Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Από 2ο Βιβλίο






                  Ζωή κάτω απ τη γη.     (4)




Η ζωή κάτω απ τη γη είναι απάνθρωπη….
Ήρθαν πριν δυο χρόνια απ τη Τζχαμπ, 60 χιλιόμετρα απ τη Λαχώρη, την πιο όμορφη πόλη του Πακιστάν. Μικρή παραδοσιακή κωμόπολη, να περνάει ανάμεσα ο παραπόταμος Λάχμη του μεγάλου Ρα και να ποτίζει την απέραντη πεδιάδα, όταν….υπήρχε νερό…
Έφυγαν μαζί με μιλιούνια συντοπίτες για να εξασφαλίσουν το ψωμί των παιδιών. Διάσχισαν χώρες πιο φτωχές, έχοντας στο νου την Ευρώπη, όπως τους έλεγε ο Παντζάμπ.
Αφού τσέπωσε τις οικονομίες τους, από τα προικιά της Tζαβέντ ο «εργολάβος Παντζάμπ», τους άδειασε σε μια βάρκα στις παραλίες του Μπόντρουμ (Κουσάντασι) και μετά από οδύσσεια 1,5 μήνα σε ερημονήσια και απόκρημνες παραλίες και αφού «έχασαν» τους μισούς συντρόφους, κατάφεραν να βγουν παγωμένοι και άφραγκοι στη Ρόδο. Το κλίμα (αστυνομία) εκεί δεν τους σήκωσε και μετά από περιπέτειες κατέληξαν στα Πατήσια, στο υπόγειο της Πιπίνου 66….
Ο Ιμπραχίμ αυτή την περίοδο «δούλευε» σε μια οικοδομή, ο Ασλάμ ο 10χρονος γιος του στα φανάρια Πατησίων και Καποδιστρίου, η 11χρονη κόρη Φεζ στα φανάρια της Κάνιγγος και η πανέμορφη Τζαβέντ καθαρίστρια στο Γκύζη.
Εκείνο το βράδυ η Τζαβέντ γύρισε χαρούμενη στο σπίτι.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων για τους Έλληνες και η κυρία Μάρω της έκανε δώρο 5 μεροκάματα, σαν δώρο χριστουγέννων.
Τα χάρηκε η Τζαβέντ περισσότερο, γιατί ήταν εξτρά από τον προυπολογισμό της οικογένειας και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κάνει μια πολυτέλεια για το σπίτι.
Είχε βάλει στο μάτι ένα λουστραρισμένο τραπεζάκι, που θα το έστηνε στη γωνιά του δωματίου, ανάμεσα στα τέσσερα κρεβάτια, για να βάζει το καθρεφτάκι, τη χτένα και την κολόνια της.
Θα ήταν μια σωστή τουαλέτα, όπως αυτή που άφησε πίσω στην πατρίδα…πιο μικρή, πιο φτωχή, αλλά αληθινή τουαλέτα.
Κατέστρωσε με προσοχή το σχέδιό της. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να το συζητήσει με τον άντρα της, γιατί ο Ιμπραήμ ήταν σκληρός, πρώτα το φαγητό, τα φάρμακα και το νοίκι. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη ζωή τους. Αυτός βέβαια έβγαινε τα βράδια, αλλά…άντρας ήταν!
Κανόνισε ένα μεσημέρι, που την έστειλε η κυρία Μάρω, να κάνει κάτι εξωτερικές δουλειές, λογαριασμούς κλπ και της έδωσε ρεπό μέχρι τις 5.
Είχε συνεννοηθεί με το γιό της τον Ασλάμ, να την περιμένει στο περίπτερο των αλλοδαπών στην Ομόνοια.
Έτρεμε η καρδούλα της, αν έπαιρνε είδηση ο Ιμπραχίμ ότι κανονίζει πίσω απ την πλάτη του, οτιδήποτε και κυρίως ξόδεμα πολύτιμων χρημάτων, θα την…..κι ας ήταν κι ο γιος του μαζί.
Στην πατρίδα τους και στο θρήσκευμά τους, δεν επιτρέπεται σε μια γυναίκα να παίρνει πρωτοβουλίες, ακόμη περισσότερο εν αγνοία του «άντρα της».
Θυμότανε περιστατικό στο χωριό τους, που ο εξαπατημένος (αν είναι δυνατόν για τέτοιες αιτίες) σύζυγος, έκοψε το χέρι της γυναίκας του.
Ο μικρός επίσης είχε ανησυχία γιατί κι αυτός γευότανε τακτικά τη λουρίδα, αλλά η μάνα του τον καθησύχαζε ότι είχε σχέδιο, σε περίπτωση που τους συλλάμβανε.
Να μην τα πολυλογούμε, συναντήθηκαν στο συγκεκριμένο περίπτερο και πήραν το δρόμο για το Μοναστηράκι.
Βρήκαν το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα, όπου είχε η Τζαβέντ σταμπάρει το τραπεζάκι και ξετυλίχτηκε ένας παζαροδιάλογος, στον οποίο οι φίλοι μας Πακιστανοί ήταν συνηθισμένοι και πολύ έμπειροι.
Στην πατρίδα τους το παζάρι είναι επιστήμη.
Ο μαγαζάτορας ξεκινάει με μια τιμή, την οποία ο αγοραστής αποκρούει μετά βδελυγμίας και κάνει ότι φεύγει. Ο πωλητής τον αφήνει να απομακρυνθεί καμιά δεκαριά βήματα και μετά τον φωνάζει – έλα πίσω καλέ, πες μου εσύ τι δίνεις;
Ο πελάτης ή η πελάτισσα προτείνει μια τιμή στο ¼ της του μαγαζάτορα. Αυτός παρεξηγείται και διώχνει τον πελάτη. Η σκηνή αντιστρέφεται, ο πελάτης κάνει καμιά δεκαριά πάλι βήματα και τώρα αυτός γυρίζει και ρωτάει τον τάχα αδιάφορο πωλητή –εσύ μπορείς να δώσεις καλύτερη τιμή;
Εκείνος με ύφος μπλαζέ προτείνει τιμή στα ¾ τρία τέταρτα της αρχικής του.
Επαναλαμβάνονται οι διαδρομές και πισωγυρίσματα κανά δυο φορές ακόμη και στο τέλος ο πελάτης φεύγει ικανοποιημένος που ψώνισε στο ½ της αρχικής τιμής.
Πίσω του, βέβαια, ο πονηρός μαγαζάτορας τρίβει τα χέρια του που ξεφορτώθηκε ένα στοκ εμπόρευμα, που του έκοβε χώρο στο μαγαζί και μάλιστα σε τιμή πολύ ανώτερη του κόστους.
Ακολουθώντας την ίδια τακτική και βεβαίως παίζοντας παρόμοιο παιγνίδι και ο Μοναστηριώτης μαγαζάτορας, η Τζαβέντ κατάφερε να πάρει το τραπεζάκι σε καλή τομή και να της περισσέψει κι ένα ποσό για ένα παγωτό για τον Ασλάμ και ένα κοκαλάκι μαλλιών για τη Φεζ.
Έμεινε και ένα μικροποσό για ένα όμορφο παλιό βάζο που το έβλεπε με τη φαντασία της να στολίζει την «τουαλέτα» της.
Στην επιστροφή μάνα και γιος κουβάλησαν το τραπεζάκι, φυσικά με τα πόδια ως την Πιπίνου, κουράστηκαν αλλά το χάρηκαν, όπως το έστησαν στη γωνιά του δωματίου.
-        Πρόσεξε Ασλάμ, μην ξεχάσεις τι πρέπει να πεις αν σε ρωτήσει ο μπαμπάς;
-        Μαμά θυμάμαι απ έξω τα λόγια, τα λέω από μέσα μου όλο το πρωί. «Αυτό το τραπεζάκι το έκανε δώρο στη μαμά η κυρία Μάρω απ το σπίτι που δουλεύει στο Γκύζη και πήγα κι εγώ εκεί και το κουβαλήσαμε εδώ».
Κι εγώ τα ίδια θα πω αν με ρωτήσει το θεριό, σκέφτηκε μέσα της η Τζαβέντ και βέβαια η μικρή Φεζ που ήταν κι αυτή δασκαλεμένη.
Το απόγευμα ήρθε ο αφέντης Ιμπραχίμ, έφαγε μόνος, πλύθηκε, έβαλε το κουστούμι του και ετοιμάστηκε να βγει για βράδυ, ενώ η γυναικούλα του του ίσιωνε το γιακά και τον ξεσκόνιζε.
Αυτό που όλοι φοβόταν, αλλά κάποια στιγμή θα συνέβαινε, συνέβη:
-        Τι είναι αυτό εκεί στη γωνία; Η αγριοφωνάρα.
-        Τίποτα αντρούλη μου, μου το έκανε δώρο η κυρία Μάρω που δουλεύω, δεν το χρειαζότανε και αντί να το πετάξει μου το έδωσε.
-        Και πως το κουβάλησες εδώ, μόνη σου;
-        Πήρα μαζί τον Ασλάμ και με βοήθησε το παιδί, να ρώτα τον.
-        Ναι μπαμπά, έτσι είναι πήγα μαζί της στο Γκύζη και το φέραμε.
Ο Αφέντης, μύρισε ύποπτα την ατμόσφαιρα, κοίταξε στα μάτια τη γυναίκα και το γιό του να δει αν του λένε αλήθεια, αυτοί άντεξαν μερικά δευτερόλεπτα την άγρια ματιά του, αλλά ευτυχώς γρήγορα μαλάκωσε, εκεί που τέλειωνε η υπομονή τους και θα τα ξέρναγαν όλα. Ευτυχώς.
Ο Ιμπραχήμ πείστηκε για την αλήθεια, ίσιωσε τη γραβάτα, ξεσκόνισε τα παπούτσια σκουπίζοντάς τα εναλλάξ στα μπατζάκια του παντελονιού και βγήκε στην πόρτα, εκεί θυμήθηκε, γύρισε και φώναξε τη μικρή Φεζ:
- Φιλί στο μπαμπά;
Το κοριτσάκι έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του αγαπημένου της πατέρα και τον φίλησε στο μάγουλο.
Τότε έγινε το απρόσμενο κάτι.
Έπεσε το κοκαλάκι απ τα μαλλιά της και τρόμαξε:
-        Αχ το καινούργιο κοκαλάκι μου, θα μου σπάσει.
-        Μη φοβάσαι, λέει ο Ιμπραχίμ, σκύβει το παίρνει εξετάζει ότι δεν έπαθε τίποτα και της το δίνει ρωτώντας με αφέλεια – Καινούργιο; Μπράβο ποιός στο πήρε;
-        Η μαμά απ τα λεπτά που περίσε…., αυτόματα θυμήθηκε, πάγωσε και σταμάτησε.
Περιττό να διηγηθούμε τι ακολούθησε.
Αγριοφωνάρες, ανάκριση τρίτου βαθμού σε μάνα και γιό και αφού ειπώθηκε πλέον όλη η αλήθεια, εκδόθηκε και η απόφαση:
- Πάτε αμέσως μάνα και γιός πίσω το τραπεζάκι και φέρτε εδώ τα λεφτά, σας χαρίζω το παγωτό και το κοκαλάκι. Τώρααααα!
Το μαρτύριο της επιστροφής στο Μοναστηράκι, ο τσακωμός με τον καταστηματάρχη που δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με την απελπισμένη Τζαβέντ, η οποία ήξερε ότι δεν είχε θέση στο σπίτι αν γύριζε χωρίς τα χρήματα, η πένθιμη επιστροφή μάνας και γιού και η παράδοση του ποσού στα χέρια του αφέντη.

Αν μπορούσε η Τζαβέντ να δει από ένα παράθυρο στο μπαρ της Ακομινάτου στο Μεταξουργείο, θα διέκρινε έναν Ιμπραχίμ να κερνά όλο το μαγαζί με τα λεφτά της κυρίας Μάρω.
Όταν γύρισε τις πρωινές ώρες και ξάπλωσε δίπλα της μεθυσμένος, μας σιγούρεψε για την ενόραση.

Την άλλη μέρα η κυρία Μάρω, φώναξε την Τζαβέντ και την παρακάλεσε να βγάλει έξω και να πετάξει ένα παλιό τραπεζάκι τουαλέτας της.
-Τζαβέντ, εγώ δεν το χρειάζομαι πια, πάλιωσε και πήρα καινούργιο, αν σε βολεύει πάρτο και μάλιστα μπορείς να το γυαλίσεις με λίγο βερνίκι, να, έχω ένα μπουκαλάκι, θα γίνει σαν καινούργιο. Αν θέλεις πάρε και αυτό το βάζο, το έχω χρόνια και το βαρέθηκα. Να και ένα σετ καλλυντικά, μου έκανε δώρο ο άντρας μου καινούργια.

Δεν χρειάζεται να προσθέσει ο παρατηρητής, ότι η Τζαβέντ κάλεσε τον άντρα της να πάνε μαζί να τα πάρουνε απ το Γκύζη, αν κι εκείνος μεγαλόθυμος της επέτρεψε να πάει να τα πάρει με το γιό της, γιατί απόψε είχε ένα ραντεβού με ένα εργοδότη για μια «οικοδομική δουλειά»…



                             100 χρόνια μετά….   (4)



«…….κατέβηκα ζαλισμένος απ το αυτοκίνητο του φίλου μου, του τρελάρα επιστήμονα και αναρωτήθηκα, αν όντως είχα μεταφερθεί,,, είτε στο μέλλον είτε στο παρελθόν…..Κοιτάζω γύρω μου, χωράφια, μια υποτυπώδης πλατεία κι ένα καφενεδάκι με το σημερινό ίδιο όνομα «Μπέλα», είμαι στην πλατεία του Λος Άντζελες…. Το διαολομηχάνημα λειτούργησε και με έφερε πίσω στο παρελθόν….γιούπι…………»

«…..ετοιμάστε τα ρομπότ, ο δάσκαλος έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται, κλπ……»

«…..ποιος είσαι εσύ, γιατί φοράς αυτά τα περίεργα ρούχα, πάρτε τον και παρουσιάστε τον στο Βασιλιά Αρθούρο, πρέπει να είναι μάγος…..να τον κάψουμε….»

«……ξύπνα Τομ, κάτι συμβαίνει. Θυμάμαι ότι μας έβαλαν μέσα στις κάψουλες για το πείραμα και θα μας έβγαζαν σε δυο μήνες……έχει γούστο, έγινε λάθος….το ημερολόγιο λέει 1998! Θεέ μου, περάσαμε 30 χρόνια εκεί μέσα, πως θα βγούμε στον κόσμο, τι θα έγιναν οι οικογένειές μας. Πάμε Χάρι να δούμε…….»
……………………………….

Αυτά και άλλα αμέτρητα αναγνώσματα, ήταν η δημοφιλής μου ασχολία.
Γενικά είχα ανησυχίες για τα μελλούμενα και με κάθε πρόσφορο μέσον προσπαθούσα να προβλέψω και να ερμηνεύσω κάθε τι που μπορούσε να μου δώσει εικόνες της μελλοντικής ζωής μου.
Σαν κοπέλα, βέβαια, είχα το μεγάλο μέρος της προσοχής μου στο αντίθετο φύλο, με μάγευε η θέα του αρσενικού, με εξίταρε η παρέα του αντρικού φύλου, με τραβούσε, με μαγνήτιζε….
Και, πάλι βέβαια, η προσοχή μου ήταν στη Σχέση, ναι με κεφαλαίο σίγμα. Η σχέση και η εξέλιξή της, που είναι ο στόχος κάθε κοριτσιού. Η αποκατάσταση, που λέει η μάνα μου, η εκπλήρωση της γυναικείας αποστολής σου, που λέει ο ορθολογιστής μπαμπάς μου.
Η αδερφή μου η Ανέτα, το ακριβώς αντίθετο, το εφήμερο, το γκομενιλίκι, ήταν το πεδίο της, δόστης ωραίους γκόμενους και τους αλλάζει σαν πουκάμισα.
-Μαίρη, μου έλεγε, μια ζωή την έχουμε, μη σκέφτεσαι το μέλλον, άρπαξε τη στιγμή, άρπαξε το αγόρι, ζήσε…ζήσε…
Δεν θα με έπειθε με τίποτα, εγώ είχα το στόχο μου, ένα καλό παιδί, μια όμορφη πολυμελή οικογένεια, παιδιά, εγγόνια…….
Κάθε που γνώριζα έναν άντρα, φανταζόμουν το μέλλον μαζί του, αλλά, συνήθως δεν υπήρχε μέλλον, όλο και κάτι έλειπε.
Μέχρι που βρήκα το «φάρμακο», μου συστήσανε μια χαρτορίχτρα, μετά μια χειρομάντισσα, μετά μια καφετζού, μετά μια μάγισσα, μετά…..
Στην αρχή κάποιες επιτυχίες, ακολούθησαν παταγώδεις αποτυχίες, αλλά πάντα υπήρχε μια διέξοδος, μια διαφαινόμενη ελπίδα στον ορίζοντα….
Τελευταία μου κόλλησε άλλη μια παραξενιά: Πως θα είναι ο κόσμος, εγώ και η οικογένειά που ονειρεύομαι, μετά από πολλά χρόνια, παραδείγματος χάρη με ένα λογικό νούμερο, στα 100 χρόνια.
Πώς θα είναι, αν ζω ακόμη, αν έχω φύγει (το σίγουρο), πώς τα παιδιά μου, πώς τα εγγόνια μου, πώς η ζωή, πώς η τεχνολογία, πώς η γειτονιά μου, πώς οι απόγονοι συγγενών και φίλων, πώς….πώς….
Η παράξενη αυτή σκέψη, σε συνδυασμό με την πλούσια φαντασία μου, με την αγάπη μου για αφηγήματα επιστημονικής φαντασίας, για μελλοντολόγες μάντισσες, και για μόνιμη σχέση με μέλλον, οδήγησε στη δημιουργία μιας Εμμονής.
Πως θα είναι η ζωή μετά από 100 χρόνια.
Δεν υπήρχε πιο ελκυστική σκέψη και πιο μεγάλη επιθυμία, να φανταστώ και να μάθω, και να δω τον εαυτό μου και τον περίγυρό μου μετά 100 χρόνια!
Να δω τα σπίτια πως θα έχουν μετατραπεί, τα μεταφορικά μέσα, τα αυτοκίνητα, τα ταξίδια στο διάστημα, την αρχιτεκτονική, τα ρούχα της τότε μόδας, τα μελλοντικά παιδιά μου, τα σίγουρα χαριτωμένα εγγόνια μου, τα δικά τους παιδιά, το αν θα έχει αφήσει απόγονους η γκομενιάρα η αδελφή μου, το μέλλον των απογόνων των φιλενάδων μου…..
…………………………..

«….ο Χάρι έπιασε από το χέρι τον ακόμη ζαλισμένο Τομ και βγήκαν στο δρόμο. Κοίταξε γύρω και αναγνώρισε τις εγκαταστάσεις του στρατόπεδου της Ναυτικής Ακαδημίας, που είχε γίνει το πείραμα. Ήταν η ώρα εξόδου και μπήκαν ανάμεσα στο ρεύμα των ναυτών, για να μη ξεχωρίζει η παλιά τους στολή απ την καινούργια μοντέρνα. Πέρασαν την πύλη και βρέθηκαν σε κάτι αεροδυναμικά λεωφορεία, που πήγαιναν τους ναύτες στην πόλη.
Η κυκλοφορία ήταν αφόρητη, γνώρισαν το μποτιλιάρισμα της μελλοντικής κοινωνίας που βρέθηκαν άθελά τους, απ την αποτυχία του πειράματος.
Η καρδιά τους χτύπησε ανώμαλα, όταν έφτασαν στη γειτονιά. Τα σπίτια τους ήταν διπλανά, και στις αυλές διέκριναν παρκαρισμένα δυο ιδιόμορφα αυτοκίνητα.
Περίμενε ο Τομ να δει τον 5χρονο γιό του να παίζει στην αυλή και αντί γι αυτή την εικόνα, είδε ένα παλικάρι να καπνίζει, αγκαλιά με ένα ξανθό κορίτσι……
Η γυναίκα του Χάρι, φάνηκε απ το τζάμι του σαλονιού να κουβεντιάζει με ένα ασπρομάλλη κύριο…..- Ο πατέρας του, πως γέρασε!
Όλες οι εικόνες παράξενες, ονειρικές, οι δυο φίλοι, έμειναν στη σκιά ενός δέντρου σε απόσταση να παρατηρούν το μέλλον…..».
…………………………………
Δεν ξέρω πώς τρύπωσα κι εγώ στην εικόνα, απ την ταινία του Στάνλει Κιούμπρικ…..

Η γειτονιά μας. Μια πινακίδα πάνω απ την πόρτα του σπιτιού μας, πότε μπήκε εκεί; «Κτίριο διατηρητέο».
Τα διπλανά μας σπίτια είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους πολυτελείς οικοδομές με εξωτερικά γαλάζια τούβλα. Κάθισα στο παγκάκι (που ξεφύτρωσε αυτό;) δίπλα στο σιντριβάνι (κι αυτό καινούργιο) και παρατήρησα το σπίτι μου.
Είναι το μόνο παλιό της γειτονιάς. Εκτός απ την πινακίδα (διατηρητέο), έχει αλλαγές στα κουφώματα και στις κουρτίνες, ενώ λείπουν εντελώς τα παντζούρια.
Ανοίγει η πόρτα και…η καρδιά μου χτυπάει άτακτα, τι θα δω…και βγαίνει μια ηλικιωμένη κυρία που κρατά απ το χέρι ένα κοριτσάκι. Ποια είναι; Εγώ; Η αδελφή μου;
Πρέπει να βρω ημερολόγιο, είμαι σίγουρα στο μέλλον, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της γειτονιάς μου, αλλά πόσο μπροστά;
Τρέχω προς το γωνιακό περίπτερο, δεν υπάρχει, αλλά στη θέση του ένας αυτόματος πωλητής, σαν τα δικά μας τα αυτόματα μηχανήματα κόκα κόλας.
Δεν έχει τρύπα για κέρμα, αλλά εκείνη τη στιγμή κάποιος κύριος με κοντό ριγέ παντελόνι κάνει μια κίνηση και πέφτει στα χέρια του η εφημερίδα, προλαβαίνω να διαβάσω «Νέα ΝΕΑ».
- Με συγχωρείτε κύριε, και αγενέστατα πιάνω, γυρίζω την εφημερίδα και….. 15 Ιουλίου 2110.!
Τρεκλίζω και θα έπεφτα αν ο κύριος δε με συγκρατούσε.
Πανικός αρχικά, αλλά συνειδητοποιώντας την ημερομηνία, μια απέραντη ευφορία με καταλαμβάνει.
Επιτέλους το όνειρό μου (;) γίνεται πραγματικότητα.
Σκέφτομαι…., μάλλον είναι όνειρο, αλλά δε με νοιάζει.
-Μαίρη λέω, αυτό ήθελες πάντα, τι όνειρο τι πραγματικότητα, απόλαυσέ το.
Γυρίζω στη θέση μου έξω απ το σπίτι μου. Σίγουρη πλέον ότι δε με αναγνωρίζει κανείς, κάθομαι άνετα στο παγκάκι και παρατηρώ.
Ησυχία. Όχι για πολλή.
Άνοιγμα της πόρτας, και αυτή τη φορά βγαίνει ένας νεαρός, από πίσω μια κοπέλα.
Ανοίγουν το γαλάζιο αυτοκίνητο, το οποίο ξεκινά αμέσως τελείως αθόρυβα και παρατηρώ, με γουρλωμένα μάτια ότι δεν έχει τιμόνι. Πω, πω, τρομερή τεχνολογία.
Σε λίγο έρχεται πάλι τελείως αθόρυβα και παρκάρει μπροστά στο σπίτι ένα μεγάλο πούλμαν, φυσικά πολύ πιο διαφορετικό απ τα δικά μας…
Η πόρτα ανοίγει πάλι και αυτή τη φορά βγαίνει πολύς κόσμος, ανεβαίνουν στο όχημα και φεύγουν.
Σηκώνομαι διστακτική, τι γίνεται, μάλλον καμιά γιορτή, πλησιάζω στην εξώπορτά μας και περιεργάζομαι το κουδούνι. Όνομα: οικογένεια Πέτρου Νικολάου.
Το μυαλό μου παίρνει στροφές, εγώ Μαίρη Νικολάου, ο πατέρας μου Ευθύμης, αλλά στάσου ο παππούς; Πέτρος. Άρα το πιθανότερο ο εγγονός μου ή της αδελφής μου, αλλά αυτή είναι εναντίον του γάμου, άρα δικό μου εγγόνι. Θεέ μου τι ευτυχία!
Αμέσως η πλούσια φαντασία μου φτιάχνει το γενεαλογικό δέντρο της μετέπειτα, ίσως
και μετά το θάνατό μου οικογένειας. Δεν με νοιάζει αν εγώ θα λείπω, η οικογένεια θα συνεχιστεί και θα θριαμβεύει αιώνια.
Μεγάλα λόγια, όπως αποδείχτηκε!
Μέσα στο λαβύρινθο ενός ονείρου (το πιθανότατο), δεν είναι δυνατόν να μην σου ξεφύγει κάτι. Κι αυτό που μου ξέφυγε, μέσα στα πολλά όπως θα φανεί αργότερα, είναι ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα ηλεκτρονικό επάνω στο μεσαίο τζαμάκι της παλιάς μας εξώπορτας, (τι τεχνολογία!), που γράφει:
«Η τελετή θα λάβει χώρα την 6η απογευματινή, της Πέμπτης 15 Ιουλίου στο 5ο διαμέρισμα του Δημαρχείου, λεωφόρος Ιλισού 297».
Έ ρε γάμους να δουν τα μάτια σου, και μάλιστα 100 χρόνια μετά. Άρα οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν οικογένειες, παιδιά και τα λοιπά, άρα όλα πάνε καλά στον εικοστό δεύτερο αιώνα.
Δεν έχω το κατάλληλο ντύσιμο, μαύρη μίνι φούστα και γκρι ζακέτα, αλλά θα μου συγχωρεθεί σαν μέλος της οικογένειας, έστω και από το παρελθόν.
Εδώ μια ιδέα σφηνώνεται στο μυαλό μου, να παρουσιαστώ λέει και να συστηθώ σαν η προγιαγιά από το παρελθόν, 100 χρόνια πίσω. Πλάκα θα έχει, έστω και σαν ονειρική κατάσταση, να δω τις πιθανές αντιδράσεις, των πιθανών απογόνων μου. Τρελή ιδέα, αλλά σοφή. Θα τη σκεφτώ.
Προς το παρόν πρέπει να βρω μέσον για να πάω στην εκδήλωση, στο γάμο.
Ταξί εδώ, ταξί εκεί, πουθενά. Κάτι δρόμοι άδειοι από αυτοκίνητα, τα οποία φαίνεται κλείνονται σε γκαράζ, (μπράβο τάξη στο μέλλον!) και δρόμοι άδειοι.
Τελικά συναντώ μια κυρία και την ρωτάω:
- Παρακαλώ που θα βρω ταξί;
Εκείνη με κοιτάζει περίεργα, θα αναρωτιέται από μέσα της από πιο χωριό κατέβηκε αυτή η βλάχα, κοιτάζει επίσης περίεργα το ντύσιμό μου και τελικά δίνει τόπο στην οργή, βγάζει ένα τύπο κινητού , πατάει ένα κουμπί και μου λέει:
- Περίμενε εδώ κοριτσάκι.
Σε χρόνο μηδέν εμφανίζεται ένα κίτρινο διθέσιο ταξί, και όπως μου είπε ο λαλίστατος ταξιτζής, ανάλογα με τα άτομα έρχεται ανάλογων θέσεων ταξί, από ειδικά υπόγεια γκαράζ που σταθμεύουν σε κάθε γειτονιά.
Η διαδρομή, περιττό να πω, ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά αλλαγμένη από την παλιά. Λίγα αυτοκίνητα, μοντέρνας, για μας, τεχνολογίας και δρόμοι ήσυχοι. Φαίνεται ότι οι απόγονοί μας γρήγορα βρήκαν τα σωστά φάρμακα για να καλυτερεύσουν την κυκλοφορία τους.
Φτάνομε στο 5ο διαμέρισμα του Δήμου, δεν έχω σύγχρονα λεφτά να πληρώσω, ο ταξιτζής κοιτάζει με περιέργεια τα ευρώ μου, που θα τα έχει δει μάλλον σε φωτογραφία, μου χαρίζει τη διαδρομή, όταν του ομολογώ ότι προέρχομαι από το παρελθόν, όλα αυτά σαν φυσιολογικά μου φαίνονται, αλλά…
Αλλά όταν του λέω ότι έρχομαι για εκδήλωση γάμου, αλλάζει όψη. Συνοφρυώνεται, με κοιτάζει παράξενα και βιαστικά με χαιρετάει και φεύγει.
Κάτι δεν πάει καλά, αρχίζω να φοβάμαι μήπως το όνειρο χαράς μέσα στο όνειρο, καταλήξει εφιάλτης. Γιατί άλλαξε στάση ο ταξιτζής;
Και τότε θυμάμαι και ανατριχιάζω. Όσοι βγήκαν απ το σπίτι φορούσαν μαύρα ρούχα.
Ανάμεσα στα τόσα και όλα παράξενα που έπεφταν στην αντίληψή μου, θεώρησα και το χρώμα ασορτί παράξενο.
Έχει γούστο να συμβαίνει κάτι κακό!
Δυστυχώς ο φόβος μου επαληθεύτηκε.
Η κόρη του εγγονού μου, οδηγήθηκε στο κρεματόριο για καύση, μετά από ένα απαίσιο αυτοκινητικό ατύχημα, όπως διάβασα στο περιληπτικό επικήδειο σημείωμα που συνηθίζεται την εποχή αυτή, στην αίθουσα καύσης του 5ου διαμερίσματος του Δημαρχείου.
Δεν απέμενε παρά να ρίξω μια γερή τσιμπιά στον πωπό μου και να ξυπνήσω στο κρεβάτι της Μαίρης Νικολάου, την 15 Ιουλίου του 2010, γυρίζοντας ταχύτατα 100 χρόνια πίσω.
Έκτοτε, η Μαίρη έγινε πιστή αντιγραφέας του τρόπου ζωής της αδελφής της Ανέτας.

                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου