Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο κύριος Μένης


                        Ο κύριος Μένης         (7)



     Ονομάζομαι Μένης Αρναούτης του Χρηστάκη, καταγωγής από τα Γιάννινα και κάτοικος Αθήνας εδώ και 43 χρόνια, οδός Ασκληπιού 34 και Καλλιδρομίου γωνία.
Είμαι ένας πολύ κοινός τύπος οικογενειάρχη και η ζωή μου είναι μια σκέτη βαρεμάρα.
     Και η εμφάνισή μου συνηθισμένη, κοινή κι αυτή:
     Μια που σας συστήθηκα, ας σας πω και δυο λόγια για την επίσης κοινή οικογένειά μου. Ως συνταξιούχος οδοντίατρος, έχω σύζυγο τη Φλώρα καθαρίστρια στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και τρία παιδιά αρσενικά, τα οποία έχουν κοινότατα και συνηθισμένα χαρακτηριστικά.
     Ο Τζίμης ο μεγάλος, 34 ετών είναι Αρχιτέκτονας, με χόμπι τη ντραμς,
ο δεύτερος ο Βάγγος τελείωσε τη Γεωπονική και έχει χόμπι αυτός την αγωνιστική πολιτική (ανάρχας με ιδιαίτερο εργαστήριο μολότοφ σε ένα στεγασμένο σημείο της βεράντας).
     Ο μικρός γιος Σωκράτης  σπουδάζει, τρόπος του λέγειν, γραφίστας, είναι ο εγκέφαλος της ευρύτερης οικογένειας και τον θαυμάζω, επειδή έχει κληρονομήσει τη σπιρτάδα μου, προς το παρόν αποθηκεύει γνώσεις και εμπειρίες από τα κόμικς.
     Θέλω να σας διαβεβαιώσω και δεν είναι υπερβολή, ότι στο σπίτι μου κυριαρχεί μια αλεργιογόνα ανία, μια αρρωστημένη ησυχία, μια ζοφερή πλήξη και μια ανυπόφορη σιέστα, που καμιά φορά διακόπτονται από τα ντραμς του μεγάλου, από τα εκρηκτικά χημικά πειράματα (είδε μολότωφ) του Βάγγου ή από τους διπλωματικού τύπου ανταγωνισμούς  (ξεμαλλιάσματα) μάνας και γιων.
     Ως συνταξιούχος και ηλικιωμένος, είμαι ενήμερος ότι οι φιλόσοφοι και οι μεγάλοι ερευνητές επιστήμονες συμβουλεύουν να διατηρείται το μυαλό και το σώμα εν εγρηγόρσει, γιατί η μονοτονία και η απραξία προκαλούν σε μεγάλες ηλικίες τη νόσο του Σοπενχάουερ (πάντα μπερδεύομαι αν λέγεται Αλτσχάιμερ ή Αιζενχάουερ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων).
     Για το λόγο αυτό λοιπόν, προσπαθώ να ασκούμαι στο πνεύμα και στο σώμα, οπότε το τάβλι (στο οποίο ασκείται το σώμα με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πούλια ή στο κεφάλι του κωλόφαρδου αντίπαλου), και η κολτσίνα (έστω Θανάσης ή Μπιρίμπα κλπ όπου εδώ υπάρχει έντονη άσκηση οξύνοιας), είναι τα καλύτερα φάρμακα για την πρόληψη αυτής της περίεργης  νόσου.
     Θα ήθελα πολύ να σας αναφέρω κι άλλες σκέψεις μου με φιλοσοφικό υπόβαθρο, αλλά δεν είμαι απ τους τύπους που κάνουν επίδειξη γνώσεων και ιδιοφυίας, οπότε το σέβομαι, άλλωστε θα γίνει μόνο του κατανοητό αν προχωρήσουμε παρακάτω.
     Διαβάζω πολύ και ιδίως σχεδόν ότι σχετικό με θέματα επιστημονικής φαντασίας κυκλοφορεί στους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους κι έχω γνώση κι εμπειρία του θέματος. Ξέρω ότι σχεδόν ποτέ ο άνθρωπος δεν θα καταφέρει να μάθει την πλήρη αλήθεια γι αυτό το άπειρο Σύμπαν, γι αυτά τα τρομερά μυστήρια της ζωής και της ύπαρξης.
     Έτσι λοιπόν με θέλγει το θέμα και διψάω για εξηγήσεις και λύσεις, φανταστικές έστω, αλλά που σου δίνουν ψευδαίσθηση πραγματικότητας.
Σας είπα μερικά απ τα μυστικά μου.

Εκείνο το πρωινό, που θα σας διηγηθώ, με τάραξε λίγο, αλλά ήταν μια απόλυτη επαλήθευση της, περί την επιστημονική φαντασία, ιδεολογίας μου.
…Γκλαν…Γκλαν…Γκλαν…
Ανοίγω θορυβημένος το ένα μάτι, σκέπτομαι και
…Γκλαν…Γκλαν…Γκλαν…
Πρέπει να είναι πρόβα του μεγάλου γιου με τα ντραμς, ή μήπως μαγειρεύει η συμβία η..η..
…Γκλαν…Γκλαν…Γκλαν…
Επιτέλους ας το σταματήσει κάποιος, με ξυπνήσατε εντελώς. 
     Σηκώνομαι απ το κρεβάτι, βαρύς απ τον ύπνο και με μια ελαφριά ζαλάδα. εξερευνώ τις πιθανές αιτίες του συμβάντος και δια της εις άτοπον απαγωγής καταλήγω: ο θόρυβος είναι εξωτερικός. Από τη βεράντα αντιλαμβάνομαι  ότι ο θόρυβος είναι η καμπάνα της εκκλησίας του Αγ.Νικολάου που μας θυμίζει τη γιορτή του Αγ.Πνεύματος.
     «Φλωράκι μου ξύπνησες; Θα μου φέρεις χρυσό μου το καφεδάκι;», κάνω την απαραίτητη πρώτη αίτηση της ημέρας, στη συμβία.
     «Τι ξύπνησες πρωί-πρωί, τεμπέλης συνταξιούχος είσαι, καν τον μόνος σου», ακούγεται απ την κρεβατοκάμαρα η γλυκιά φωνή της.
     «Σωπάστε επιτέλους κοιμόμαστε», ακολουθούν κι άλλες γλυκές φωνές.
     «Μια που θα κάνεις καφέ, κάνε μου και μένα ένα τοστ με βούτυρο, ζαμπόν, πορτοκάλι χυμό και δημητριακά, αγαπημένε μου μπαμπάκα», ακούγεται άλλη μια γλυκιά φωνή.
     Μέχρι να ετοιμάσω μερικά πρωινά, δέχομαι το πρόγραμμα των αγγαρειών της ημέρας, παγώνει και ο καφές μου, οπότε σπεύδω το γρηγορότερο να φύγω για να γλιτώσω όσες πιθανές περισσότερες δουλειές θυμηθούν στην πορεία να μου αναθέσουν.
     Συμφωνώ απόλυτα ιδεολογικά με τους συντηρητικούς πολιτικούς που θέλουν να αυξήσουν τα χρόνια για σύνταξη, γιατί είναι αδύνατον να σας περιγράψω πόσο κουραστική είναι η ζωή σ αυτή.
     Σε σύγκριση με τα πιο σκληρά επαγγέλματα, όπου μπορείς να πιεις τον καφέ σου, να διαβάσεις την εφημερίδα σου, να κουτσομπολέψεις με συναδέλφους, να αράξεις, να κάνεις τον άρρωστο, να διώξεις έξυπνα τον μπελά (πελάτη ή αφεντικό) και να γυρίσεις κουρασμένος στο σπίτι με εντολή να μη σε ενοχλήσουν. Ενώ τώρα είσαι ο τεμπέλης, ο άχρηστος, ο αποδιοπομπαίος τράγος και πρέπει να κάνεις όλες τις «μικροδουλειές» (Τράπεζες, εφορείες, σούπερ μάρκετ, λαϊκή, εισιτήρια διάφορα, παιδικούς σταθμούς, πάρκο, πλυντήριο, άπλωμα κλπ κλπ).
     Με το χαρτάκι- λίστα ανά χείρας καλώ το ασανσέρ και μπαίνω για το ξεκίνημα μιας συνηθισμένης μέρας. Καθώς κατεβαίνω απ το ρετιρέ προς το ισόγειο,
     «Αμάν κάτι δεν πάει καλά. Μένη τα έχασες. Πως είναι δυνατόν το ασανσέρ να έρθει από επάνω, αφού εγώ είμαι στο τέρμα, στο τελευταίο πάτωμα; Θα τρελαθώ. Ή μήπως άρχισα να τα χάνω, αλλά δεν είμαι σίγουρος, μήπως πρόκειται γι αυτή την καταραμένη αρρώστια των Συνταξιούχων;» σκέπτομαι δυνατά και πανικόβλητος.
     Σκοτισμένος βγήκα στο δρόμο, έχει πολύ ήλιο σήμερα, κοιτάζω στον ουρανό- είναι άδειος από σύννεφα, μόνο επάνω μου σχεδόν ένα μικρό συννεφάκι με καταβρέχει. αισθάνομαι τις πρώτες ψιχάλες της βροχής, γαμώτο δεν πήρα ομπρέλα, κοιτάζω γύρω μου κανένας με ομπρέλα….αλλά νάτο πάλι.
     Βρέχει μόνο επάνω μου και όλος ο άλλος χώρος είναι στεγνός.
Της φαντασίας μου παιχνίδια, σκέφτομαι.
     Πριν αρχίσω τις αγγαρείες και μετά αυτές τις παράξενες εμπειρίες, πρέπει επειγόντως να χαλαρώσω πίνοντας ένα καφέ.
     Μπαίνω στο καφενεδάκι της Ασκληπιού  απέναντι απ την είσοδο του Αγ. Νικολάου:
     «Καλημέρα Αγησίλαε, καλημέρα παιδιά (γέροντες έπρεπε να πω, αλλά άσε), φέρε μου σε παρακαλώ το γνωστό μου καφεδάκι πολλά βαρύ και όχι».
     «Ότι πεις κυρ Μένη θα σου περιποιηθώ το καφεδάκι σου», πρόσχαρα ο Αγησίλαος ο καφετζής  και φίλος.
     Παίρνω την εφημερίδα του καφενείου και ρίχνω μια πρώτη ματιά στα νέα, έρχεται και ο καφές και πλέον αισθάνομαι χαλαρός και ευδιάθετος.
     Αλλά κάτι πάλι δεν πάει καλά. Με το ποτηράκι του καφέ πίνω… χαμομήλι. Τον καημένο τον Αγησίλαο, τάχει χάσει, δεν θα πω τίποτα μπροστά στους άλλους, θα τον περιμένω να έρθει στο τραπέζι μου και θα του πω όμορφα ότι έκανε λάθος, να μην τον προσβάλω. Πίνω λίγο χαμομήλι, μορφάζω και γυρίζω τις σελίδες για τα αθλητικά.
     Άλλο πάλι τούτο, η σελίδα γράφει επάνω ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ αλλά είναι κενή. Σήμερα όλα ανάποδα  πάνε, φαίνεται ότι δεν την τύπωσαν καλά.
     Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει ο Αγησίλαος, κάθεται δίπλα μου:
     «Διάβασες Μένη για το ματς, τον σκίσαμε χθες τον Ολυμπιακό»
     «Πλάκα πρωί-πρωί Αγησίλαε, αφού δεν έχει τυπωθεί το θέμα των Αθλητικών», του απαντάω.
     Παίρνει την εφημερίδα απ τα χέρια μου και διαβάζει:
     «Θρίαμβος των πράσινων ηρώων, τα δύο γκολ σημειώθηκαν με φάουλ έξω απ την περιοχή», νάτα ρε Μένη κοίτα και μόνος σου.
     Του παίρνω με θυμό την εφημερίδα και ω του θαύματος: γυρίζω όλες τις σελίδες και είναι  όλες τυπωμένες.
     «Δίκιο έχεις, δεν είδα καλά, αλλά ρε Αγησίλαε τι είδους καφέ μου έφερες;»
     «Όπως πάντα πολλά βαρύ και όχι, δεν πιστεύω να έκανα λάθος και να έβαλα πολύ ζάχαρη, για να δω» και παίρνει το φλιτζάνι, πίνει και…
     «Μια χαρά, πολλά βαρύς και όχι», εκείνη τη στιγμή τον φωνάζουν από άλλο τραπέζι, κάνει να αφήσει το φλιτζάνι, αυτό γλιστράει, πέφτει στο πάτωμα, σπάει και χύνεται από μέσα ένας ολοζώντανος καφές. Πού είναι το χαμομήλι που ήπια εγώ. Μπα τρελάθηκα πάλι.
     Φεύγω κακήν κακώς απ το καφενείο, περιπλανιέμαι λίγο συγχυσμένος και αποφασίζω, θα πιω ένα ουίσκι μήπως και ξελαμπυκάρω.
     Πηγαίνω στην πλατεία Εξαρχείων, κάθομαι σε μια πολυθρόνα μέσα στα δέντρα, κάτω απ τον πλάτανο και παραγγέλνω, ενώ συγχρόνως μελετάω τη λίστα με τα ψώνια.
     Αισθάνομαι ξάφνου μια υγρασία στο μπατζάκι, έχει γούστο πάλι να με κυνηγάει το σύννεφο. Κοιτάζω κάτω, τι να δω. Ένα σκυλάκι με πέρασε για δέντρο και ανακουφίστηκε στο πόδι μου. Πίνω ένα διπλό ουίσκι, πληρώνω και φεύγω προς την Ιπποκράτους.
     Τι μέρα αυτή, όλα τα παράξενα σε μένα συμβαίνουν, σταματάω σκέπτομαι και πιάνω έναν πιτσιρικά στο πεζοδρόμιο:
«Νεαρέ κάνε μου μια χάρη, τσίμπησέ με στο μπράτσο.»
     Με κοιτάζει έκπληκτος, αλλά του προτείνω ένα δεκάρικο ευρώ, οπότε του καλάρεσε, με τσίμπησε, πόνεσα και βεβαιώθηκα με λύπη ότι ήμουν ξύπνιος.
     Πως όμως εξηγούνται όλα αυτά τα παράδοξα;
(Υπομονή αναγνώστη, στο τέλος επικρατεί διαύγεια!!!).
     Πάει να με κυριεύσει πανικός, αλλά  αντιμετωπίζω ψύχραιμα την κατάσταση.
     Μένη πάρτο απόφαση, σκέφτομαι, κάτι τρέχει εναντίον σου, υπομονή και στωικότητα, έχεις αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις στη ζωή σου, θα περάσει κι αυτό.
     Από εδώ και πέρα τίποτα δεν με εκπλήσσει.
-Το σκυλάκι Κανίς ενός γείτονα, που διασταυρωνόμαστε, ορμάει να με δαγκώσει, παρόλο που με αγαπάει με άλλες συνθήκες γιατί το ταίζω λιχουδιές,
-Πέφτει ένα τούβλο, καθώς περνάω κάτω από νεοαναγειρόμενη οικοδομή και με χτυπά ελαφρά στο πόδι,
-Σε κάθε κάθετο σοκάκι που πάω να περάσω, όλο και κάποιο ποδήλατο ή μηχανάκι μπαίνει με φόρα μπροστά μου, αλλά προσέχω πλέον και δεν ταράζομαι,
-Από τη βιτρίνα ενός καταστήματος ηλεκτρικών όπου παίζει μια τηλεόραση τις ειδήσεις, ο εκφωνητής Χατζηπαπάρας μου κλείνει το μάτι και μου φωνάζει: γεια σου Μένη μαλάκα,
- Στο ταμείο του ΟΤΕ να εξοφλήσω κάτι λογαριασμούς της οικογένειας, πληρώνω για δυο λογαριασμούς 68 ευρώ, αλλά ο ταμίας δεν δέχεται ότι πληρώθηκε, μου κάνει φασαρία, με αποκαλεί κλέφτη και αναγκάζομαι να ξαναπληρώσω για να γλιτώσω από τα αποτιμητικά βλέμματα των συμπολιτών μου στην ουρά,
-Στην τράπεζα άλλο πάλι, βάζω την κάρτα στο ΑΤΜ και αντί χαρτονομίσματα μου βγάζει διαφημιστικά φυλλάδια πιτσαρίας, προσπαθώ μάταια να  πείσω το Διευθυντή για να πάρω πίσω τα λεφτά με τα οποία χρεώθηκε η κάρτα μου,
-Στη λαϊκή αγορά διαλέγω πορτοκάλια και στη σακούλα μπαίνουν τομάτες, τα νεκταρίνια γίνονται αγγουράκια, οι πατάτες-κολοκύθια, τα φασολάκια-μπάμιες, τα αυγά-λεμόνια κλπ. Τα παρατάω και φεύγω.
-Σούπερ μάρκετ: το καροτσάκι ξεφεύγει απ την πορεία του και γκρεμίζει μια στοίβα γάλατα κονσέρβες, πιάνω ένα μπουκάλι κόκα κόλα από το κάτω ράφι και μαζί το κορδόνι της φούστας μιας χοντρής που τη λύνει και μένει με την κυλόττα-με κυνηγάει- γλιστράμε και πέφτουμε πάνω σε πακέτα ζάχαρες αγκαλιά, αυτή με ανοιχτά τα πόδια κι εγώ μέσα της,
     Οι σκέψεις μου είναι όλες μαύρες, φαντάσου λέω από μέσα μου να πάνε άσχημα και οι επενδύσεις μου σήμερα. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση στο μυαλό μου και ακούω τον εφημεριδοπώλη:
-Έκτακτο παράρτημα, το χρηματιστήριο κατρακυλάει, οι μετοχές χάνουν την αξία τους, κραχ στη Σοφοκλέους!!!
     Τρέχω μακριά, προσοχή μη γλιστρήσω, τι ήθελα να το πω, ξαπλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο πεζοδρόμιο μπροστά στο απόσπασμα τσολιάδων, που κάνουν αλλαγή φρουράς στον Άγνωστο Στρατιώτη και παρασύρω έναν πανύψηλο τσολιά, που πέφτει κάτω σηκώνεται η φουστανέλα και…να μαζεύονται οι τουρίστριες να θαυμάσουν το…θέαμα…
     Μετά από λίγο με αφήνει ελεύθερο ο Αρχι-λοχίας του αποσπάσματος, αφού πείθεται ότι δεν είμαι ανθέλλην σαμποτέρ, αλλά ένας κοινός μαλάκας, όπως με στόμφο με προσφώνησε.
     Απηυδισμένος σταματάω τις δουλειές, υποφέρω τη μοίρα μου και κάθομαι σε ένα παγκάκι του Εθνικού κήπου, είναι σκληρό αλλά δεν παραπονιέμαι.
     Η ώρα έχει γίνει 12, κάπου κοντά χτυπάει κάποιο ρολόι 12 φορές.
     Περνάει από μπροστά μου ένας ζητιάνος και όταν του ρίχνω ένα κέρμα, μου λέει:
«Μέχρι εδώ, τώρα πήγαινε στην πηγή, πιες νερό και γέμισες», χαμογελάει αινιγματικά και απομακρύνεται.
     Δεν καταλαβαίνω τι λέει, αλλά ψάχνω για την πηγή, τη βρίσκω δίπλα στη λιμνούλα με τις πέργκολες, πίνω απ το κρυστάλλινο νέκταρ…και…
     Ξαφνικά αισθάνομαι πιο άνετα, κάθομαι σ ένα παγκάκι, προσέχω και βλέπω  από κάτω μου ένα μαξιλάρι, πως βρέθηκε αναρωτιέμαι επάνω στο παγκάκι και δεν το πρόσεξα; Άλλη παραξενιά αυτή, αλλά με βολεύει και την προσπερνάω.
    Είναι νωρίς ακόμη για να γυρίσω σπίτι, όπου πιθανότατα θα με φορτώσουν με νέες αγγαρείες (ψωμί, πλυντήριο, σιδέρωμα κλπ), γι αυτό αγοράζω μια εφημερίδα απ το περίπτερο, πηγαίνω στο καφενεδάκι του κήπου, παραγγέλλω τον πολλά βαρύ καφέ μου και με καινούργια διάθεση αποφασίζω να πάρω το δρόμο της επιστροφής.
     Περπατώντας στο πεζοδρόμιο του Άγνωστου Στρατιώτη με σταματά ένας ψηλός νεαρός, που κάτι μου θυμίζει.
     «Με συγχωρείται κύριε Αρναούτη είμαι ο αρχιλοχίας των τσολιάδων, θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου προηγουμένως, δεν ξέρω τι έπαθα συνήθως είμαι ευγενής».
     «Καλά παιδί μου συχωρεμένος, κι εγώ δεν ξέρω πως δημιούργησα εκείνο το θλιβερό επεισόδιο, συνήθως είμαι πιο προσεκτικός».
     Προχώρησα παρακάτω με ένα αίσθημα ικανοποίησης και ευεξίας, να που υπάρχουν και ευγενείς άνθρωποι που παραδέχονται τα λάθη τους.
     Όλα πηγαίνουν πρίμα, άλλαξε η τύχη μου φαίνεται.
     Έχω πάρει φόρα, θεωρώ ότι όλα θα μου πάνε καλά και δεν προσέχω, οπότε ακούω ένα στρίγγλισμα φρένων και πέφτω επάνω στο καπό ενός ταξί, ακούω και τη γνωστή προσφώνηση, επειδή πήγα να περάσω διάβαση με κόκκινο.
     «Μένη συμμορφώσου», λέω στον εαυτό μου, «Συν Αθηνά και χείρα κίνει, μη στηρίζεσαι σε φαντασιώσεις, πρόσεχε!»
     Στη συνέχεια στην τράπεζα αναγνωρίζουν το λάθος τους, στο μάτι μου πέφτει και ο πίνακας των μετοχών, που μόλις έκλεισε στο χρηματιστήριο και βλέπω με ικανοποίηση ότι την τελευταία ώρα σταθεροποιήθηκαν οι τιμές τους, άρα για σήμερα τουλάχιστον δεν είμαι χαμένος.
     Με αυτοπεποίθηση πλέον μπαίνω στον ΟΤΕ. Μόνο που δεν μου κάνουν υπόκλιση, ο ταμίας έχει κλείσει ταμείο, έχει βρει πλεόνασμα 68 ευρώ και μου ζητάει ταπεινά συγγνώμη που με πρόσβαλε.
     Τώρα θα λογαριαστώ με όλα τα προηγούμενα, περνάω μπροστά απ το μαγαζί με τηλεοράσεις και στέκομαι στη βιτρίνα, αυτή τη στιγμή παίζει ένα κουβανέζικο συγκρότημα, οπότε…θεέ και κύριε…ο τραγουδιστής με το μικρόφωνο στο χέρι μου χαμογελάει, μου κάνει χαιρετισμό με το χέρι «ο.κ.» και λέει δυνατά: «Γειά σου Μένη λεβέντη», ορκίζομαι ότι είναι αλήθεια, δεν με γέλασαν τα μάτια και τα αυτιά μου, άλλωστε με όσα έχω περάσει σήμερα δεν παραξενεύομαι με τίποτα.
     Ακάθεκτος προχωρώ, μπροστά μου η οικοδομή που έφαγα το τούβλο, περνάω πολύ προσεκτικά και αυτή τη φορά με …κουτσουλάει… ένα περιστέρι. Πάλι καλά.
     Στη Λαϊκή αγορά όλα πρίμα.
     Στο σούπερ μάρκετ όλα εντάξει.
     Το σκυλάκι Κανίς του γείτονα αυτή τη φορά έρχεται μου γλύφει τα παπούτσια και μου λέει (λόγω τιμής το άκουσα καλά), «σ αγαπάω Μένη».
     Η τύχη μου έχει πάρει τα επάνω της, μια ψιλή βροχούλα που άρχισε, βρέχει όλο τον κόσμο εκτός από μένα.
     Φεύγω για το σπίτι.
     Μπαίνω στο ασανσέρ, πατάω 6ο πάτωμα και…οχ…
     Συνειδητοποιώ πάλι, το ασανσέρ ήρθε από κάτω, αλλά η οικοδομή δεν έχει υπόγειο!!
     Πάλι τα ίδια, πάλι νέες περιπέτειες και νόμιζα ότι ξόφλησα με τα περίεργα.
     Ανεβαίνω συγχυσμένος, απαντάω με νεύρα στη γυναίκα μου τη Φλώρα και μάλιστα μοιράζω και μερικές σβουριχτές καρπαζιές στους γιους μου.
     Κλείνω δυνατά την πόρτα του δωματίου μου, φωνάζοντας άγρια:
«Δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς».
     Έχω ξεχάσει να πάρω το ποτήρι με το νερό, που έχω πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου και φωνάζω δυνατά στη Φλώρα:
     «Φέρε μου ένα ποτήρι νερό», (σκοτισμένος δεν λέω ούτε το απαραίτητο συνηθισμένο σε πολιτισμένους ανθρώπους- παρακαλώ).
Ρε παιδιά, τι να σας περιγράψω, κοσμογονία, αλλαγές…
     Η Φλώρα τσακίζεται να μου φέρει το νερό, όλοι με κοιτούν με σεβασμό, παραμερίζουν όταν περνώ…
     Λοιπόν κατάλαβα, μετά τα όσα μου συνέβησαν σήμερα, επιτέλους μου αποκαλύφθηκε η αλήθεια, ο σωστός τρόπος φέρεστε στην οικογένεια.
     Αλλαγή τακτικής, καλή η δημοκρατία, καλή η ευγένεια, αλλά αν δεν γίνεται κατανοητή εκλαμβάνεται σαν αδυναμία. Πρέπει να επιβληθώ, να δείξω ποιος είναι ο αρχηγός, να κερδίσω το σεβασμό μέσα στο σπίτι μου και έτσι καλύτερα τη συνεργασία των δικών μου.
     Πρώτη μου δουλειά να τους καλέσω και να μοιράσω αρμοδιότητες, να καταλάβουν ότι βγήκα σε σύνταξη για να ξεκουραστώ μετά από 30 χρόνια δουλειάς και όχι για να αρχίσω ένα καινούργιο κύκλο απασχόλησης, ότι όλοι έχουν τις ευθύνες τους.
     Εκμυστηρεύτηκα τις σκέψεις μου  στη Φλώρα, της δήλωσα ότι από δω και στο εξής είμαστε μόνοι οι δυο μας και εισέπραξα ένα θερμό φιλί και ένα «μπράβο τώρα είσαι ο Μένης που ήξερα».
     Να λοιπόν που η σημερινή παράξενη μέρα μου έδωσε ένα μάθημα ζωής.
     Να λοιπόν που ο ουρανός που μ έβρεξε, το δέντρο που με κατούρησε το σκυλάκι, τα επικίνδυνα σοκάκια και λοιπές δοκιμασίες, μου έδωσαν την ευκαιρία να βρω (με παράξενο τρόπο βέβαια) την πηγή και να αλλάξουν όλα.
     Γηράσκω αεί διδασκόμενος.
     Ξαπλώνω ικανοποιημένος στο κρεβάτι μου, πάμε τώρα για ύπνο γιατί εκτός από παράξενη ήταν και πολύ κουραστική η σημερινή μέρα, μονολογώ. Έκλεισα το πορτατίφ και γύρισα πλευρό, αλλά ήταν γραφτό μου να ταλαιπωρηθώ ακόμη αυτή τη σημαδιακή μέρα, το κομπιούτερ με ειδοποιεί ότι έχω επείγον e-mail.
     Σηκώνομαι απ το κρεβάτι, ανοίγω το P/C και διαβάζω:
     «Μένη, έπεσες σε μια σχισμή του χωροχρόνου, όσα συνέβησαν εξηγούνται εύκολα με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν, Ε=mc2».
     Πανεύκολο πλέον για μένα, ένα φανατικό οπαδό της εκλαϊκευμένης επιστήμης, η εξίσωση δηλώνει τη σχέση ύλης και ενέργειας, ήτοι:
     Η Ενέργεια ισούται με τη μάζα επί ταχύτητα στο τετράγωνο και έχει τη σημασία ότι τίποτα δεν χάνεται αλλά μετατρέπεται από ύλη σε ενέργεια και αντιθέτως.
     Όπως υπάρχει μια ισορροπία στη φύση μεταξύ ύλης και ενέργειας, έτσι υπάρχει και μια ισορροπία θετικών και αρνητικών δυνάμεων στον κόσμο, με άγνωστη βέβαια αναλογία και διαδικασίες, μόνο που σε μένα συνέπεσε να γίνουν όλα μέσα σε ένα 12άωρο.
     Φαίνεται λοιπόν ότι σ αυτό το σχίσμα του χωροχρόνου που έπεσα, το πρωί συνέβησαν γεγονότα αρνητικά, μέχρι τις 12 μμ (τώρα θυμάμαι και τον περίεργο ζητιάνο, που μου χαμογέλασε αινιγματικά και είπε με σημασία «Μέχρι εδώ, πιες απ την πηγή και γεμίζεις»).
     Απ τις 12  και πέρα συνέβησαν τα ίδια γεγονότα αλλά θετικά πλέον και ισοφάρισαν τα αρνητικά, άρα σύμφωνα με το νόμο του Αϊνστάιν, ότι έγινε το πρωί από μια παραξενιά της φύσης διορθώθηκε το απόγευμα και αποτέλεσμα μηδέν, όλα όπως πριν.
     Μεγάλο κέρδος της ιδιομορφίας που μου συνέβη, αποτέλεσε  η διαπίστωση των αδυναμιών μου στη διαχείριση των οικογενειακών υποθέσεων και η επαλήθευη της ιδεολογίας μου για την επιστημονική φαντασία.
     Αύριο θα ξυπνήσει ένας νέος Μένης Αρναούτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου