύς πολέμιος έγινε της δεξιάς,
στου Αντρέα τα κελεύσματα υπακούει,
κατεστημένα γκρεμίζει μονομιάς
και επανάσταση ονειρεύεται ο φτωχός…

Μαρξ, οικονομία, οργάνωση και ισοπολιτεία,
άρχισε με σπουδή να διαφεντεύει,
λόγια μεγάλα, κρατικοποιήσεις
και πάντα το πασόκ να θριαμβεύει…

Πέρασε ο καιρός και καραμέλα τούγινε ο σοσιαλισμός,
Κατάφερε να ρίξει τα ταμπού,
Κλώτσησε μακριά το σάπιο κατεστημένο
Κι ακολουθώντας της ζωής το πεπρωμένο,
Τα αντικατέστησε σφοδρός αντικομουνισμός.




                          Ανεμώνα

Όλοι μαζί σ ένα βαθύ μπουντρούμι
με το σταυρό στο χέρι.
Ο Νικήτας, ο Νώντας, ο Ευριπίδης, κι εγώ
περιμέναμε νάρθει το μεσημέρι, γι αυτό,

όταν ακούστηκαν τα βήματα των Γερμανών
ανοίξαμε με προσοχή το φεγγίτη
και πετάξαμε το ρούμι,
κάνοντας ψηφοφορία γι αρχηγό.

Αργότερα, όταν πήγε η καρδιά μας στη θέση της,
οι εχθροί είχαν αποχωρίσει απογοητευμένοι,
μια γεύση πικρή στο στόμα μένει
κι η ζωή αρχίζει πάλι δυστυχισμένη…

Σα βελόνα αγκυλώνει και πεισμώνει την καρδιά
μια αδέσποτη ανεμώνη,
στης εξοχής τη μοναξιά που ποτέ δεν τελειώνει,
ραίνει με γύρη την ψυχή και τη γεμίζει…

Μετά πετά στ ανοιχτά και σφυρίζει,
σχίζει τον αγέρα με τέχνη…..

























Ιερή, τρομερή αγανάκτηση
στον ελεύθερο αδέσμευτο κόσμο,
που με βιά και μπαμπεσιά υποκρίνεται,
την ειρήνη να κάνει κατάκτηση.

Αντάρτικα και σφαγές ονειρεύονται
στα σοσιαλιστικά ειρηνικά καθεστώτα
της ουδετερότητας, τα αχρεία τσανάκια,
κι οι γραμμές τους στο ΝΑΤΟ μαγειρεύονται.

Το μύθο σερβίροντάς σου του Αφγανιστάν,
κατάλαβέ το ουδέτερε αστέ
και την αλήθεια κοίτα κατάματα,
μόνο έτσι οι αλυσίδες σου δε σπαν.

Τα ιστορικά τα γεγονότα αν μελετήσεις,
της αδίστακτης πορείας του κεφαλαίου,
Σπανιόλικο, Ελληνικό, Βιετναμέζικο, Χιλιανό
αίμα χυμένο, για τις ελευθερίες , θα συναντήσεις.

Σύνελθε, σκέψου, ωρίμασε επιτέλους,
πάψε να είσαι το γελoίο πιόνι,
στη χρυσοποίκιλτη σκακιέρα της αντίδρασης.
παίξε το ρόλο πολιτικοποιημένου μέλους.

Σταμάτα πια να καταπίνεις παραμύθια,
σταμάτα να υπολογίζεις το συμφέρον,
άνοιξ τα μάτια, πάρε βαθειά ανάσα,
γέμισε οξυγόνο τα πλατιά σου στήθια,

Και βροντοφώναξε στον ιμπεριαλισμό,
ότι το Αφγανιστάν θα μείνει όρθιο,
θα το στηρίξουνε οι πλάτες των λαών,
που κυβερνούνται με σοσιαλισμό….











                   Απομεσήμερο


Περασμένες τρεις το μεσημέρι στην καφετέρια,
με συγχυσμένο το νου και κρυφή εγκαρτέρια,
μακριά απ τη χαρτοπαιξία
και την ουτοπική πλεονεξία.

Στο διπλανό τραπέζι μεγαλόφωνα,
μια παρέα μαθητών συζητάει ελληνόφωνα,
της μαθητικής κοινότητας να λύσει τα προβλήματα
και στήνει το κατεστημένο στα έντεκα βήματα.

Απ τα μεγάφωνα ακούγεται διακριτικά
η «όμορφη Θεσσαλονίκη» και μετά το ρεμπέτικο «Δραπετσώνα»,
πάνω στο χαρτί κινείται η πέννα μου ποιητικά
και ζωγραφίζει της καρδιάς μου τον αγώνα…
































                    Αφουγκράζομαι


Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού,    αφουγκράζομαι,
απ τον τρελό χορό της Άνοιξης,                                  συναρπάζομαι,
μια αιώνια αρμονία στις σχέσεις των ανθρώπων
όπως στη φύση,                                                        φαντάζομαι.
Στη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη συνείδηση,              δοκιμάζομαι,
να πετύχω το τέλειο,                                                    βιάζομαι.

Βλέπω το άδικο και το στραβό,   κι οργίζομαι
κι επειδή γεννήθηκα άνθρωπος,   κουράζομαι.

Μέσα στη σιωπηλή βραδιά τις διαταγές του Θεού,   αφουγκράζομαι….
































                          Γυρισμός

Σφίξιμο στην καρδιά πρωί πρωί,
αγαπημένων η μορφή σε γλυκιά προσμονή,
πετάει ο νους, εστία μαγική,
αστροπελέκι γίνεται η φυγή.

Βαρύς, γιομάτος ο ουρανός σύννεφα,
η ώρα φτάνει, τα πόδια ασήκωτα,
καθημερινές μικρότητες ριγμένες ανάκατα,
μένουν μονάχα πικρά αναστενάγματα…

Τιμόνι σφίγγουν τα χέρια με βιά,
μετράει το μήκος, την απόσταση η ματιά,
σταμάτησε ο χρόνος, λαφριά πατησιά,
η μηχανή μουγκρίζει, τα φρένα στριγγιά…

Ήρωες, πολεμιστάδες, αρχόντοι, λαός,
σαν αστραπή περνάν στο μυαλό, κόντρα στο φως,
τρυφερή σκέψη, γονιός, αδερφός,
μάνα των παιδιών, πόθος κρυφός.

Άγγελοι της ζωής μου, Φένια και Γιάννης,
όνειρα, παραμύθια καρδιά μου υφάνεις
λυγερόκορμα ελάφια, το νου σου χάνεις,
δροσοστάλαγμα τ Απρίλη, λουλουδιασμένος Μάης.

Η ανάμνηση του πρώτου ραντεβού,
το κορίτσι με τα ξέμπλεκα μαλλιά και τα άρωμα του γιασεμιού,
πλημμυρίζει γοητεία τη στιγμή του γυρισμού
κάθε βδομάδα, κόβοντας την απελπισιά του μισεμού…

Στόχος χωριό, χαμηλά σπίτια, λασπωμένοι δρόμοι,
χωράφια, σκυλιά, υπονόμοι,
πέρα μακριά τα βουνά φορτωμένα χιόνι
κι οι σκέψεις σε κείνο που κρυφά σε σκοτώνει…

Ο δρόμος πολύς, η ματιά σταθερή,
βουνά και κάμποι, γη καρπερή,
το μονοπάτι πολυδιάβατο, σκληροί οι καιροί
ζωγραφισμένη η θλίψη, λείπει η φωνή.








Η ρύπανση της τεχνολογικής μας εποχής
διώχνει τους αστούς, τους στέλνει στη γης,
στην εξοχή, στα δάση, στη δροσιά της πηγής,
σιμά στη φύση, σ ανθισμένα λουλούδια να ζεις…

Στ αντίθετο ρεύμα, αυτοκινητόδρομος μακρύς,
της μοναξιάς αποκαϊδια, απόβλητοι θαρρείς,
ατέλειωτη σειρά μ υπομονή και θέληση κρυφή
σιμώνουν στων ερώτων, των ονείρων την κορφή….

Και να αιθαλομίχλη, άσφαλτος, καπνιά,
πρόβαλε η κωμόπολη σαν πολύβουο μελίσσι στη νυχτιά,
γκρίζο…μαύρο…καφετί…σκουριά….







































Μεσημέρι,
στ άδειο γραφείο οι σκιές
στέκουν βουβές
το καλοκαίρι.

Χαρτιά, μολύβια και βιβλία
λεν το στερνό τους το αντίο
στο πρακτορείο
και στα σχολεία.

Γαλάζια θάλασσα αναμένει,
ψηλό βουνό, καθαρός αέρας,
ο στοργικός πατέρας
να δώσει ανάσα π ανασταίνει.

Μακριά απ την άσφαλτο και τα καυσαέρια,
σ ένα τοπίο μαγικό στη φύση,
εκεί ελεύθερα θα ζήσει
γεμάτος σκέψη κι άδεια χέρια.

Το σώμα απελευθερωμένο,
στομάχια, πόδια, στήθος,
της γυμναστικής ο μύθος,
μα το μυαλό γεμάτο προβλήματα, στις ασκήσεις ξένο…..




















Ήρθανε πάλι στο σωματείο οι εκλογές
κι όλοι δείχνουν σοβαροί κι αλαφιασμένοι,
φοβούνται μήπως επέλθουν αλλαγές,
γιατί η κάλπη είναι μυστήρια γκαστρωμένη.

Μερικοί υποψήφιοι ρωτάν με πονηριά στο ύφος,
όσους παρέα δεν κάνανε ποτέ,
μήπως σας περισσεύει καμιά ψήφος,
συνάδελφέ μου αγαπητέ.

Σ άλλους που έχουνε το θάρρος της παρέας,
με πίεση ψήφους πολλές ζητούν,
βρίσκουν όλας τας συναδέλφισσας ωραίας
κι αναίσχυντα κι αισχρά ψηφοθηρούν.

Υποσχέσεις για βολέματα αβέρτα,
τεφτέρια ξεσκαλίζουνε παλιά,
περιοδείες, επισκέψεις,  σούρτα-φέρτα
αγκαλιάσματα και ψεύτικα φιλιά.

Ώρες ποζάρουν στον καθρέφτη
και λόγους εκφωνούν προεκλογικούς,
μοιάζουν να τους ραντίσαν νέφτι,
όμοιοι  με κορδωμένους ποντικούς.

Παρασύρονται από ασήμαντες ενδείξεις
και στην εκλογή τους έχουν σιγουριά,
για προεδριλίκια αρχίζουν νύξεις
και για επινίκια ετοιμάζουν ψησταριά.

Μα όταν φτάσει της καταμέτρησης η ώρα
και αρχίσουνε οι ψήφοι να πετάνε
να μεταναστεύσουν θέλουν σ άλλη χώρα
γιατί σίγουρα μαύρη μπογιά θα φάνε.

Γι αυτό υποψήφιε αν θες
αγαπητός να είσαι στο εκλογικό σώμα,
φρόντισε πολύ πριν τις εκλογές
απ τη δουλειά στο σωματείο νάσαι πτώμα.

Η εργατικότητα κι η διάθεση καλή,
το συνάδελφό σου θα υποχρεώσει
κι έτσι στην κάλπη όταν το όνομά σου δει,
την ψήφο μ ευχαρίστηση θα σου δώσει.


             Εκλογές στο σύνδεσμο

Κι η ώρα της μάχης έφτασε.
Από μέρες τώρα οι διό αντίπαλες παρατάξεις αγωνίζονταν,
στόχος δικός μας ο ρίψασπις Βελώνης.
Ιδρωμένα απ την αγωνία πρόσωπα,
οι φίλοι του Βελώνη.
Ήρεμοι ότι κάνουμε το καθήκον μας εμείς
κι αποφασιστικότητα να νικήσουμε.
Απ τη μια ο υπολογισμός, η άκρατη φιλοδοξία,
απ την άλλη η τίμια δημοκρατική συνείδηση…
Δεν είχαμε τίποτα να κερδίσουμε προσωπικά,
αυτοί είχαν…

Κατέβασαν στις εκλογές ηχηρά ονόματα,
τους υποστήριζε επίσημα το μεγάλο κόμμα,
ο αφρός στης σκατούλας, έκφραση του παππού μου…
Εμείς βάλαμε νέα παιδιά, άγνωστα ονόματα.

Οι προκαταρκτικές διαδικασίες,
δική τους η παλιά διορισμένη διοίκηση,.
η νευρική στάση του αρχικομματάρχη μας έδινε ελπίδες.

Πρόεδρος Συνέλευσης, γραμματέας, ιδρώτας στα μέτωπα, η μάχη ανοίγει…
Εφορευτική επιτροπή, μυστική ψηφοφορία,
δική μας η πρώτη νίκη.
Πολλά νεύρα, σπασμωδικές κινήσεις ο Βελώνης.
Αρχίζει η ψηφοφορία,
μυστικές διαβουλεύσεις, επηρεασμοί, σταυροί, σταυροί, σταυροί…

Δαγκώνεις το φάκελο, τον ρίχνεις με μια ευχή,
να μαυρίσει τους ρουφιάνους.
Θυμάσαι τον τελευταίο εκβιασμό του
κουμπάρου σου Βελώνη:
«κουμπάρε κάνε τον άρρωστο και μην έρθεις, κι εμείς θα κανονίσουμε τη μετάθεσή σου», πόνταρε στο πιο ευαίσθητο σημείο, στα παιδιά σου!

Η κάλπη γεμίζει.
Παρέες παρέες πηγαίνουνε για καφέ,
γυρίζουνε κουβεντιάζοντας έξω απ το εκλογικό κέντρο

Αρχίζει η διαλογή, αγωνία, γράφουνε τα πρώτα αποτελέσματα:
Στα 10, παίρνει 2 ο Βελώνης, έξη στα δεκαοχτώ,
τα τηλέφωνα χτυπάν, αν χάσει πέφτει από Πρόεδρος της Ομοσπονδίας…
Κι άλλος ιδρώτας, πολύς ιδρώτας.
Το τελευταίο ατού κρυμμένο επιδέξια στο μανίκι του χαρτοκλέφτη:





Βγαίνουν τρεις εκπρόσωποι απ τη συνέλευση κι όχι δύο, σύμφωνα με μυστική απόφαση της Ομοσπονδίας….
Η κάλπη πεισμώνει, τιμωρεί
21 στα 40
25 στα 50
28 στα 60
Μπορεί να βγει τρίτος αν συγκεντρώσει το 51%.
Τσιγαρίλα, μέλη απ το κόμμα παρακολουθούν έξω απ τη τζαμαρία, έρχεται κι ο χουντικός Δήμαρχος για ενίσχυση,
Μείναν 15 φάκελοι:
Τελικά αποτελέσματα:
Μαύρο, Μαύρο, Μαύρο, Μαύρο….

Οι νικητές αλληλοσυγχαιρόμαστε ήρεμα,
πέρασε ο εφιάλτης, μαυρίστηκε……..



































                       Επέτειος


Γιορτάζουμε σήμερα αγάπη, κλείσαμε έντεκα λεπτά γάμου,
ή χρόνια,
και 16 δευτερόλεπτα γνωριμίας,
ή μέρες.
Τα μάτια μου κι η χάρη σου, έχουν το ίδιο χρώμα,
την ίδια μουσική γαλήνη,
όπως τότε.
Άλλαξε μόνο το ζεστό στα χείλη μου φιλί σου,
ωρίμασε.

Σε γνώρισα κάτω από ένα πεύκο
στο παγκάκι του πάρκου, σ αγαπούσα και πριν
μου πεις το ΝΑΙ, σ αγαπώ και τώρα.
Τα ίδια λόγια θα σου ψιθυρίσω τρυφερά και στα
τριανταπέντε χρόνια γάμου,
όταν τα εγγόνια μας θα παντρολογούνται.

Περάσαμε πολλές ευτυχισμένες στιγμές μαζί,
πολλές όμορφες πίκρες,
πολλά χαρούμενα εμπόδια τα περάσαμε,
τα αντιμετωπίσαμε χέρι χέρι, πάντα.

Περάσαμε καλά, κλάψαμε, δεν μετανιώσαμε,
ξαναρχίζουμε πάλι απ την αρχή αντάμα.

Μαθήματα, χωρισμοί δουλειάς, εξετάσεις παιδιών και υγείας,
οικονομικές δυσκολίες, κοινωνική προσαρμογή, Ορχομενός….
Πάντα με αγωνιστικότητα, με προοδευτικότητα, μ αγάπη.

Γέννες, αρρώστιες, προβλήματα δουλειάς….
Με λίγη γκρίνια και πολύ θάρρος, με συντροφικότητα.

Σ ευχαριστώ γιατί μ αγάπησες,
Γιατί στάθηκες πάντα στο πλευρό μου,
Γιατί έδειξες κατανόηση στο δύσκολο χαρακτήρα μου,
Γιατί μούδωσες τα παιδιά μου….









                          Εσύ

Εσύ  που πιάνοντας το χέρι μου οδήγησες την πέννα,
Εσύ  που πίσω απ τη χαρά κρύβεις μια ώριμη θλίψη που ξεχειλίζει,
Εσύ  που με ξενάγησες μικρό παιδί στα σαλόνια της γνώσης,
Εσύ  που μου σερβίρεις τον ήλιο σε μαλαματένιο δισκοπότηρο,

Εσύ η μοίρα μου.

Εσύ  που στα πρώρα παραμιλητά, δρόσιζες το μέτωπό μου,
Εσύ  που ξενύχταγες δίπλα στο προσκέφαλό μου,
Εσύ  που αρματώθηκες μ υπομονή στα πείσματά μου,
Εσύ  που έχεις για με την αγκαλιά σου καταφύγιο,

Εσύ η μάνα μου.

Εσύ  ήβη της μοίρας, κρήνη της νιότης,
Εσύ οδηγός στα σταυροδρόμια της ελπίδας,
Εσύ άνθος στα ευρύχωρα όνειρα,
Εσύ αφρός κρυσταλλένιας θάλασσας,

Εσύ η γυναίκα μου.

Εσύ τα αεράκι που χαϊδεύει τα μαλλιά μου,
Εσύ φωτοφάγος κρίνος της σέρας,
Εσύ κούκλα της κούκλας, δώρο στη γιορτή σου,
Εσύ ο νους μου, σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή,

Εσύ η κόρη μου.

Εσύ η κιβωτός στην καταιγίδα του μέλλοντος,
Εσύ απόμαχος και σύνταξη καριέρας,
Εσύ ζήλεια για τα σπλάχνα που απομακρύνονται,
Εσύ χίμαιρες που διαβήκαν, αμφίβολα, θαμπά…

Εσύ η ειμαρμένη….













                       Η γιορτή μου


Σήμερα που ξημέρωσε γιορτή μου
ημέρα είναι για με σημαδιακή,
γνωστούς και φίλους φέρνω στην ψυχή μου
κι απ το βαρέλι της καρδιάς μου τους κερνάω ένα κρασί.

Μου εύχονται να ζήσω ευτυχισμένος,
με τη γυναίκα και τα διό μου τα παιδιά,
πάντα με νέκταρ νάμαι μεθυσμένος
και νάχω αιώνια της αγάπης την καλύτερη σοδειά.

Άλλοι μου φέρνουν δώρα, μου χαρίζουν
χαμόγελα, ευχές, χειροσφιξίματα,
μ αίσθημα την καρδιά μου πλημμυρίζουν
κι αποτελούν αυτά για με τα πιο ακριβά κοσμήματα.

Η αγάπη μου μου στέλνει ένα φιλί
και κόκκινα τριαντάφυλλα αγκαλιές,
πιστόλι αγάπης την καρδιά πυροβολεί
και χύθηκαν αντί για αίμα, ανθισμένες πασχαλιές.

Μα ένα παιδί το πιο ευαίσθητο δώρο μου κάνει,
το λένε Φένια και Γιάννη μαζί,
παραπονιάρα ευχή την παιδική καρδιά πικράνει,
«θέλω το μπαμπά μας μαζί μας να ζει».






















                     Καφενείο στο χωριό


Βράδιασε στο καφενείο
αραίωσαν οι παίκτες
έμειναν οι μοναχοί,
σκουπίζει ο βοηθός.

Απ το μεσημέρι γεμάτο καπνούς και αδιέξοδα,
η μόνη θυρίδα διαφυγής του χωριού,
η ελευθερία σε δένει στην καρέκλα του καφενείου
και σου κολλάει στα χέρια την τράπουλα…

Προσπάθησες με μανία, αγωνίστηκες να ξεφύγεις
να πάρεις μαζί κι άλλα παιδιά,
έφτιαξες συλλόγους, σκάκι, βιβλιοθήκες,
έγινες φύλακας, δραγάτης στο πνεύμα,
απέτυχες και γύρισες μέσα.

Καφενείο, ζωή του χωριού,
αλυσίδα οι πίκρες αραδιάζονται,
δεν περισσεύουν οι χαρές για διήγηση,
ανάμεσα σ έναν καφέ κι ένα τάβλι…

Τόσες ώρες χαμένες, τόσα χρόνια χαμένα,
αν τα μαζεύαμε θα χτίζαμε χίλιες νέες πατρίδες,
με πιο πολύ φως, με πιο πολύ πράσινο,
με κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια των διώροφων…






















                            Σκοτάδι


Βραδιάζει, στη Χιλή οι συνειδήσεις κοιμούνται,
δεν αντέχουν το φως του φεγγαριού.

Ξημερώνει, πετάγονται να λυτρωθούν απ τους εφιάλτες
της νύχτας ο Κίσιγκερ, ο Σαντάτ, οι εφοπλιστές…

Βραδιάζει, ανάβουν τα φώτα του σκότους στις
αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, δουλειά στους γκάγκστερς…

Ξημερώνει, πλένει το πρόσωπο, κάνει το σταυρό του
και ξεκινάει για τη δουλειά του, ο λαός…

Βραδιάζει, ναρκωτικά, ρουφιανιές, ρουσφέτια ξεδιπλώνονται
ελεύθερα στον ελεύθερο κόσμο…

Ξημερώνει, κάποτε θα βγει ο κόκκινος ήλιος, μέσα απ τα σύννεφα, μέσα απ τις καρδιές …

Βραδιάζει και ξημερώνει
κι η υπόθεση του λαού προχωρεί,
το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω,
απ τα εμπόδια που βάζουν οι αντιδραστικοί και χάνονται
αναρίθμητες πολύτιμες σταγόνες,
αλλά χρεώνονται μ αυτές
και ο λογαριασμός τους είναι ανοιχτός.

Θάρθει η μέρα να πληρώσουν,
καθημερινά έρχεται και κάποιου.
και πληρώνουν….
Γι αυτό αντιδρούν λυσσασμένα
στη Νικαράγουα, στην Περσία, στο Αφγανιστάν…

Και θα στεριώσει ένα αιώνιο βράδυ για την αντίδραση
και ένα αιώνιο ξημέρωμα για όλους τους εργαζόμενους…

Βραδιάζει, Ξημερώνει, Βραδιάζει…..





                   Κι η ζωή συνεχίζεται

Αύξηση  της τιμής του πετρελαίου
εξάγγειλε προχτές ο κος υπουργός, χωρίς να φανατίζεται
δεν μπήκε καν στον κόπο να την αιτιολογήσει,
κι η ζωή συνεχίζεται….

Φόρεσε στραβά το καπέλο ο αστός,
τσέπωσε τη διαφορά του πληθωρισμού ο κοιλαράς, χωρίς να συγχύζεται,
πήρε κι άλλα εκατομμύρια δάνεια ο βιομήχανος
κι η ζωή συνεχίζεται….

Εκδίδεται αυτές τις μέρες το νέο βιβλίο του Αβέρωφ,
σε πολυτελείας χαρτί που δεν σχίζεται,
θα παιχτεί κι αυτό σε θεατρική σκηνή της Ρουμανίας
κι η ζωή συνεχίζεται….

Η Αλίκη, ο Χορν κι ο Μινωτής
ανακοίνωσαν τη νέα τους πρεμιέρα στο ιδιόκτητο θέατρο που χτίζεται,
θέλουν να προχωρήσουν στην επιμόρφωση του ελληνικού λαού
κι η ζωή συνεχίζεται….

Δολοφονίες στην Τουρκία, τρομοκρατία στον Αγ. Δομίνικο,
πρόσφυγες στην Κύπρο, η παγκόσμια απανθρωπιά σχετίζεται,
το κεφάλαιο λυσσομανά γιατί παντού καταρρέει
κι η ζωή συνεχίζεται….

Κορίτσι μου σαν με κοιτάς στα μάτια,
αιώνια αγάπη βλέπω να καθρεφτίζεται,
μη σε τρομάζει η φτώχεια, η μιζέρια,
Η ζωή συνεχίζεται….

















                             Λίστα

Είναι γνωστό ότι
ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στη Πρέβεζα,
μια πιστολιά ήταν η απάντηση
σε μια δυσμενή μετάθεση.

Πρόσθεσε τις γραμμές αυτές στον πίνακα
το μαύρο που καταχωρείς,
με μια άδεια στήλη στο πλάι,
για τις παροχές της άρχουσας τάξης σε μας τους υπηκόους της.

Στην άλλη στήλη συμπληρώνω τις απαντήσεις
όταν θα είναι έτοιμες.

Δίπλα στη λιτότητα, στους βασανισμούς, την πείνα,
τις πολιτικές δολοφονίες, τους δικτάτορες, την ανεργία
βάλε και τη δυσμενή μετάθεση
και σε παρένθεση (εκδίκηση για τον Καρυωτάκη).

Εκδίκηση για όλα τα φωτεινά πνεύματα, που
έδεσαν τον ήλιο με κορδέλες
και τη ζωή τους με αλυσίδες,
πιστεύοντας ότι θα κατακτήσουν τον άνθρωπο,
και το δέντρο,
και την πέτρα….






















                            Λουλούδι


Όργιο ρουσφετιού, ψευτιά κι απάτη
στηριγμένα στη νεοελληνική πραγματικότητα,
οι πολίτες καταντήσανε ανδρείκελα
αγνοώντας την αλήθεια και ποιότητα.

Κλέφτες κοινοί κατάντησαν οι πολλοί,
όλοι οι ασυνείδητοι καθίσανε καβάλα,
καθένας για να κλείσει μια πληγή
σε βάλτο μετατρέψαν την Ελλάδα.

Λάσπη, αταξία, κακότητα και αδιαφορία,
ψέμα, αλητεία, κενότητα και πλεονεξία,
παντού απάτες, χαλάσματα κι ερείπια,
καρδιές κενές στης μοίρας τα τερτίπια.

Συκοφαντία, υπολογισμός, βλαστήμιες,
βρωμιά, κακομοιριά και φτώχεια,
σωροί σκουπίδια, της τεχνολογίας απόβλητα,
μας κυβερνούν οι αοριστίες και οι φήμες…

Ένα λουλούδι ανθίζει στα χαλάσματα
μονάχο, ολοφώτεινη ελπίδα,
κόκκινο της φωτιάς είναι το χρώμα του,
πανύψηλο βλασταίνει το κορμί του.

Έμβλημα για λαούς κατατρεγμένους,
εκατομμύρια καρδιές χτυπάνε στη θωριά του,
ειρήνη, ελπίδα, ευτυχία ακτινοβολεί,
καταδικάζει τους εκμεταλλευτές, τους βολεμένους.

Πηγή της κατακόκκινης μπογιάς,
που έβαψε μ ακρίβεια μεγάλη,
τα τρία τέταρτα της σφαιρικής μας γης,
ανάκατη με αίμα εργατιάς.

Σφίξτε το χέρι σε γροθιά,
πάρτε το δίκιο σας στην πλάτη,
δόντια σφιχτά, καθαρή ματιά,
με μάχες θα κερδίσουμε αγάπη…



                          Μάρω


Φρόνημα της καρδιάς,
συναίσθημα του μυαλού,
τις αντιξοότητες του έρωτα είχε στο νου
και σ αγάπησε.

Πέταξε μ αέρινα φτερά
στης φαντασίας τον παραμυθένιο κόσμο,
απέλπισε τα πύρινα εμπόδια
κι έσφιξε η χαρά του στην αγκαλιά τον πόθο

Λάμπεις ολάκαιρη σαν παναγιά,
ντυμένη στην πανώρια γοητεία σου,
στεφάνι ήλιου έχεις στα μαλλιά,
ευωδιάζει η γης απ τα άρωμά σου.

Πανηγύρι οι αχτίδες του ήλιου μες τα μάτια σου
ανάκατες με τη γλυκόλαλη λαλιά σου,
μαργαριτάρια χύνονται απ το χαμόγελο
κι αυτός ζητιανεύει τα όνειρά σου.

Κορίτσι αγλάισμα της ψυχής,
πρωταγωνίστρια σε όλες τις χαρές του,
εσύ που στέκεις δίπλα του λιτή
και του γλυκαίνεις κάθε βάσανο και πόνο,

Άνοιξ την αγκαλιά σου τη ζεστή,
κράτα σφιχτά για κείνον την ελπίδα,
δάκρυ ποτέ στα ματοκλάδια σου μη δει,
απαγορεύει και στο χρόνο να σ αγγίξει.

Δεν είναι για το κορμί σου το σπαθάτο,
το πρόσωπο τα αγγελικό,
δεν είναι για τον αέρα που αντανακλά
το κοριτσίστικο περπάτημά σου,

Είναι γιατί στα μάτια σου καθρεφτίζεται ο Θερμαϊκός.

Δεν είναι για τα καστανά σου μάτια,
Δεν είναι για τα κερασένια σου χείλη,
Δεν είναι που η παρουσία σου τον γεμίζει,
Είναι γιατί σε λένε Μάρω.



                           Μαστίγιο


Σφυρίζει το μαστίγιο στον αέρα
και χτυπά στην πλάτη.
Τα κάγκελα είναι μαύρα,
τα λουλούδια κίτρινα απ τις κραυγές
και τα έντονα βλέμματα,
διψασμένα για λίγο ύπνο και γαλήνη.

Εργοστάσιο, υπόγειο, παγκάκι,
γυρίζει η ζωή στο μαγκανοπήγαδο,
μόλις ξεφύγεις πάλι μαστίγιο,
πάλι μαύρο κάγκελο,
πάλι κίτρινα λουλούδια.

Άρρωστο παιδί, βιταμίνες, εξοχή,
δρόμος που δε βγάζει πουθενά, αδιέξοδο,
πληγωμένος λογισμός.
Κίτρινα κάγκελα,
μαύρα λουλούδια…
παίρνεις απ τα χέρια τους το μαστίγιο
και ψάχνεις για πλάτες…
























                      Πύργοι στην άμμο



Άδεια από αίσθημα η καρδιά σιωπά
σκοτούρες, βάσανα στο νου,
μαρτυρική η μοναξιά, βάρος ασήκωτο ο χωρισμός,
κι αυτός
ακουμπισμένος στο πλάι αψηφά
τον παγωμένο αέρα που φυσά…

Σκιές στο νου, μαύρη η ματιά
η αδικία διάχυτη σκορπά
την απελπισία, ψάχνει για λύσεις στα τυφλά
παραδομένος στο μοιραίο, στην τύχη.

Παντού ψευτιά, χιλιαγωνίζεται να φτιάξει γύρω του
λίγη ανθρωπιά, δικαιοσύνη, λογική, δημοκρατία,
δεν τον αφήνει των λίγων η παραδοπιστία
και των πολλών η ατέλειωτη βλακεία.

Πουλάει εξυπνάδα ο ηλίθιος λαός και μαζί μ αυτή
πουλάει και την ψυχή του, τα παιδιά του και το βιος..
αρκεί να μην αφήσει τον τέως συμμορίτη
με το πάλε ποτέ κονσερβοκούτι να πάρει ανάσα,
και να μη στερηθεί την ελευθερία του χωροφύλακα
και του καραμανλή…

Αρκεί νάχει την ιδιοκτησία του, το σπίτι
και το χωράφι στο ερημωμένο του χωριό.

Το σπίτι ερείπια γίνεται από βόμβες
και το χωράφι του το παίρνει ο μαυραγορίτης,
γιατί με πόλεμο πληρώνεται η ελευθερία δυτικού τύπου
και με κλοπή και απατεωνία η ψευτοδημοκρατία….

Προδομένο του λαού το αίσθημα
πουλημένα τα ιδανικά,
αλωμένη η δικαιοσύνη του δικαστή,
αναίσχυντη η ψαλίδα της ανισότητας.

Αντάλλαξε τη ζωή του με τηλεόραση,
το αίσθημα του δίκιου με τετράτροχο,
τοίχους έχτισε πάνω στα ιδανικά της ανθρωπιάς του…




                         Μάχη

Φούντωσε η μάχη για τα καλά
στης σκακιέρας το βουνό εκεί ψηλά
ο Αμερικάνος απόξω γελά
κι εφοδιάζει τους αντίπαλους με πυρομαχικά

Στρατιώτες, αξιωματικοί, ιππικό,
βασίλισσες και βασιλιάδες με τ άρματα,
πολεμικό υλικό,
νοσοκομεία και μυρωδιά από φάρμακα…

Θυσίες γίνονται από τους επιτελικούς,
σχεδιασμένες στα πεντάγωνα μ ακρίβεια,
στόχο τους έχουνε τους ανατολικούς,
με κάθε μέσο, με κανόνια, με αμφίβια…

Στρατηγικοί ελιγμοί, τακτικές δυνατότητες,
γαλόνια, τίτλοι, επιτελικές μελέτες,
φαιά ουσία σπαταλιέται στις ανθρωπότητες
για να παράγουμε σακάτες…

Γκρεμίστε πύργους και πεσσούς της εκμετάλλευσης,
σαρώστε ιππικό και αξιωματικούς,
εξαφανίστε το τοπίο της παράλυσης
και κάντε ΜΑΤ τους μαύρους αντιδραστικούς.






















                             Μωρία


Δευτέρα πρωί, 140 χιλιόμετρα, Ορχομενός…τιμωρία
Χαβούζες στους Αθηναϊκούς δρόμους        …τιμωρία
Για μπάνιο Βουλιαγμένη, ιδρώτας-καυσαέριο..τιμωρία
Σκουπίδια γεμάτοι οι δρόμοι της Αθήνας     …τιμωρία

Πελώριο ερωτηματικό σε παιδικά μάτια…..απορία
Χρυσός, διαμάντια, βελούδα, σαλόνια…..απορία
Μετρημένο το ψωμί, το κρέας χαμένο…..απορία
Αίμα χυμένο, μέλη ακρωτηριασμένα…..απορία

Σκούρο κουστούμι, Μερσεντές, Χίλτον…..αδιαφορία
Πολιτικάντικη συζήτηση στην πλατεία Κολωνακίου..αδιαφορία
Kλοπές εκατομμυρίων, λάδωμα, μπηχτές…..εφορεία
Tεκμήριο το σπίτι με δόσεις και το αυτοκινητάκι…εφορεία

Κυριακή πρωί στην εκκλησία          …..ενορία
Δίσκος, χορωδία και να σώσουμε την ψυχή μας …ενορία
Το βραδάκι με ζωντοχήρα……………………παρηγορία
Και το καλοκαίρι ρηλάξ στο εξοχικό……..παρηγορία

Επίσημα γεύματα, δεξιώσεις, στομαχικές διαταραχές…φορεία
Αγωνιστικές εκδηλώσεις, απεργία πείνας          ….φορεία
Αθλητικό παράστημα, τζόκιν, γκολφ   ………πορεία
Πρόσφυγες Κύπρου, ειρήνη, έξω το ΝΑΤΟ…..πορεία

Πλάκα παράσημα, φορτωμένη συνείδηση….δυσφορία
Τραγιάσκα, επαναστατικές αρχές……ευφορία
Υψηλά συμφέροντα, Υπουργοί, καημοί του λαού….ολιγωρία
Αρχαίοι πρόγονοι, ιστορικά μνημεία, λιτότητα…..ανδρεία















                 Όταν

Όταν ροδίσει η αυγή και κοκκινίσει ο τόπος,
Όταν το μήνυμα θα ρθει με νότες μυστικές,
Όταν οι μηχανές αντί κινητήρα αποκτήσουνε
         καρδιά,
Όταν ανοίξει το μπουμπούκι του τριαντάφυλλου…

Τότε θα σου παραδοθώ.

Όταν οι άνθρωποι χορτάσουν από ανθρώπινο αίμα,
Όταν το χορτάρι σταματήσει να φυτρώνει στους
          τάφους,
Όταν το δέντρο σπάσει το ηλεκτρικό πριόνι,
Όταν ο ουρανός γεμίσει κόκκινα πουλιά…

Τότε θα χαμογελάσω.

Όταν τα παιδιά κηρύξουν την πράσινη επανάσταση,
Όταν οι γυναίκες πάψουν να είναι σκεύη ηδονής,
Όταν τα σκυλιά δαγκώσουν τα αφεντικά τους,
Όταν τα αρνιά σφάξουν τους χασάπηδες…

Τότε θα ομολογήσω.

Όταν το χώμα πατήσει τα παπούτσια μας,
Όταν οι πέτρες χτίσουν με ζωικά κύτταρα σπίτια,
Όταν τα σύννεφα ρίξουν κατάρες αντί βροχή,
Όταν οι μουσικές νότες παίξουν βιολί με το
         συνθέτη…

Τότε θα γελάσω δυνατά.

















Διό κούκλες στη γωνιά πεταμένες
στρατιωτάκια, αυτοκίνητα, καράβια,
χαρούμενες παιδικές φωνές και ζωή,
καρδιές ζωγραφισμένες στα τετράδια.

Μουτράκια έξυπνα και αγαθά χαμόγελα,
παιδιάστικα σκερτσάκια κι αθωότητα
γελούν, παίζουν, αγαπάνε,
ανοιχτές αγκαλιές, χαρά σκορπάνε…

Γράμματα, αριθμοί, θρησκευτικά
το παιδικό τους το μυαλό μπερδεύουν
κόπος, ιδρώτας, αγωνία, βιαστικά
περνάν οι μέρες τους, μεγαλώνουν….

Σπίτι μεγάλο, έπιπλα κλασσικά, κουζίνες, μπάνια,
ιατρεία, μεγαλεία…
Σοβαροφάνεια, αυστηρότητα, πολιτική, μεγάλες κουβέντες.
Κι εκεί
στο βάθος η παιδική φωλιά
αντανακλά
ζωή, χαρά, νιάτα, ομορφιά….

Ποτάμι φως ξεχύνεται και κατακλύζει το σπιτικό,
αλλάζει ατμόσφαιρα, μπαίνει κάτι μαγικό,
διώχνει απ τις καρδιές την αγωνία,
την κούραση, τη μιζέρια,
κι αυτά τα χέρια
τα παιδικά τα ρόδινα, αυτά τα ματάκια τα περίεργα
δίνουν ένα άλλο νόημα στη ζωή, την ομορφαίνουν,
δίνουν ουσία, συμφέρον, κέρδος….

Σταματήστε τον πόλεμο, παιγνίδια φτιάξτε κι όχι κανόνια,
αφήστε τον αέρα να κυκλοφορήσει ελεύθερα,
διώξτε τη μυρωδιά του χλωροφόρμιου
απ τα παιδικά ρουθούνια….

Ανοίξτε πάρκα, δέντρα, δάση
κλείστε τις τράπεζες, τα δικηγορικά γραφεία,







Ένα παιδικό χαμόγελο αξίζει περισσότερο απ τη δόξα,
ένα πολύτιμο πετράδι σβήνει μπροστά στα ξανθά μαλλάκια,
ένα αυτοκίνητο σπορ περιφρονιέται στο παιδικό νανούρισμα.

Με ντουφεκιές υποδέχεται η υποκρίτρια κοινωνία, το βρέφος,
και με ντουφεκιές το στέλνει στα Βιετνάμ και τις Παλαιστίνες. ..

Ελευθερία δίνουν τα καθεστώτα στις γεννήσεις,
για να βρίσκει δουλειά ο Χάροντας στο μέτωπο…..








































                  Πιές κι άλλο ένα ποτήρι

Καθισμένοι στην υπόγεια ταβέρνα,
μια ζωή τους πόνους ιστορούνε μεταξύ τους,
ανάμεσα σε μια ελιά, λίγο τυρί
και ταβερνιάρη κέρνα…

Ξεφεύγουν απ της ζωής τα προβλήματα,
κάθε σκαλοπάτι κι ένα χιλιόμετρο,
κάθε ποτήρι δέκα χρόνια μπροστά ή πίσω
και τους καημούς τους σβήνουν στα δέκα βήματα…

Ανάπηρος ειν του ενός ο γιος,
πιές κι άλλο ένα ποτήρι,
ο άλλος σύνταξη του ΤΕΒΕ τρεις κι εξήντα,
φτιάξε αν μπορείς την προίκα της Λενιώς…

Ο μπάρμπα Στάθης ήθελε ταξίδι μακρινό,
το νεκροταφείο του χωριού να επισκεφτεί,
λίγα λουλούδια ν αποθέσει
κι εκεί στους τάφους να τον βρει το δειλινό…

Ο Θανάσης ήταν όλο χωρατά,
τις πίκρες του τις έπινε μονάχος,
πιες κι άλλο ένα ποτήρι,
να ζαλιστεί η ζωή και να παραπατά….

Η κοινωνία η άδικη τους έπαιζε στα ζάρια,
άλλους ευνόησε πολύ με κούρσες και παλάτια
κι άλλους με νοίκια, μεροκάματα της πείνας
καταδίκασε να πίνουν στα υπόγεια …κατοστάρια…

Λαδόχαρτο στρωμένο στο τραπέζι,
βαριοί επάνω του ακουμπάνε οι αγκώνες,
είναι στιγμές που ξαφνικά σωπαίνουν
κι αφήνουν το γραμμόφωνο να παίζει….

Αυτή είναι η κουλτούρα του λαού μας,
η ποίηση, η μουσική κι αυτή η φιλοσοφία,
αφού οι μεγάλοι θέλησαν, τα καθημερινά προβλήματα
να μας κρατάνε μακριά απ την ουσία και κοντά στην Αθανασία….



        

                    Πόνος

Πόνος,   για το εφτάχρονο αγόρι, κολλημένο στη
              βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, ξυπόλυτο
              γυφτάκι,
Πόνος,   για ένα λουλούδι σπασμένο να γέρνει
              άψυχο πάνω στο βλαστάρι του,
Πόνος,   ζητιάνοι ντυμένοι με ράκη,
Πόνος,   δάκρυ μαργαριτάρι

Πόνος,   για τους χαμένους Κύπριους πατριώτες,
Πόνος,   για τους προδομένους πολιτικούς
              πρόσφυγες,
Πόνος,   για την υπεραξία της δουλειάς, που
              μεταμορφώνεται σε κανόνια και κομμένα
              χέρια, κι όχι σε εργαστήρια έρευνας για
              ανίατες αρρώστιες.
Πόνος,   για τα λερωμένα απ τα καυσαέρια λευκά
              περιστέρια.

Πόνος,   ουρανός γαλανός, γύμνια στα αισθήματα,
Πόνος,   δουλευτής αγνός, στην καρδιά κοσμήματα.

Πόνος,   σταθμός του τραίνου, μαντήλια,
              συγκινήσεις,
Πόνος,   αντιπολεμική ταινία, φρίκη, κακές
              αναμνήσεις…..


 





















                         Σκιές


Πυκνώνουν οι σκιές την Κυριακή το μεσημέρι,
βαρύ αισθάνεσαι μες την καρδιά ένα χέρι,
πέρασε η πεταλουδίσια σαββατοκύριακη ζωή,
άρχισε ο λήθαργος κι η προσμονή.

Κρύβεται ένα δάκρυ σ αγαπημένο πρόσωπο,
στην καρδιά γυρίζει σα μαχαίρι δίκοπο,
σφικτά σ αγκαλιάζουν τα παιδιά πριν κοιμηθούν,
αυτό το βράδυ…μόνο το μπαμπά θα ονειρευτούν…..



































Έμβλημα ειρήνης, περιστέρι
που κρατάει στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς.
-Κόκκινο τριαντάφυλλο στην κορυφή της ξιφολόγχης, μπηγμένης στο στήθος της Χιλής…

Πρησμένες κοιλίτσες των παιδιών της Αφρικής.
-Μπότα ρατσιστή.

Μάσκες αερίων στο βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ.
-Σαραβαλιασμένα ανθρώπινα ερείπια σε υπόγεια βασανιστηρίων.

Λογοτέχνες, Ζωγράφοι, Μουσικοί, χορευτές….
-Σάχης, Σομόζα, Παπαδόπουλος, Βόμβες ναπάλμ, ελικόπτερα, αίμα, πολύ αίμα και δάκρια.

Σπίτι και δουλειά στο ανατολικό μπλοκ
και διασκέδαση με αθλητισμό, χορό, μουσική, καλές τέχνες, «καθοδηγημένα» «χωρίς ελεύθερη βούληση».
-Καταπατούνται τα «ανθρώπινα δικαιώματα»,
δήλωσε ο Κάρτερ, αφού έπλυνε τα χέρια του απ τα αίματα…
Δεν υπάρχουν προβλήματα στέγης, υγείας,
δεν υπάρχει αναλφαβητισμός, ανεργία, πείνα, πόλεμος….
-Λείπει όμως η «ελευθερία» της πολυτέλειας, των Μερσέντες, των εκδρομών στην πλούσια Δύση,
των Καζίνο, των ναρκωτικών, της πορνείας….

Γι αυτό καλύτερο το αίμα, τα βασανιστήρια….
Προπάντων τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η «ελευθερία» ν ανέβεις ψηλά
αφήνοντας πίσω σου πτώματα.
Νάχεις ιδιόκτητη πισίνα και γήπεδα τένις…
δίπλα στις καλύβες με τα βρομόνερα…
Προτιμότερα τα καυσαέρια, από μια «καθοδηγούμενη»
ζωή των πάρκων και του πράσινου…

Καλύτερα να πεθαίνεις στους διαδρόμους των ελεύθερων νοσοκομείων της Ελλάδας,
παρά να σώζεσαι στα τέλεια ιατρικά κέντρα του σοσιαλισμού….

Ζήτω η ελευθερία
Ζήτω η λογική
Ζήτω ο παραλογισμός….



                                 Τέλος


Τέλος… η περιφρόνηση απ τον άνθρωπό σου
Τέλος… η αδιαφορία των θαυμαστών σου
Τέλος… η αλλαγή θερμοκρασίας του φιλικού
               περιβάλλοντος
Τέλος… η χωρίς λόγο παρατήρηση απ τον ανώτερό
               σου

Τέλος… όταν χρειάζεται να δανειστείς χρήματα
Τέλος… όταν πουλάς τα τελευταία κοσμήματα
Τέλος… όταν αρχίζεις πάλι το τσιγάρο
Τέλος… όταν πεινάς και σκοτώνεις γλάρο

Τέλος… όταν η αγάπη σου σε φιλήσει στο μέτωπο
Τέλος… όταν οι φίλοι σου σε φωνάξουν με το
               επώνυμο
Τέλος… όταν σε βάλουν σε εκκλησία επίτροπο
Τέλος… όταν λάβεις γράμμα ανώνυμο

Τέλος… άδεια διαλύσεως πρωτοδικείου
Τέλος… εγκατάλειψη οικείου
Τέλος… μια πέτρα δεμένη στο λαιμό
Τέλος… άλλο πια δεν πολεμώ….



























Φτάσαμε, είπε ο οδηγός.
Φτάσαμε στο τέρμα του δρομολογίου,
κοιτάζεις γύρω, άγνωστος τόπος,
τα δέντρα καφετιά με φύλα μαβιά,
ώστε έτσι είναι το τέρμα;

Φτάσαμε είπε ο καθηγητής.
Μέχρι εδώ φτάνει η επιστήμη,
ο όγκος είναι μεγάλος, το αίμα πηγμένο,
ώστε έτσι είναι το τέρμα του ανθρώπου;

Φτάσαμε είπε ο καπετάνιος.
Στο λιμάνι του προορισμού,
μεγάλα σιλό στην προκυμαία και
χιλιάδες άστεγοι σε χαρτόκουτα.
Και το άγαλμα της Ελευθερίας όρθιο.
ώστε εδώ είναι το τέρμα της ελευθερίας;

Φτάσαμε είπε ο εργάτης στη διαδήλωση
κι έπεσε τρυπημένος
απ τις σφαίρες του χωροφύλακα,
κοκκίνισε απ τη ντροπή το πλακόστρωτο της Χιλής.

Εδώ είναι η αρχή ενός νέου κόσμου…..














                       Το δώμα της καρδιάς



Το πόμολο της πόρτας σπασμένο,
καθώς μπαίνεις αντικρίζεις τη φωτογραφία της,
ένα πελώριο χαμόγελο,
δεξιά η ντουλάπα κι η βιβλιοθήκη του Γιάννη.
Ο καναπές του παλιού σαλονιού, κρεβάτι παιδικό
κοιμάται ο γιος,
Απέναντι στα κόκκινα η Φένια…
Το πάτωμα σπαρμένο στρατιωτάκια, κούκλες, πλαστελίνες,
αγάπη χύμα στα παιδικά έπιπλα και στον αέρα
του δωματίου,
γραφειάκι με παιδικές ζωγραφιές.

Ξέρω ότι ο ανάλγητος χρόνος θα τα εξαφανίσει,
θα τα σβήσει,
πίνεις αχόρταγα τις εικόνες τους, με το λαρύγγι της φαντασίας.
Κάθε Παρασκευή που έρχεσαι τα βρίσκεις αλλιώτικα,
χάνεις τις ενδιάμεσες εικόνες,
η ψυχή σου κλαίει…
Σαν χτες ο μικρός αδερφός σου, και τώρα χαθήκατε….

























                            Το μαγαζάκι

Μες απ τις γκρίνιες και τις κακίες,
απόρροια της φτώχειας και  κάποιας γιαλαντζί αριστοκρατίας,
ξεφύτρωσε συνεταιρικά το μαγαζάκι,
κάλυψε τις ανάγκες για σπουδές του πρωτότοκου.

Θεά τύχη, πέρασε ξυστά κι ευνόησε το συνεταίρο,
άφησε τα αποφάγια για μας
και το φτωχό μαγαζάκι
με τη μισοφωτισμένη βιτρίνα…

Πέρασαν τα χρόνια, τα ράφια
γυάλισαν απ το ξεσκονόπανο της Μάνας,
«πάρτε μια τσάντα Μαντάμ»,
«τι ωραία που σας πάει», τέλειωσαν οι σπουδές του μεγάλου.

Μεγάλωσε κι ο μικρός, μεγάλωσαν οι επιθυμίες,
μίκρυνε στα μάτια το μαγαζάκι,
μεγάλωσαν οι προοπτικές του,
έγινε διέξοδο για ζωή, για Μέλλον.

Και να, μεταμορφώθηκε σε Μπουτίκ,
πήραν ζωή οι τσάντες και τα ράφια,
πολυτελείς βιτρίνες, φώτα προβολείς,
στολίδια χίλια διό και λούστρο…

Μα ..εγώ θυμάμαι το μαγαζάκι,
τον Πατέρα και τη Μάνα, νεανικά χαρούμενα πρόσωπα,
και τον μικρό να μπουσουλάει στο σανιδένιο πάτωμα,
…γύρνα πίσω ζωή, σε ξαναρχίζω απ την αρχή…
















                       Το πρώτο ραντεβού

Σε πέντε λεπτά θα ρθει,
είμαι σίγουρος και ήσυχος γι αυτό,
θυμάμαι πολύ καλά το βλέμμα της,
όταν της ζήτησα το πρώτο ραντεβού..

Όνειρο ήταν του φοιτητικού μου κόσμου,
περνούσε από μπροστά μου όλο χάρη,
αναβολές συνέχεια πετύχαινα,
με φόβο μήπως με αποπάρει..

Μα ένα πρωί, έκανα το μεγάλο βήμα,
με ύφος σοβαρό κι ευφράδεια πολύ
την πλησιάζω και…
«Τι ώρα έχετε δεσποινίς;»

Αυτό ήταν, η σοφή μου τακτική
απέδωσε πολυάριθμους καρπούς
και κάθε μέρα πέρναγε από κει
και κρυφοκοίταζε, πιστεύω, να με δει.

Είχε περάσει ο καιρός,
είχαμε καταφέρει πια να συναντιόμαστε,
το ραντεβού μας ήτανε για με κάθε πρωί,
στο δρόμο εκεί που παίζαν τα παιδιά.

Μα σήμερα σα ν άργησε θαρρώ,
έχει περάσει πια η ώρα η μυστική,
κάτι συνέβη φαίνεται σοβαρό
και δεν ακούγεται η ουράνια μουσική.

Η καρδιά μου υπολογίζει το χρόνο,
έγινε ρολόι και βόμβα μαζί,
θα μπορούσε να κάνει και φόνο,
αν δεν περάσει το όνειρο, πεζή.

Νάτη επιτέλους, καμπάνες χτυπάνε,
όλο το είναι πλημμυρίζει μ αγάπη,
εκστατικός στέκομαι, λέω με το νου μου, κάνε κάτι,
κι απόφαση παίρνω μεγάλη….

Στέκομαι μπρος της και κλείνω το δρόμο,
μα…το κεφάλι σκυμμένο κρατώ…
δεν είναι φαίνεται της μοίρας γραφτό,
ν αγαπήσω μια….αστυνόμο!



              Υπάλληλος στην επαρχία


Δευτεριάτικη πρωινή μετακίνηση,
τα παιδιά κοιμούνται ακόμη,
ένα φιλί απ τη νυσταγμένη σύζυγο στο κατώφλι.

Ξενιτεμένη μεταμόρφωση,
τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα ρούχα,
το ρολόι τρέχει, οι ρόδες τρέχουν, η φωνή μου…
Το μάτι, η τέντα, ζεστό τσάι άλλου τόπου και χρόνου…
Φυσιογνωμίες αγροτών,
φάτσες συναδέλφων πριν τον καφέ,
τσαγκαροδευτέρα.

Τα οκτάνια της βενζίνης κόβουν τα φρούτα των παιδιών,
χαρτί, μολύβι, πρόστυχη σκόνη,
βλακεία, για  να συμπληρωθεί η συνταγή…
Ο ουρανός συννεφιασμένος
κενό στο στομάχι
συναίσθημα ανθρωπιάς
πόρτα σφαλισμένη.

Δυναμική του χώρου, κινητικότητα ανέμου,
προσανατολισμός φανταστικού,
άρνηση πεπρωμένου
αποκρυπτογράφηση μυστικού.

Εικόνες, δανειστική σύμβαση,
έλεγχος πεπραγμένων,
ρευστοποίηση απαιτήσεων,
επιστημονική θεώρηση.

Ένα μύθο πας να καταρρίψεις,
της πρωινής εφησυχασμένης συνείδησης,
του ύπνου που βαθειά σε συνεπήρε
αγκαλιά με το τιμόνι σου.

Άνοιξε τα πελώρια συρτάρια σου,
γραφείο και σφίξε
τα μηνύματα που μεταφέρει
ένας απλός λοχίας της ποίησης,
άσε έξω τις ιδεολογικές βρισιές
και τα πανάκριβα πιστεύω σου,
απευθύνονται σ άλλα ξύλινα έπιπλα,
στην καρέκλα του καφενείου και
στο μαυρόκουτο της τηλεόρασης.



Και μετά αρχίζεις να σκέφτεσαι,
όπως σε μια παρτίδα σκάκι,
αναλύεις τις βαριάντες, την οικονομική εξάρτηση
Από το κεφάλαιο της αθάνατης πατρίδας
και το χρονόμετρο μετρά από δίπλα
τη μάταιη προσπάθειά σου.
Το ταβάνι κατεβαίνει χαμηλά επάνω σου
σε πιάνει πανικός
κλειστοφοβία,
φεύγεις, περιπλανιέσαι,
η φυγή ακόμα δε σε λυτρώνει,
τα οκτάνια, η δραχμοποίηση, το τιμόνι παγίδα
και μακριά πολύ.. τα παιδικά μάτια…

Αργότερα ήρθε ένας φίλος από διπλανό χωριό,
τον κέρασα καφέ και μιλήσαμε για τα παλιά.
Η ώρα πέρναγε, δουλειά, δουλειά, μεσημεριάτικο φαγητό
στο εστιατόριο.
Τελειώνει η Δευτέρα,
ύπνος μέχρι το βράδυ, για να φύγει η σύγχυση.
Ραντεβού την άλλη Δευτέρα το πρωί…..





























            Τροπικός του καρκίνου…


Μεσημέρι ώρα 3 παρά10
δρόμος σιωπηλός, γραφείο άδειο από πρόσωπα,
γεμάτο με την απουσία εκείνης…

Στο απέναντι γραφείο με τα μάτια χαμηλά
καιροφυλακτούσα
να συναντηθούν τα βλέμματά μας
ποθούσα.

Είχε διό μήνες στο γραφείο, τα μαλλιά της
ριχτά με μια αφέλεια
που σκέπαζα το ένα απ τα διό γαλανά μάτια της
και χαριτωμένα την έδιωχνε…

Έβλεπε στα μάτια μου τον πόθο
ήξερε ότι κάποιος έλιωνε…
Άφηνε ένα κουμπί ανοιχτό
έσκυβε λίγο παραπάνω κοντά μου…
Εκείνο το κορμί,
εκείνο το άρωμα…

Ήταν Τετάρτη 10 Ιούνη,
την είδα αλλαγμένη, θλιμμένη, αφηρημένη,
σε μια στιγμή που βρέθηκα κοντά της
την αγκάλιασα,
δεν μίλησε, δεν αντέδρασε,
αποτραβήχτηκε στο γραφείο της…

Οι απόπειρές μου τις επόμενες μέρες
είχαν την ίδια τύχη,
είχε αλλάξει,
τα μαλλιά της σα μετάξι,
αχτένιστα….

Τέλος της μίλησα, για αγάπη,
για πόθο, για ζωή,
για τη φλόγα που με καίει.
Δεν μου απάντησε,
δεν αναπνέει…





Την άλλη μέρα δεν παρουσιάστηκε  στο γραφείο,
ήταν άρρωστη.
Δεν το πίστεψα,
πέρασαν διό εβδομάδες, αγωνία,
έμαθα ότι πήρε μετάθεση για την Κρήτη…

Αναστατώθηκα, άρχισα να ψάχνω,
χάθηκαν τα ίχνη της,
τα λογικά μου χάνω,
σε τηλέφωνο δεν απαντούσε,
η καρδιά μου πονούσε,
η σκέψη ριγούσε…

Ώσπου έλαβα ανώνυμο γράμμα,
«περίμενε 2 μήνες, μετά θα μάθεις».
Το δίμηνο πέρασε βασανιστικό
κι έμαθα, αλλά ήταν αργά…

Πέρασαν διό χρόνια από τότε,
έκανα αίτηση να μετατεθώ
για οπουδήποτε,
δεν ικανοποιήθηκε, ακόμη πονάω,
όταν σηκώνω το βλέμμα απέναντι
την βλέπω, πίσω απ τον νέο συνάδελφο.
-Με τα μάτια χαμηλά και την αφέλεια και
τη σοβαρή θλιμμένη έκφρασή της….

Κάποια στιγμή έμαθα,
τότε, την Τρίτη 9 Ιούνη πήρε τις εξετάσεις απ την κλινική…
Της έμεναν 3…μήνες….ζωή….














                                Φύγε


Φύγε  όραμα του πολέμου απ τα μάτια των παιδιών
          της Ινδοκίνας,
Φύγε  αιμάτινη στιγμή απ του χρόνου το εκκρεμές,

Φύγε  πείνα απ τα ερειπωμένα φτωχοκάλυβα,
Φύγε  αδικία απ τη μόνιμη θέση σου στο σπίτι των
          ταπεινών,

Φύγε  θλίψη απ τις ζωές που δόθηκαν στο φως,
Φύγε  κίτρινη ανεμοθύελλα απ τη χώρα της
          γαλήνης,

Φύγε  θράσος απ τη μύτη του προϊστάμενου,
Φύγε  ειρωνεία απ τα μούτρα του ρουφιάνου,

Φύγε  παράπονο δαρμένου επαίτη,
Φύγε  φευγαλέο όραμα ικέτη…




















                         Φωτογραφία

Μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό,
άσπρες οι σκέψεις στο νου,
μαύρες σημαίες στους τόπους δουλειάς,
κόκκινη οργή στα μάτια.

Πέτα το τσιγάρο απ το στόμα κορίτσι,
δε σου πάει
φόρεσε τη φόρμα της μάνας
και μπες μπροστά στον αγώνα για την ισότητα των φύλων.

Κράτα περίφραξη
τη μανία των ΜΑΤ με τα ρόπαλα,
τα παιδιά διψάνε για μάθηση, για ελευθερία,
κατάληψη πούκαναν της σχολής.

Η απόσταση δεν είναι μεγάλη,
εκατόν πενήντα χιλιόμετρα,
είναι μεγάλη η τιμή της βενζίνης
κι η αγάπη για τα παιδιά.

Μικρός ο μισθός
κι η ψυχή των προϊστάμενων,
μικρή κι η ζωή μας,
γεμάτη παράπονα.

Δώσε κουράγιο στα μάτια σου,
δώσε κουράγιο στο κορίτσι,
βοήθα τα παιδιά να ξεφύγουν απ τα ΜΑΤ κι απ το σήμερα,
κράτα οδηγό τη φωτογραφία τους στο παρμπρίτζ….














               Θάρθεις και θάναι αργά

Θάρθεις στο παγωμένο από σκέψεις δωμάτιο,
θα βρεις άδειο το βάζο από λουλούδια,
σκόνη μηδέν,
παράθυρα κλειστά χωρίς κουρτίνες,
καρδιές πεταμένες στις καρέκλες,
ραδιόφωνο με πένθιμη μουσική.

Θάρθεις και θάναι βράδυ,
θα βρεις εμένα χωρίς εγώ
στο κρεβάτι παρέα με τη μοναξιά μου
κι ένα ποτήρι άδειο στο τραπέζι,
απ το σκάκι μου θα λείπει ο τρελός
και στη γραφομηχανή ατελείωτο το τελευταίο ποίημα.

Θάρθεις και θα βρεις παπούτσια και νοήματα
πεταμένα στις γωνιές,
τσαλακωμένα σεντόνια
και βιβλία ανοιχτά σ άδειες σελίδες.

Θάρθεις και ανεβαίνοντας τα σκαλιά θα δεις
σκουριασμένη την πόρτα μου,
θα τρίζουν οι χαμένες ώρες μου στους μεντεσέδες της
και δε θάχει χαλάκι για τον επισκέπτη.

Θάρθεις και δεν θα δεις άνθη στο μπαλκόνι μου,
μαράθηκαν και πέσαν στο δρόμο από ανία,
το φεγγάρι δε θα μπορεί να μπει απ τις γρίλιες,
οι αράχνες της ψυχής μου θα αιωρούνται.

Θάρθεις και θάναι αργά,
Θάρθεις και θα βρεις λείψανα,
Θάρθεις και θάναι όλα σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια….

















Μάζεψα το βαλιτσάκι, τα πινέλα μου
ένα πρωί,
τους μουσαμάδες, τις μπογιές
και βγήκα να ζωγραφίσω
στην κορφή του ανθρώπινου λόφου.

Έστησα το σκαμνάκι
άπλωσα την παλέτα
και σημάδεψα τη ζωή μου.

Πώς να σχεδιάσω τον καημό,
πώς να χαράξω το μίσος
πώς να απεικονίσω την εκμετάλλευση.

Ζωγράφισα ένα παιδικό χαμόγελο
και τα άνθη που βγαίνουν απ τα χείλη του
δίπλα στο εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο
ανάμεσα στις νάρκες.

Πούλησα το έργο μου αυτό σε μια κυρία
μαυροφορεμένη πάνω στον τάφο του γιου της.
Με πλήρωσε με δάκρυα, τ ανακάτεψα με βαθύ κόκκινο
και σχεδίασα το αίμα

Καθώς έσβηνε το δείλι, ο ήλιος πίσω απ τα βουνά
και ο χρόνος άφηναν τα σημάδια τους στην πέτρα,
μετάτρεπαν τα χαμόγελα σε σφιγμένα χείλη,
την αθωότητα σε μίσος,
την αγάπη σε περιφρόνηση.

Ζωγράφισα κι ένα πουλί αντίκρυ στον ήλιο,
είχε τα φτερά του μαδημένα,
το ράμφος του σπασμένο
κι όμως κελαηδούσε,
με τη βραχνή φωνή του καλλιτέχνη που
περνάει το τελευταίο βράδυ του με τους φίλους
δίπλα στο πιάνο
και την αγάπη του.

Φεύγει στο μέτωπο το πρωί
αυτός που τραγούδησε το πέταγμα του ονείρου,
το φτεροκόπημα της ψυχής, το χαμόγελο της ζωής.





Ζωγράφισα κι ένα κομμάτι ψωμί,
αυτό που ένα καλοντυμένο παιδί
πέταξε με νεύρα στο πάρκο.

Τι φταίει να πληρώσει τις αμαρτίες των γονιών
δωσίλογων, βιομήχανων, εφοπλιστών,
μαστόρων της κλεψιάς;

Κι όμως θα πληρώσει, για τον πίνακά μου
για την αξία των χρωμάτων
για τους μουσαμάδες
για όσους αδικήθηκαν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου