Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Περίμενε και θα δεις


          Περίμενε και θα δεις   (2)


   Το λεωφορείο της γραμμής Κάνιγγος- Χαλάνδρι είναι πάντα γεμάτο. Στριμωξίδι και άγιος ο θεός. Πατείς με πατώ σε, συνέχεια. Τα παπούτσια μου βγαίνουν λερωμένα και η κυρά Καίτη γκρινιάζει, μα το πρωί στα γυάλισα, γιατί δεν προσέχεις σε ποδόσφαιρο ήσουνα;
       Είμαστε 5 χρόνια παντρεμένοι, εγώ στα 38 κι αυτή 37, από αγάπη, αλλά παιδί γιοκ ακόμη. Στην αρχή, αντισύλληψη, να ευχαριστηθούμε 1,2 χρόνια «του μέλιτος», αλλά μετά που αποφασίσαμε εμείς, παιδί δεν ερχόταν. Να ταξίδια στη θάλασσα, να στα βουνά, να γιατροί, να ξεματιάσματα, τα δοκιμάσαμε όλα. Μέχρι που το αποφασίσαμε, οι γιατροί μας είπαν ότι δεν υπάρχει κάτι οργανικό, είναι θέμα τύχης.
       Η διάθεσή μας όμως είχε χαλάσει, ο έρωτας έσβηνε σιγά-σιγά. Εγώ μαγαζί, καφενείο, ταβέρνα και αργά σπίτι. Χαρτάκι, κρασί, γήπεδο. Η Καιτούλα έκανε υπομονή, καταλάβαινε ότι όλα οφείλονται στην ατοκία και πίστευε τους γιατρούς ότι κάποια στιγμή ο πελαργός θα έρθει, ένα όμως δεν μπορεί να χωνέψει. Έχει καημό που την άφηνα κάθε Κυριακή και πάω στον ποδοσφαιρικό αγώνα είτε της ΑΕΚ, είτε της Εθνικής, είτε της συνοικίας. Κάθε Κυριακή τα ίδια.
       Πάμε βρε κανένα σινεμά, μόνο την Κυριακή είμαστε ελεύθεροι, δεν μας αφήνει αυτό το ρημάδι το μαγαζί άλλη μέρα, να διασκεδάσουμε. Εγώ τίποτα, ο αγώνας. Ούτε ο Χίτλερ να ήμουνα (από το Ο Αγών μου), ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε για τον εγκληματία αυτόν, δεν ξέρω ποιος τόγραψε, αλλά κι αυτός ίδιος θάναι για να μας γράψει γι αυτό το τέρας.
       «Σιγά κύριος με πατήσατε», απευθύνομαι σ ένα μουσάτο γέρο που μόλις μπήκε από τη στάση Αμπελόκηποι και διέκοψε βίαια τις μεσημεριανές μου σκέψεις. Αντί απάντησης, γυρίζει και μου κάνει με το δάχτυλο στο στόμα..σ.σ.σ.
       Γνωστή φυσιογνωμία, σκέφτομαι, κάπου τον ξέρω και μάλιστα μάλλον καλά, σπάω το κεφάλι μου. «Σας ξέρω;», τον ρωτάω. «σ.σ.σ.» η απάντησή του.
       Τον παρακολουθώ συνεχώς, οι κινήσεις του γνωστές, οι εκφράσεις του προσώπου του επίσης.  Γεμάτος περιέργεια από την εντύπωση ότι τον ξέρω και απ την ανταπόκρισή του με το σ σ σ , αποφασίζω να κατέβω όπου κι αυτός και να τον ρωτήσω πιο πιεστικά. Πλησιάζουμε στο ΟΑΚΑ, είναι η στάση μου, αλλά δεν θα κατέβω, θα ακολουθήσω το γέρο. Όμως παραδόξως κατεβαίνει εδώ και μόλις προλαβαίνω να βγω κι εγώ και να τον πάρω στο κατόπι.
       Περπατάει γρήγορα και η κατεύθυνση είναι προς το παρκάκι του σπιτιού μου. Μπα, είμαστε και γείτονες, ίσως γι αυτό να είναι γνωστή φυσιογνωμία. Η σύμπτωση δεν έχει όρια, μπαίνει στην πολυκατοικία μου, λες να ήμαστε τόσο στενοί γείτονες και να μη γνωριζόμαστε καλά, αυτός βέβαια έδειξε ότι με ξέρει.
       Μπαίνοντας τον βλέπω να παίρνει το ασανσέρ, δεν τον προλαβαίνω να μπω μαζί του, αλλά παρατηρώ στον πίνακα, αναβαίνει 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, σταματάει στον 5ο, στον όροφό μου. Κάτι δεν πάει καλά. Καλώ το ασανσέρ, το παίρνω, αλλά καθώς φτάνω στον 5ο ακούω βήματα στις σκάλες, κάποιος κατεβαίνει, κοιτάζω και μου φαίνεται ότι βλέπω τον δικό μου.
       Σβέλτα πηδάω δυο δυο τα σκαλοπάτια κατεβαίνω κι εγώ και ίσα που τον προλαβαίνω  έτοιμο να στρίψει τη γωνία. «Στάσου», του φωνάζω. Γυρίζει με κοιτάζει και μου κάνει μια χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια, όπως νανουρίζουμε ένα μωρό.
      Όταν φτάνω στη γωνία είναι αργά, στο βάθος του δρόμου δεν φαίνεται ψυχή και μια ομίχλη έχει σκεπάσει το σημείο που θα έπρεπε να είναι ο γέρος. Γυρίζω απογοητευμένος στο σπίτι και βαρύς όπως πάντα το τελευταίο διάστημα, πάω να ξαπλώσω.
       Μπροστά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας στέκεται η Καίτη (κάποτε την έλεγα Καιτούλα…), μ ένα παιγνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη. «Μήπως κατάλαβες ένα γέρο που ανέβηκε στον όροφό μας, μάλλον για το αντίκρυ διαμέρισμα θα ήρθε, τον είδες  Καίτη;»
       «Σε μας ήρθε, χτύπησε την πόρτα και όταν άνοιξα τα έχασα, είχε γένια και μια καταπληκτική ομοιότητα με σένα. Δεν έμοιαζε με τον πατέρα σου, ο οποίος άλλωστε είναι στο χωριό. Ίδιος τάλε κουάλε με σένα, σαν να είσαι γέρος 70 χρόνων με άσπρο μούσι. Φοβερή ομοιότητα, σαν να ήρθες εσύ απ το μέλλον. Και…μου έδωσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, δεν μίλησε, κι όταν τον ρώτησα: ποιος είστε, μου έκανε σ σ. και έφυγε».
       «Τέλος πάντων, ας ελπίσουμε ότι δεν ήταν κανένας τρελός, πάντως να μην το ξανακάνεις, να μην ανοίγεις σε άγνωστους και τώρα πάω να ξαπλώσω».
       Η Καίτη δεν το κούνησε απ την πόρτα την φύλαγε με το σώμα της και με εμπόδιζε να μπω, συγχρόνως μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα:
«Δεν με ρωτάς τι κάνω;» και πριν προλάβω να απαντήσω: «Είμαι έγκυος , στο δεύτερο μήνα, αγάπη μου!!»
       Αντί απάντησης, την σήκωσα στα χέρια, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου