Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Ρεζεντά


                             Ρεζεντά                 (3)




        Ο διευθυντής παραγωγής ήταν έτοιμος, το στούντιο προγραμματισμένο, οι βοηθοί στην τσίτα. Ο τενόρος έκανε την τελευταία πλύση και γαργάρα να καθαρίσει το χρυσό λαρύγγι.
        Είχε περάσει πολλά στη ζωή του ο Κωσταντίνος Μερκούρης, μέχρι να δει το άστρο του να απογειώνεται.
        Έξη αδέλφια, πατέρας εργάτης οικοδομών, μάνα καθαρίστρια, το ψωμί ποτέ δεν περίσσεψε στο σπιτικό τους. Δουλειά στις οικοδομές απ τα χαράματα μέχρι να νυχτώσει ο αρχηγός της οικογένειας και πάλι καλά να υπήρχε δουλειά. Πολλές φορές γύριζε σπίτι το μεσημέρι άεργος, ντρεπόταν να αντικρίσει τα παιδιά, που σαν πουλάκια περίμεναν με το στόμα ανοιχτό και περίμενε κι αυτός να φέρει κάποιο ξεροκόμματο η μάνα να τα ταίσει. Μισές μέρες δουλειά και μισές αεργία. Μισές μέρες φασολάδα και φακές και μισές ξεροκόμματο. Μια, δυο, τρεις η ντροπή να γυρίσει χωρίς ψωμί, τον έσπρωξε στο ταβερνάκι. Δεν ήθελε πολύ, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, κρασί, μεθύσι, μαλώματα με τη γυναίκα και ξύλο, φυλακή….πήγε χαμένος ο γέρος.
        Έμεινε η μάνα με πέντε ορφανά. Ο μεγάλος από 10 χρόνων στη δουλειά, να θρέψουν τα κουτσούβελα και να τα μεγαλώσουν. Που σχολείο, που γράμματα. Τα δυο κορίτσια τα βολέψανε νωρίς- νωρίς με παλικάρια εργατικά και τίμια. Ο δεύτερος, δυο χρόνια μικρότερος απ τον μεγάλο, έμπλεξε με παλιοπαρέες, αλητείες, βρώμικα λεφτά, τον αποκήρυξε με σπαραγμό καρδιάς η μάνα. Όταν ξέμενε, ερχόταν απ την πίσω πόρτα και τούδινε χαρτζιλίκι η χαροκαμένη, κι ας τον είχε αποκηρύξει…
        Ο μικρός, ο Κωστάκης, ήταν το θαύμα της οικογένειας. Είχε μυαλό, έμαθε μόνος του να διαβάζει και να γράφει, αποφάσισαν να θυσιαστούν η μάνα κι ο μεγάλος και να τον στείλουν σχολείο. Ταλέντο στα γράμματα, ταλέντο στη μουσική, φωνή αηδόνι. Όταν τραγουδούσε, τα ελαφρολαϊκά της εποχής, μαζευότανε όλη η γειτονιά και τον χάζευε. Τότε της μόδας ήταν το λαϊκό άσμα «Μικρή μου Ρεζεντά» και ο Κωστάκης το αφιέρωνε στη μανούλα.
         Στο σχολείο, τον παρουσιάζανε και τραγουδούσε στις εθνικές επέτειους και προβλέπανε λαμπρό μέλλον. Βρέθηκε κι ο χορηγός, ένας πλούσιος οδοντίατρος και ανάλαβε να τον στείλει στο Ωδείο, τέλειωσε με άριστα και του δώσανε υποτροφία για την Ιταλία- τενόρος.
        Η ένταση να πετύχει, στην αρχή το πάθος για επιτυχία σκόπευε στην ανάταση της οικογένειάς του, το άγχος του ανταγωνισμού, οι δύσκολες συνθήκες για να τελειοποιεί τις ικανότητές του, όλα αυτά τον απομάκρυναν. Σιγά και σταθερά έσβησε η οικογένεια, ξέχασε τη μάνα, τον μεγάλο, τα άλλα αδέλφια. Τα γράμματά του αραίωσαν και τα λεφτά που έστελνε περιορίστηκαν στο μικρό ποσό που είχε δώσει εντολή στην αρχή της σταδιοδρομίας του, σε μια γραμματέα, να στέλνει.
        Στο σπίτι, ο μεγάλος κι η μάνα είχαν μείνει ζευγάρι δυστυχίας. Δουλειά στα νταμάρια, ξενοπλύσιμο, εκκλησία, καφενείο. Τα κουτσούβελα των δυο κοριτσιών, που ζούσαν σ ένα διπλανό χωριό, ήταν η χαρά τους. Για τον ανεπρόκοπο, μόνο αρνητικά μάθαιναν, από μακριά, εκτός απ τις ανάγκες του. Αυτή ήταν η ζωή τους. Κρυφά ο ένας απ τον άλλο, έριχνε μια ματιά στις εφημερίδες και καμάρωνε για την προκοπή του Κωστάκη, που και το όνομά του είχε αλλάξει, Κωνσταντίνος. Έτσι πάει στη ζωή, αλλάζει ο λύκος προβιά, αλλάζει κι όνομα.
                                                     ---
         Απόψε ήταν μια μεγάλη βραδιά. Συναυλία στην πρωτεύουσα και προσκεκλημένη όλη η αφρόκρεμα. Ήταν η καθιέρωση του Κωνσταντίνου Μερκούρη του τενόρου.
         Ετοιμάστηκε, φόρεσε το σμόκιν, του δέσανε το παπιγιόν, πήρε στο χέρι τα λευκά γάντια και έκανε νόημα στον αρμόδιο να χτυπήσει το κουδούνι της έναρξης. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου του ξανάκανε νόημα, αισθάνθηκε λίγο ζαλισμένος και θεώρησε σκόπιμο να καθυστερήσει μερικά λεπτά, για να πάρει λίγο καθαρό αέρα, πριν βγει στη σκηνή.
         Άνοιξε το παράθυρο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο καιρός ήταν κρύος, αυτό το βραδινό του Δεκέμβρη, αλλά είχε φεγγάρι και μια καθαρή ξαστεριά, έβλεπες και την παραμικρή λεπτομέρεια. Να εκεί κάτω έξω απ την ήδη κλειστή πόρτα του Μεγάρου, δυο άνθρωποι καθισμένοι στα σκαλιά, δυο γέροι, άντρας και γυναίκα σκυφτοί και σφιγμένοι, λες ότι κρύωναν. Αισθάνθηκε παγωνιά και κλείνει το παράθυρο, αλλά μια τσιμπιά στο στήθος, ποιοι είναι αυτοί που κάθονται έξω, τι περιμένουν μες στο κρύο.
Ούτε ο ίδιος κατάλαβε πως τον οδήγησαν τα βήματά του, παρά τις ικεσίες και απέλπιδες προσπάθειες του διευθυντή να τον σταματήσει, γιατί πρέπει τώρα να βγει στη σκηνή. «Δικαιολογείστε με για πέντε λεπτά», του βγήκε ασυναίσθητα.
         Απ την πίσω πόρτα του θεάτρου, με διστακτικά βήματα οδηγήθηκε στην κύρια είσοδο και οι γέρικες φιγούρες μεταμορφώθηκαν στον «μεγάλο» και στη γλυκιά μάνα. «Τι κάνετε εδώ, γιατί δε με ειδοποιήσατε…» ξεκίνησε να πει και κλείδωσε η γλώσσα του. Σαν ένας κεραυνός να χτύπησε τον εγκέφαλό του. Συνειδητοποίησε: Ποιόν να ειδοποιήσουν, τον αδιάφορο, τον προδότη, τον αποστάτη, τον ξένο….
         Και τότε, μέσα στην παγωνιά της νύχτας του Δεκέμβρη, ενώ οι προβολείς της ράμπας ήταν στημένοι και περίμενα τον θρίαμβο του  μεγάλου φημισμένου τενόρου, τότε συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Είχε κάνει το πιο φρικτό έγκλημα. Είχε ξεχάσει, είχε αχαριστήσει, είχε χάσει την ανθρώπινη ιδιότητα.
        Αγκάλιασε τον αδερφό του και ετοιμάστηκε να πέσει στα πόδια του, όταν βγήκαν τρέχοντας ο ιμπρεσάριος και ο Διευθυντής και τον πήραν σηκωτό για την αίθουσα. Όπως τον κρατούσαν φώναξε: « Θανάση, μη φύγετε, περιμέντε με, όλα θ αλλάξουν στο υπόσχομαι».
        Η συναυλία είχε τεράστια επιτυχία, το κοινό παραληρούσε, όπως θα έγραφαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες. Ο Κωνσταντίνος Μερκούρης νίκησε, ο τενόρος θριάμβευσε. Εκείνος δεν είχε μάτια για τίποτε, έδωσε όλη την ψυχή του στο τραγούδι του, που το αφιέρωσε στη μάνα, εκείνες τις μαγικές στιγμές τις αφιέρωσε σ αυτήν και περίμενε να τελειώσει για να της το κάνει και πράξη. Η ζωή του από δω και πέρα θα αφιερωθεί στη μάνα και στα αδέλφια του.
          Απέφυγε τις χαιρετούρες και τα αγκαλιάσματα και διέσχισε το πλήθος, ακολουθούμενος απ του δημοσιογράφους προς την έξοδο. Δεν βρήκε κανέναν, μόνο ο πορτιέρης τον πλησίασε με σεβασμό και του έδωσε ένα χαρτί: « Κωστάκη έλα στο καφενείο του κυρ Νώντα».
         Προς στιγμή μπερδεύτηκε, ποιόν κυρ Νώντα, μετά θυμήθηκε, ο συχωριανός που το καφενείο του στη πλατεία Λαυρίου είχαν στέκι οι συντοπίτες του.  Παίρνει το πρώτο ταξί και μπαίνει τρέχοντας στο καφενείο, σ ένα τραπεζάκι μόνος ο μεγάλος.
         Ο Κωνσταντίνος Μερκούρης, ο τενόρος πέφτει στα πόδια του αδερφού του.«Συχώρα με μεγάλε, είμαι φταίχτης, σας απαρνήθηκα, αλλά τώρα άλλαξα, θα επανορθώσω, θα δεις, που ειν η μάνα; Θα την κάνω βασίλισσα, θα σας κάνω….Μα που είναι η μάνα, την είδα μια χαρά, είναι καλά;». Σταμάτησε βλέποντας την αυστηρή φυσιογνωμία του αδερφού του, του μεγάλου αδερφού που φαντάζει μπροστά του καμπουριασμένος, γερασμένος, ρυτιδωμένος….
         «Κωστάκη, δεν είδες τη μάνα απόψε, η μάνα έχει φύγει…. Δεν μπορέσαμε να σε βρούμε για την κηδεία, έλλειπες στο εξωτερικό μας είπαν και φαίνεται στο έκρυψαν για να μη χαλάσουν την παράσταση. Η τελευταία θέληση της μάνας ήταν να σου δώσω όλη την αγάπη της και ότι ήμαστε όλοι περήφανοι για σένα».
                                                  ---
         Την άλλη μέρα ο ιμπρεσάριός του Κωνσταντίνου Μερκούρη είπε στους δημοσιογράφους ότι ο τενόρος έφυγε ταξίδι στο εξωτερικό. Ο κυρ Νώντας βεβαιώνει ότι το προηγούμενο βράδυ πέρασε ο πατριώτης, ήπιε ένα ολόκληρο μπουκάλι ούζο στο καφενείο και έφυγε μ ένα χαμένο βλέμμα. Κάποιος είπε ότι είδε αργά το βράδυ στο Φάληρο, έναν άντρα που έμοιαζε στον τενόρο, να περπατάει δίπλα στη θάλασσα κι ακούστηκε ένα παλιό ξεχασμένο τραγούδι…. «Μικρή μου Ρεζεντά σε πειράζει το χιόνι, μια βραδιά δεν ήρθες μόνη, Ρεζεντά….. Ρεζεντά ……»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου