Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

O ΔΙΑΒΟΛΟΣ


                  O  ΔΙΑΒΟΛΟΣ                (3)

      «Ας το διάλο ρε, που θέλεις και ευχαριστώ για τα γιουβαρλάκια σου.  Νοικοκυρά είσαι, μαγειρεύεις, πλένεις, σκουπίζεις, μεγαλώνεις τα παιδιά κουτουλουπού κουτουλουπού».
«Καλά Αντώνη μου, μια κουβέντα είπα, θα ήθελα λίγη ενθάρρυνση που και που, ένα καλό λόγο».
«Οι κουβέντες δεν είναι για πέταμα, λίγες και καλές. Σιγά μη σου δώσουμε και βραβείο. Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού, ο ηγέτης, ο κουβαλητής, αυτός που φέρνει το χρήμα, αυτός που είναι από πάνω. Γκέγκε; Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Φτιάξε τώρα το καφεδάκι μου, φέρε τις παντόφλες και μετά ας το διάλο».
«Καλά Αντωνάκη μου ότι πεις».
      Η στιχομυθία γίνεται στο «αρχοντικό» του Αντώνη, μεταξύ του ιδίου και της συζύγου Μαιρούλας. Έτσι ονομάζει το σπίτι του ο Αντώνης, εννοώντας ότι είναι το σπίτι του «άρχοντα», του εαυτού του. Μεγαλοχασάπης στην κεντρική αγορά, με καλή οικονομική θέση, αλλά λίγο, ή μάλλον πολύ χοντράνθρωπος. Ψηλός 1,85 και με μεγάλη κοιλιά, φτιαγμένη από μεζέδες και μπύρες, όπως λέει καμαρώνοντας γι αυτήν. Καλή καρδιά, μάλαμα, τίμιος άνθρωπος και σχετικά μορφωμένος, έχει βγάλει το λύκειο, αλλά άξεστος. Τον ακούσατε, πολύ άξεστος και βρομόστομος. Όχι βωμολοχίες, θεία κλπ, γιατί είναι θρησκευόμενος.
      Κυρίως το Διάολο, σε όλες τις παραλλαγές. Έχει τύχη να τον μνημονεύσει και 142 φορές σε μια μέρα, όπως μέτρησε ο κουμπάρος του ο δικηγόρος Στέλιος Νομικίδης, μια μέρα που είχαν πάει οι δυο οικογένειες ολοήμερη εκδρομή στη Λίμνη Πλαστήρα. Ίσως για την άξεστη συμπεριφορά να φταίει το κληρονομικό, μεγάλωσε σε σπίτι με πατέρα επίσης χασάπη της κεντρικής, ίσως το περιβάλλον της αγοράς, ίσως οι παρέες στο ταβερνάκι των Εξαρχείων, ίσως η καλόβολη σύζυγος…
      Στο καφενείο εκείνο το απόγευμα, είχε αγώνα. Μια παρτίδα τάβλι, ρεβάνς της προηγούμενης μέρας που είχε χάσει ο Αντώνης απ τον εισπράκτορα το Θανάση. Το έφερε βαρέως, αυτός ο πρωταθλητής να χάσει, και από ποιόν, ένα τσουτσέκι 30 χρόνων και μάλιστα εισπράκτορα. Όλο το καφενείο είχε μαζευτεί επάνω απ τους ταβλαδόρους και χάζευε, περιμένοντας τον Αντώνη να αρχίσει τα μπινελίκια. Έλα που κέρδιζε όμως, το σκορ ήταν 4-2 υπέρ του και οι διάολοι λιγοστοί και χαμογελαστοί.
      «Ας το διάλο ρε εισπρακτοράκι, που θέλεις να κερδίσεις πάλι τον πρωταθλητή, σ αφήσαμε μια φορά με τη ρέντα του πρωτάρη και το πήρες επάνω σου». Και σε λίγο
«Ας το διάλο που θέλεις και καλές ζαριές, αυτές τις φέρνουν οι μάγκες, τα δευτεράκια φέρνουν ασόδυο». Οι θεατές δεν ήταν ικανοποιημένοι και τα στοιχήματα δεν πήγαιναν καλά, με τα 3-4 «Ας το διάλο του Αντώνη. Ναι στοιχήματα έμπαιναν για το πόσα «Ας το διάλο» θα πει.
      Όταν η τύχη άρχισε ν αλλάζει, πυκνώνονται τα διαόλια κι αρχίζει ενδιαφέρον στο κοινό του καφενέ. Από 4-2, το σκορ γίνεται 4-3 και σε λίγο 4-4. ο εισπράκτορας φέρνει ότι ζαριές θέλει και ο Αντώνης κατακόκκινος επικαλείται κάθε δυο λεπτά τον προσφιλή του Σατανά.
Τριάρες ο Θανάσης-Ας το διάλο, ο Αντώνης.
Ντόρτια ο Θανάσης- Άντε στο διάλο ο Αντώνης.
Πεντάρες ο Θανάσης- πήγαινε στο διάολο παιδί μου, ο χασάπης μας.
      Για μια στιγμή υ τύχη πάει να ευνοήσει το φίλο μας, έχει κλείσει από παντού το Θανάση, ο οποίος χρειάζεται μόνο και αποκλειστικά μια ζαριά 6-2 για να κερδίσει, σ όλες τις άλλες ζαριές κερδίζει ο Αντώνης.
      Κορδώνεται ο χασάπης: «Ας το διάλο ρε κ...εισπράχτορα που θα φέρεις 6-2, οι πιθανότητές σου είναι μία στα εκατό. Παραδέξου την ήττα σου ας το διάλο;»
Κι όμως κύριε, έφερε το ένα στα εκατό και όλα τα Εξάρχεια ακούγανε επί μισή ώρα το τροπάριο του διαβόλου σε όλες τις παραλλαγές του. Έφυγε κακήν κακώς απ το καφενείο και συνέχισε το τροπάρι στο σπίτι, χωρίς βέβαια να ντρέπεται τον κουμπάρο του δικηγόρο, που ήταν καλεσμένος με τη γυναίκα του για φαγητό.
      Οι μπριζολάρες, διαλεγμένες μία- μία, οι πατάτες φούρνου, τα σουτζουκάκια, τα τυροπιτάκια και οι άλλες λιχουδιές σερβίρονταν η μία μετά την άλλη και οι επευφημίες των καλεσμένων ήταν ισάξιες της μαγειρικής της κας Μαιρούλας. Μόνο ο Αντώνης ήταν δύσθυμος, λόγω της χαμένης ταβλομαχίας, οπότε έπεφταν πάλι οι σχετικοί διάολοι, συνοδευόμενοι από ανάγωγη συμπεριφορά προς την καημένη κα Μαίρη. Τέλος πάντων, πέρασε η βραδιά και το ζεύγος Νομικίδη σηκώθηκε να φύγει.
Όπως χαιρετούσαν στην έξοδο, ο δικηγόρος φίλησε τη Μαιρούλα και απευθυνόμενος σ αυτήν και στον Αντώνη είπε μισοαστειευόμενος:
      «Καληνύχτα παιδιά και μη συνερίζεσαι τον αγενή άντρα σου Μαίρη μου, ο θεός που πιστεύει θα τον τιμωρήσει κάποια μέρα, για τους διαόλους που έχει συνεχώς στο στόμα του».
       «Ας το διάλο ρε παλιοκουμπάρε, εμένα μ αγαπάει ο θεός και με συγχωρεί, εσένα να δούμε με τις διαολοδουλειές στα δικαστήρια τι τιμωρία σου φυλάει» απαντάει ετοιμόλογα ο χασάπης μας.
      Το βράδυ εκείνο, θες το κρασί, θες τα μεζεδάκια που τα τίμησε δεόντως ο Αντώνης, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Στριφογύριζε στο κρεβάτι και δίπλα του η Μαίρη έκανε την κοιμισμένη, μην τολμώντας να του μιλήσει, γιατί θα άκουγε τους διαβόλους του. Πήγε 2-3 φορές τουαλέτα ο Αντώνης, μέχρι που αποφάσισε να πιει μια σόδα μήπως φτιάξει το στομάχι. Κάθεται στην κουζίνα σηκώνει το ποτήρι και πέφτει το μάτι του στο παράθυρο.
      «Θεέ μου», κάνει «τι ειν αυτό!»
Στο παράθυρο κολλημένο το κεφάλι του Διαβόλου, ενός Διαβόλου κατακόκκινου με δυο μεγάλα φωσφορίζοντα κέρατα.  Κέρωσε, πάγωσε, του ήρθε κόλπος. Επί ένα λεπτό βρισκόταν καθηλωμένος στο τραπέζι της κουζίνας, μη μπορώντας να κινηθεί. Ξαφνικά ξυπνάει ο μάγκας χασάπης μέσα του, πετάγεται επάνω, ανοίγει την πόρτα της κουζίνας και τρέχει προς τη πλευρά του παραθύρου. Τίποτα, καπνός ο διάβολος.
Κάνει τη βόλτα του κήπου και του τετράγωνου, μηδέν αποτέλεσμα. Γυρίζει αποκαμωμένος, είναι σίγουρος ότι είναι φάρσα, ή μήπως όχι, «ας το διάλο με δουλεύει η φαντασία μου», σκέφτεται. Είναι και η βαρυστομαχιά. Ξαπλώνει αποφασισμένος να κοιμηθεί πάσει θυσία, γιατί την άλλη μέρα έχει παραγγελίες.
      Εκεί που αρχίζει να τον πιάνει ένας γλυκός ύπνος, ακούει… «Αντώνη..Αντώνη.. δεν μπορείς να κοιμηθείς, έρχεται η τιμωρία σου…το καζάνι βράζει…σε περιμένει..ει..ει» και η δυνατή, βαθιά, υποβλητική φωνή σβήνει σιγά-σιγά και χάνεται.
      Ο Αντώνης μένει, για άλλη μια φορά στήλη άλατος. Γυρίζει, η Μαίρη κοιμάται του καλού καιρού. Τη σκουντάει βάναυσα, αλλά φοβισμένα:
«Ξύπνα γυναίκα, ξύπνα».
      Η Μαίρη πετάγεται τρομαγμένη και έκπληκτη, τρίβει τα μάτια της και προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται:
      «Τι τρέχει Αντωνάκη μου που είμαστε, τι συμβαίνει, είσαι καλά», παραληρεί.
Ο Αντώνης πιο ψύχραιμος πλέον, την καθησυχάζει:
      «Δεν είναι τίποτα σοβαρό, άκουσα μια φωνή και ήθελα να δω αν την άκουσες κι εσύ, τίποτα παλιόπαιδα θα είναι απ έξω».
      «Δεν άκουσα καρδιά μου τίποτα, κοιμόμουνα».
Περιττό να πούμε, ότι ο χασάπης μας δεν έκλεισε μάτι εκείνη τη νύχτα και το άλλο πρωί οι παραγγελίες εκτελέστηκαν απ το προσωπικό, χωρίς την εποπτεία του.
Εκείνος καθισμένος στο γραφείο του μαγαζιού, ήταν σε βαθιές σκέψεις.
      «Ίσως το παράκανα βρε αδερφέ κι εγώ, μ αυτούς τους διαόλους μου» και αναλογίζονταν όλες τις περιπτώσεις που ανέφερε τον τρισκατάρατο.
Ήρθαν οι μεσημεριανές εφημερίδες και ασυναίσθητα, από συνήθεια απορροφήθηκε για λίγο με τα αθλητικά. Ο Ολυμπιακός έτσι, ο ΠΑΟ αλλιώς, φασαρίες, γκόλ, περιγραφές και….τι είν αυτό:
Με κόκκινο μαρκαδόρο στη δεύτερη σελίδα πάνω-πάνω:
«ΑΝΤΩΝΗ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΘΕΙΣ».
Πως δεν έπεσε ξερός!
      Αμέσως συνήλθε πήρε την εφημερίδα στο χέρι και έτρεξε στη Σοφοκλέους, στο γραφείο του κουμπάρου του δικηγόρου, Στέλιου Νομικίδη.
      «Στέλιο μου σώσε με, με κυνηγάνε, δεν ξέρω αν είναι φάρσα, αλλά έσπασαν τα νεύρα μου» και του διηγείται όλα τα συμβάντα από χθες βράδυ μέχρι και το τωρινό στην εφημερίδα. «Ή με κυνηγάν οι διάολοι, ή με τιμωρεί ο θεός ή κάποιος παίζει μαζί μου, αν τον ανακαλύψω θα τον πάρει ο διάολος…». Με το που είπε τη λέξη διάολος, κόπηκε απότομα:
      «Δηλαδή, θέλω να πω, ότι θα τον καθαρίσω, ή μάλλον καλύτερα, θα…άστο».
Δείχνει στον δικηγόρο και την εφημερίδα:
      «Να εδώ στη δεύτερη σελίδα, πάνω- πάνω….μα που είναι», ξεφυλλίζει με βία τις σελίδες, πουθενά τα κόκκινα γράμματα, εξαφανίστηκαν. Ο Στέλιος, τον καθίζει στον καναπέ και του φέρνει ένα ποτήρι νερό:
«Αντώνη ηρέμησε, μπορεί όλα αυτά να μην είναι σοβαρά, μπορεί να είναι οφθαλμαπάτη ή κάτι άλλο, μπορεί όμως και να είναι σοβαρά, ουδείς γνωρίζει τις βουλές εκείνου» και δείχνει ψηλά.
      Αν ο Αντώνης ήταν στα καλά του θα τον κορόιδευε, «ποιού εκείνου, ρε άθεε αριστερέ, μας δουλεύεις;», τώρα όμως μετά τις διαβολικές περιπέτειες, το μυαλό του δεν λειτουργεί.
Ο Στέλιος συνεχίζει:
«Εγώ σαν δικηγόρος σου και φίλος θα σε συμβούλευα ως εξής: Σταμάτα τις βρισιές, σταμάτα την κακή συμπεριφορά προς τους άλλους και ιδίως τη γυναικούλα σου, που σ αγαπάει τόσο. Κυρίως, βέβαια μη ξαναβάλεις στο στόμα σου την καταραμένη λέξη.
Εγώ αν ήμουν στη θέση σου, θα το τηρούσα αυτό, ανεξάρτητα τι θα πίστευα για τα φαινόμενα που μου περιγράφεις, τα οποία πιστεύω ότι δεν συνέβησαν και απλά τα φαντάστηκες».
      Ο Αντώνης τον άκουσε με προσοχή και ήξερε από μέσα του ότι δεν τα είχε φανταστεί τα φαινόμενα, του συνέβησαν, δεν ξέρει πως αλλά συνέβησαν. Θα μπορούσαν να είναι τρυκ, συμπαιγνία, συμπαθητική μελάνι….αλλά ένα είναι γεγονός, αυτός ο μεγάλος μάγκας ήταν το κορόιδο, ο ηλίθιος, ό περίγελος. Κοντεύει να χάσει τους φίλους και κυρίως τη γυναίκα του!
Πήρε πάντως τις αποφάσεις του, ευχαρίστησε το Στέλιο και τράβηξε το δρόμο του σπιτιού.
Πίσω ο δικηγόρος έσκασε ένα αινιγματικό χαμόγελο.
      Χωρίς να πει λέξη ο Αντώνης ο χασάπης αγκάλιασε τη γυναίκα του και τη φίλησε, όπως δεν την είχε φιλήσει από τη μέρα του γάμου. Μετά την έβαλε να ντυθεί και την πήγε στο καλύτερο ρεστωράν.. καθώς έδινε την παραγγελία στο γκαρσόνι, η Μαίρη χαμογέλασε….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου