Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Τα αρχαία


                          Τα αρχαία           ( 6)

Μόλις ξεμπάρκαρε το φέρυ « LISSOS », βιάστηκα να κατέβω, γιατί διέκρινα το Θωμά να κοιτάζει το ρολόι του και να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά στο αγκυροβόλι.
Ήταν φανερή  η αδημονία του, γιατί το πλοίο άργησε και είχαμε ραντεβού με τον καπετάν Μιχάλη προ 1 ώρας περίπου. Και δεν ήταν καθόλου φρόνιμο να στήσεις σε ραντεβού τον καπετάνιο, μα καθόλου φρόνιμο…
- Έλα φύγαμε, αργήσαμε, μετά το αγκάλιασμα…
Μπήκαμε στο Φίατ, που ξεκίνησε πριν καλά κλείσει η πόρτα.
- Σιγά ρε Θωμά, δε θα μας σκοτώσεις κι όλας, στο κάτω δε φταίμε εμείς, το πλοίο…
- Μανώλη μη μιλάς, ο καπετάνιος το τόνισε: «Σπαθί στις 4;», κι άμα λέει σπαθί δεν υπολογίζει πλοία, καράβια, στόλους, σου λέει «Σπαθί» και κόψτε το λαιμό σας.
Δεν συνέχισα και έδωσα την προσοχή μου στο δρόμο, είχα καιρό να κατέβω στον Πειραιά και μου κακοφάνηκε το κυκλοφοριακό του. Κι εμείς στο Ηράκλειο είχαμε προβλήματα κυκλοφορίας, αλλά εδώ είναι τρέλα.
Το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, σε πειραιώτικα λαϊκά:
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τραίνο, με μάγκικο σαλπάρανε, με ναργιλέ σβησμένο, μεγάλωσε ο μπαγλαμάς κι έγινε σα βαπόρι,
παλιοί καημοί στ’ αμπάρι του, στο πουθενά η πλώρη
Έφερα στο μυαλό μου την υπόθεση μας και ξανααμφιβάλω αν ο καπετάν Μιχάλης είναι η καλύτερη λύση. Ο Θωμάς όμως επέμενε, «είναι ο μόνος θαλασσινός που μπορεί να ξεμπλέξει την υπόθεσή μας». Κι επειδή με το Θωμά είχαμε καλό συνεταιρισμό και πάντα μας έβγαζε από τις δύσκολες καταστάσεις, συμφώνησα.
·       Ρε Θωμά, γιατί έστριψες, δεν πάμε από δω στο Πασαλιμάνι.
·       Ξέχασα να σου πω Μανώλη ότι όσο σε περίμενα και αργούσε το  LISSOS πήρα στο κινητό τον καπετάνιο και δικαιολόγησα την αργοπορία μας. Μετά τα σχετικά μπινελίκια και απειλές, ηρέμησε κάπως και είπε ότι θα μας περιμένει στο στέκι του το μπαρ «Τζίμης» στον Κορυδαλλό.
·       Είναι φυσιολογικό; ή κανά ναυτικό κουτούκι;
·       Φοβάμαι το δεύτερο, και μια που τόφερε η κουβέντα, να είσαι προσεχτικός Μανώλη.
·       Τι εννοείς προσεκτικός; μπορεί να είμαι δικηγόρος αλλά μην ξεχνάς ότι είμαστε κριτικάτσια και δεν σηκώνουμε πολλά, άλλωστε εγώ έχω και μαύρη ζώνη, αν θυμάσαι.
·       Ρε Γιαννουλάκη, αυτά δεν περνάνε στον Πειραιά και δη στον Κορυδαλλό, εκεί πέφτει λάμα…γι αυτό όχι παλικαρισμούς και πολλά λόγια, αν θές να κάνουμε τη δουλειά μας.
Το ραδιόφωνο συνέχιζε:
Σε λαϊκή στεκότανε ο Χάρος και πουλιότανε
και μια γριά, καλή γριά, τού αγοράζει δυο κιλά,
οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τραίνο,
με μάγκικο σαλπάρανε, με ναργιλέ σβησμένο

Ξέχασα να σας ενημερώσω για τη «δουλειά».
Το δικηγορικό μου γραφείο στο Ηράκλειο συνεργάζεται με το γραφείο τουριστικού εμπορίου του Θωμά, στον Άγιο (Νικόλαο, έτσι τον λέμε στην Κρήτη) και χρειάστηκε η συνεννόηση με καπετάνιο για να στείλουμε ένα φορτίο αρχαίων, από το Μουσείο Ηρακλείου σε μια έκθεση στη Στοκχόλμη.
Η διεθνής αυτή έκθεση, με μεσολάβηση της ελληνικής κοινότητας της σουηδικής πρωτεύουσας, επέλεξε να συμπεριλάβει αρχαιότητες της Μινωικής εποχής, που είναι ιδιαίτερα αγαπητές στους Σουηδούς, οι οποίοι είναι από τους πιο τακτικούς τουρίστες της Κρήτης.
Η συμμετοχή κρητικών αρχαιοτήτων στη διεθνή έκθεση της Στοκχόλμης, εγκρίθηκε και από τον ΕΟΤ, με την προϋπόθεση όμως της απόλυτης ασφάλειας μεταφοράς, που εκτός από την ασφαλιστική εταιρεία, ήθελε και ασφαλέστατο μέσο μεταφοράς. Στάλθηκε λοιπόν ο Θωμάς στον Πειραιά και μετά από σοβαρό ψάξιμο, κατέληξε στον Καπετάν Μιχάλη, τον πιο άγριο αλλά και «μπεσαλή», όπως τον χαρακτήρισαν, ο οποίος με το πλοίο που ναυλώθηκε ειδικά για το σκοπό, θα μετέφερε σίγουρα τα αρχαία, και κάθε πιθανός κίνδυνος έπρεπε να περάσει πρώτα πάνω απ το πτώμα του.
Το μπαρ «Τζίμης», ήταν ένα μισοσκότεινο μαγαζί (κουτούκι), σ ένα στενό κοντά στις φυλακές του Κορυδαλλού, κι αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό.
Μια μουσική του χώρου και του τόπου:
«Το Χάρο τον αντάμωσαν πεντ’ έξι χασικλήδες»
«να τον ρωτήσουν πως περνούν στον Άδη οι μερακλήδες»
«Πες μας, βρε Χάρε, να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι»,
  • «έχουν χασίσι, έχουν λουλά οι βλάμηδες στον Άδη;»

  • Καλησπέρα καπετάνιο, να σου συστήσω τον κύριο Μανώλη Γιαννουλάκη, το δικηγόρο μας.
  • Πρώτα να ξηγηθείς Θωμά,  «εγώ σε παίρνω παραλία κι εσύ ξηγιέσαι φύκια»
  • Καπετάνιο μου, χίλια συγνώμη, το καράβι φταίει..
  • Καλά, «έλα στα ζύγια σου τώρα» και φερ το παλικάρι. Δικηγόρε χαίρομαι που σε γνωρίζω.
  • Χαίρω πολύ κύριε Μιχάλη
  • Αν θες την υγειά σου, σπίκα καπετάνιο!
Όπως κατάλαβε όποιος παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, έπρεπε να έχεις διερμηνέα για να καταλάβεις τον μεγάλο, ευτυχώς ο Θωμάς τα καταλάβαινε και διακριτικά μου τα εξηγούσα, μη αποφεύγοντας τις άγριες ματιές του καπετάνιου.
Έριξα μια ματιά στο χώρο, ημιυπόγειο, με χαμηλό φωτισμό, έπιπλα και διακόσμηση μιας παλιότερης εποχής που ήθελε με διακριτικότητα να μας πει ότι εδώ είναι χώρος διασκέδασης για παλιά κλασικά ξεχασμένα απ τη ζωή άτομα…
Ο καπετάνιος ήταν λεβεντόγερος, ασπρομάλλης, με μεγαλόπρεπο μουστάκι και ηράκλεια δύναμη, όπως κατάλαβα απ το χειροσφίξιμο.
Είχε το ύφος του σοφού έμπειρου δοκιμαστή της ζωής, και τα λόγια του ήταν μετρημένα, σταράτα και βέβαια στη γλώσσα του….
Το κασετόφωνο συνέχιζε να σου θυμίζει βαριά ατμόσφαιρα:
«Πες μας αν έχουν μπαγλαμά, μπουζούκια και γλεντάνε»
«έχουν τεκέδες, έχουν τσαρδί, που παν’ και την τραβάνε;»
«Πες μας αν έχουν γκόμενες, μανίτσες και γουστάρουν»
«τον ναργιλέ να κάνουνε, ντουζένι να φουμάρουν»


Όταν μπήκαμε καθόταν σε μια παρέα τεσσάρων τύπων με ναυτικά κασκέτα, μικρότερης ηλικίας από εκείνον, οι οποίοι με σεβασμό τον άφησαν να έρθει στο τραπέζι που προόριζε για μας και φαίνεται ότι τον πρόσεχαν…
Το κέντρο είχε μεγάλη σάλα, καμιά δεκαριά τραπέζια, από τα οποία τρία είχαν κόσμο.
Ο Θωμάς άρχισε τη συζήτηση, σχετικά με το σχέδιο μεταφοράς, δίνοντας τις απαραίτητες πληροφορίες και τις ενέργειες που είχαν γίνει για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων.
- Σόρυ φίλε….και χραπ…ένας ψηλός νεαρός από ένα γειτονικό τραπέζι μου κόβει με ψαλίδι τη γραβάτα στη μέση..
Κάνω να πεταχτώ όρθιος από οργή, όταν αισθάνομαι ένα δυνατό σφίξιμο στο χέρι και καθηλώνομαι στην καρέκλα.
  • Κάτσε κάτω, ο καπετάνιος.
0 Θωμάς σπεύδει να μου εξηγήσει ότι είναι κανόνας εθιμικός στο μαγαζί να μην φοράνε γραβάτες…. Και από το στόμα του καπετάνιου ακούσαμε λίγα για την ιστορία που δεν γράφουν τα βιβλία. Πώς τα βόλευαν οι μάγκες τότε παλιά πριν πλακώσουν οι Ευρωπαίοι με τις γραβάτες και τις μαλαγανιές και πνίξουν τον τόπο στις κολόνιες και την κόκα κόλα έτσι που να μην έχουνε τόπο οι μάγκες να ανασάνουνε
Βγάζω κι εγώ το υπόλοιπο της Ιταλικής μεταξωτής γραβατούλας μου και την ακουμπάω επάνω στο τραπέζι.
«Πες μας βρε Χάρε, να χαρείς, τι κάνουνε τ’ αλάνια»
«βρίσκουν νταμίρα, έχουν λουλά για κάθουνται χαρμάνια;»
«Πάρε δυο δράμια προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο»
«και δώσε να φουμάρουνε τ’ αδέλφια μας ’κει κάτω»

«Κι όσοι μαχαιρωθήκανε και πήγανε στον Άδη»
«για πες μας, γιατρευτήκανε ή λιώσαν στο σκοτάδι;»
«Κι όσοι από καρασεβντά τρελάθηκαν και πάνε»
«πες μας, τους πέρασ’ ο νταλγκάς, για ακόμα αγαπάνε;»
«Πες μας τι κάνουν οι φτωχοί, πρεζάκηδες κι εκείνοι»
«πάρε να δώσεις και σ’ αυτούς λιγάκι κοκαΐνη»

Ανάμεσα στο χασικλίδικο άσμα….συνεχίζει ο Θωμάς την ενημέρωση και σχεδόν τελειώνει.
  • Τώρα «τα ζάρια στον μάστορα», ο καπετάν Μιχάλης. Για  «παγκουί δε σπίκαρες».
  • Νομίζω ότι έχουμε κανονίσει την αμοιβή σου καπετάνιο, πήρες και προκαταβολή.
  • «Κόψε και ξαναμοίρασε»
  • Τι εννοείτε;
  • Τώρα θα σου δείξω, έ Μίλτο έλα δω.
  • Απ το τραπέζι με τους δικούς του προσέρχεται και κάθεται μαζί μας το παλικάρι με ναυτικό καπέλο.
  • Ο Μίλτος είναι ο δεύτερός μου στο ταξίδι, κάνει τις συστάσεις ο καπετάνιος, σ ακούμε παίδαρε.
  • Ανθίστικα τη δουλειά, μόλις μπήκαν μετά από σας οι δυο τύπου με τις μαλούρες και η γκόμενα, που κάθονται στο βάθος, μη γυρίσετε, είναι Ρώσοι.
  • Και τι σχέση έχουν με τη δουλειά μας; ο Θωμάς.
  • Μίλτο «ζούλα κι αβέρτα», ο καπετάνιος.
  • Λοιπόν, για να παίξουμε «αβέρτα πάγκα» (με ανοιχτά χαρτιά, ο Θωμάς εξηγεί), οι μαλούρες είναι μαχαιροβγάλτες και η ξανθιά την πέφτει στο θύμα.
Φαίνεται ότι έχουν μάθει, κάπου το μυριστήκανε, για τη δουλειά με τ αρχαία, δουλειά με μεγάλη ζήτηση απ τους αρχαιοκάπηλους, και στήνουνε τώρα σχέδιο για να μας τα βουτήξουν. Η γκόμενα θα τα ρίξει σ έναν από μας, θα μάθει λεπτομέρειες, ίσως προτείνει και τάχα συνεταιρισμό και θα ακολουθήσουν τ αγόρια με τις λάμες. Είτε στην ξηρά πριν φύγουμε, είτε στη θάλασσα.
·       Οπότε; αναρωτιέμαι.
·       Οπότε Δικηγόρε, «άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες».
·       Θέλει να πει, πρόβλημα!, εξηγεί ο Θωμάς
·  Και τι κάνουμε;
·  Να στο «ζωγραφίσω». Ανεβαίνει το κασέ του μεγάλου, διευκρινίζει ο καπετάνιος, λόγω αυξημένης επικινδυνότητας. Άλλο ένα πενήντα τοις εκατό.
·  «Αγάντα καπετάνιο», επεμβαίνω εγώ και όλοι με κοιτάζουν απορημένοι, αφενός για το θάρρος-θράσος κι αφετέρου για τη μαγκιά.
·  Για ρίχτα λελέ.
·  Πρώτον ο κρητικός δεν είναι στη «βλακ λιστ».. Στο «βαφανγκούλο» οι Ρώσοι και δεύτερον οι κρητικοί εκτός από παλικάρια είναι και ερωτιάρηδες. Λοιπόν αν εξουδετερώσω τους Ρώσους, παραμένει η αρχική τιμή καπετάνιο;
·  «Ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα», άντε ρε κριτικάτσι ρίξ τα δίχτυα στη «βακέτα» και συμφωνούμε. Αλλά εμείς το λέμε  «γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ».

Φεύγοντας απ το μπαρ καταστρώσαμε το σχέδιο με το Θωμά.
Αυτή η λύση ήταν αναγκαστική, γιατί εάν δίναμε αυτά που ζητούσε ο Καπετάν Μιχάλης θα μειωνότανε η δική μας αμοιβή, βλέπεις είχαμε πάρει εργολαβία τη δουλειά και άλλωστε δεν μπορούσε κανείς να ριψοκινδυνέψει τη «δουλειά» εφόσον την είχαν μυριστεί οι Ρώσοι μαφιόζοι.
Έπρεπε να εξουδετερωθούν και κάτι είχα στο νου.

Ο Θωμάς έμαθε σε ποιο ξενοδοχείο μένουν κι εγώ, γνωρίζοντας το ρόλο που έπαιζε στη συμμορία η ξανθιά, έπεσα στα δίχτυα της.
Έπρεπε να με γοητεύσει για να μου αποσπάσει πληροφορίες ή να με κάνει όργανό της για αρπαγή των αρχαίων.
Θυσιάστηκα φίλοι μου!
Βρέθηκα τυχαία έξω απ το μπαρ του ξενοδοχείου της, όπως βγήκε τρακάραμε, «με άφησε να της κάνω καμάκι», «με παρέσυρε στο δωμάτιό της» και τελικώς «με άφησε να τη ρίξω στο κρεβάτι».
Τελικά η τιμωρία μου ήταν πολύ σκληρή, θυσιάστηκα για τα Μινωικά αρχαία!
Την άλλη μέρα «με μέθυσε» και μου απέσπασε τα μυστικά.
Που φυλάσσονται τα αρχαία, λεπτομέρειες του χώρου, κωδικός λουκέτων, ωράριο φυλάκων κλπ καθώς και ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή, όπου θα της έκανα τηλέφωνο και μετά σινιάλο, ώστε να μπει και να τα αρπάξει και «να τα μοιραστεί μαζί μου», όπως με έπεισε ότι θα κάνει.
Το ραντεβού ήταν για την μεθεπόμενη μέρα Παρασκευή, απόγευμα.

Την Πέμπτη το βράδυ πριν σαλπάρει φορτωμένο το καράβι μας, ο καπετάνιος με φώναξε στη σκάλα επιβίβασης και πριν σφυρίξει αναχώρηση, μου είπε.
- Μπράβο κρητικέ, μας έβαλες τα γυαλιά. Πες της γκόμενας δυο κουβέντες πριν τη χαιρετήσεις, στα δικά μας Πειραιώτικα, και μου ψιθύρισε στ αυτί.

Την Παρασκευή, κατεβήκαμε εγώ κι ο Θωμάς  στο Ηράκλειο με το LISSOS.
Το κινητό μου κουδούνιζε όλη τη μέρα.
Περίμενα, την άφηνα να βράζει στο ζουμί της, και κατά το βραδάκι, της έστειλα SMS=
«Αγαπητή Σβετλάνα, δυστυχώς για μας, φαίνεται ότι απ το Υπουργείο μας κατάλαβαν και έφυγε η αποστολή νωρίτερα απ την κανονισμένη αναχώρηση.
Ο καπετάνιος σου στέλνει μήνυμα:
*Το περίπτερο τάβαλε με το σούπερ μάρκετ*
Και *άβελε κουράβελε και κουραβέλα νάκα*»

Σε μένα ο Θωμάς εξήγησε:
Μανώλη το ανθίστικες; Να στο ερμηνεύσω;

Κάνεις τα πάντα για να πηδήξεις….. αλλά τζίφος……


Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρασαν απ' τον τεκέ
  ένας είπε απ την παρέα
      πα να πιούμε ναργιλέ……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου