Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο κουφός (6)


                         Ο κουφός       (6)



Ξεκίνησα πρωί πρωί το γράψιμο του διηγήματος, οπότε με ρωτάει η γυναίκα μου:
- Ξεκινάς το γράψιμο;
- Όχι ξεκινώ το γράψιμο.
- Α κι εγώ νόμισα ότι ξεκινάς το γράψιμο !
Όταν ρώτησα το γιατρό για την υποψία μου ότι  η σύζυγός μου είχε αρχίσει να χάνει την ακοή της, μου έδωσε συμβουλή την οποία και ακολούθησα.
Πηγαίνω  στο σπίτι και στην είσοδο φωνάζω: "Αγάπη μου, τι φαγητό έχουμε;" Καμιά απάντηση. Μπαίνω  στο χολ. "Αγάπη μου, τι φαγητό έχουμε;" Πάλι καμιά απόκριση. Πλησιάζω και φτάνω  στο σαλόνι. "Αγάπη μου, τι φαγητό έχουμε;" Ξανά, δεν ακούω  τίποτα! Ταραγμένος, φτάνω  στην πόρτα της κουζίνας, πίσω από τη σύζυγό μου. "Αγάπη μου, τι φαγητό έχουμε;"
Κι εκείνη, νευριασμένη: "ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΕΙΠΑ: ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ!!!"

Ξαπλωμένος στο δίκλινο δωμάτιο της ιδιωτικής κλινικής Σταυρός Υγείας, περίμενε το νοσοκόμο να τον μεταφέρει στην αίθουσα του χειρουργείου. Δίπλα του η Σία (τη φώναζε Αναστασία η παχουλή), η γυναίκα του με προσποιητό περίλυπο ύφος που δήλωνε ότι «ο άντρας μου μπαίνει να χειρουργηθεί κι εγώ φοβάμαι».
Ο Ωριλάς (ΩΡΛ), φίλος του φίλου του και οικογενειακού γιατρού Μπάμπη Τενέ, είχε αποφανθεί: Διάτρηση τύμπανου, για την οποία δεν υπάρχει άλλη θεραπεία από ωτοπλαστική εγχείρηση. Παράλληλα τον διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για μια εγχείρηση ρουτίνας με βέβαιο επιτυχές αποτέλεσμα και ότι ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί ειδικά σ αυτόν τον τομέα στην Αμερική.
Όπως τον μετέφεραν, οδηγώντας το φορείο στους διαδρόμους της κλινικής, έδινε κουράγιο στον εαυτό του, αναπολώντας τα ατυχή περιστατικά που τον οδήγησαν σ αυτή την οδυνηρή γι αυτόν απόφαση της εγχείρησης.
Πρώτα ήταν η αιτία της διάτρησης, που θα του μείνει αξέχαστη. Περισσότερο βέβαια τον είχε πονέσει ο χωρισμός, παρά το δυνατό χαστούκι που του πρόσφερε η Ντέμη, η Καλαματιανή συμφοιτήτρια φιλενάδα του, όταν τον έπιασε στα πράσα με την κολλητή της. Ήταν μια ατυχής περιπέτεια που παρασύρθηκε, ενώ είχε κατασταλάξει μέσα του ο σφοδρός έρωτας και η απόφαση να επισημοποιήσει τη σχέση του με τη Ντέμη.
Ο πόνος του χωρισμού αποδείχτηκε όμως αργότερα πιο ήπιος απ το χαστούκι, όταν ανακάλυψε τη ζημιά στο αριστερό αφτί.
Το κατάλαβε βασικά, όταν κλήθηκε στη Γαλλική Πρεσβεία το 1972 να δώσει συνέντευξη για μια υποτροφία στο Παρίσι, με αντικείμενο τη Γαλλική φιλολογία.. Τα γαλλικά του ήταν άριστα, γιατί παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο τότε Γαλλικό Ινστιτούτο των Αθηνών ( το λέγανε Γαλλική Ακαδημία).
Πήγαινε πολύ καλά σε όλα τα τεστ, μέχρι που ήρθε η ώρα για μετάφραση ενός άγνωστου κειμένου.
      Ήταν αισιόδοξος και σίγουρος για την επιτυχία του, λόγω και της μεγάλης του εξοικείωσης σε διάβασμα Γαλλικών εφημερίδων κι περιοδικών.
Τους  τοποθέτησαν σε ειδικούς ηχομονωτικούς θαλάμους και τους εφοδίασαν με ακουστικά.
      Άρχισε η μετάδοση του κειμένου και ο φίλος μας έκπληκτος αισθάνθηκε στα αυτιά του μια ακαταλαβίστικη μουρμούρα. Άνοιξε την ένταση των ακουστικών, αλλά δυνάμωσε απλώς η μουρμούρα, χωρίς να ξεχωρίζει τις λέξεις. Για καλή του τύχη, το κείμενο ήταν από ένα ποίημα του Βίκτωρος Ουγκώ, Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): "Je ne sais plus mon nom, je m'appelle Patrie!" (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς), το οποίο τον είχε εντυπωσιάσει κάποτε. Με τα πολλά ζόρια κατάφερε να γράψει περίπου το σενάριο του ποιήματος από μερικές σκόρπιες λέξεις που έπιανε. Τότε κατάλαβε.
      Αποτέλεσμα, κέρδισε την υποτροφία και μαζί τη γνώση ότι είναι κουφάλογο.

      Αργότερα η νεότητα, οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, η αφέλεια και άλλα προσωπικά μειονεκτήματα, δεν τον άφησαν να δώσει τη σημασία που έπρεπε στην αναπηρία του αυτή.
      Ασυναίσθητα στις διάφορες φάσεις των ασχολιών του, είχε ψωμοτύρι το…πως είπατε;…ορίστε;….δε σας κατάλαβα;…και για τους πολύ οικείους το…ΤΙ;;
      Ώσπου μια μέρα στη μέση ενός συμβουλίου του Συλλόγου Πανεπιστημιακών, που προήδρευε, σηκώθηκε αγανακτισμένος ο Αντιπρόεδρος (και προσωπικός του φίλος Κίμωνας Ιωάννου) και του είπε: Αμάν Πρόεδρε, με συγχωρείς Γιώργο, αλλά μας ξεκουφαίνεις με τις αγριοφωνάρες σου.
      Πράγματι, όπως συμφώνησαν και τα άλλα μέλη του ΔΣ, φώναζε δυνατά και σε μερικές φάσεις που διαπληκτίζονταν για τα δίκαια του Συλλόγου τους (ιερή αγανάκτηση που πιάνει τους συνδικαλιστές όταν θίγονται τα οικονομικά τους), αυτός σχεδόν ούρλιαζε.
Απολογήθηκε παραδεχόμενος, αυτό που δεν είχε ποτέ απόλυτα συνειδητοποιήσει, ότι είναι κουφός (είναι γνωστό ότι οι βαρήκοοι μιλούν δυνατά, γιατί δεν έχουν επίγνωση της έντασης του ήχου).
Σε άλλες περιπτώσεις άκουγε πεθαμένος - το πεταμένος, ή προβληματιζότανε με την παντρειά και τα - μαντριά, ή ακόμη μπέρδευε το κουλούρι με το -κουσούρι, είτε το καθαρτικό με το -καθαριστικό.
Αποθέωση, όταν σε μία ανδρική μπουτίκ η πωλήτρια του είπε «πάρτε κάτι άλλο δωρεάν» και περιχαρής για την προσφορά διάλεξε μια μεταξωτή γραβάτα, αλλά αναγκάστηκε από ντροπή να την πληρώσει πανάκριβα, γιατί η κοπέλα είχε πει «πάρτε κατάλογο δωρεάν».
Γύρισε γιατρούς ειδικευμένους, ιατρικά κέντρα, κέντρα ακουστικής, και προμηθεύτηκε τελευταίου τύπου ακουστικά βοηθήματα, μια ακριβή ψηφιακή συσκευή με μικρά μπεζ πλαστικά ακουστικά, που εφαρμόζουν σφικτά και στα δυο του αυτιά, σαν μωρά σαλιγκάρια στα κελύφη τους. Αυτά τα ακουστικά λειτουργούσαν με μικροσκοπικές μπαταρίες που έπρεπε να έχει στοκ μαζί του, γιατί τελείωναν κάποτε, είτε του έπεφταν και χάνονταν και τα οποία ακουστικά δεν είχαν και τέλειο αποτέλεσμα και ακόμη ήταν απαγορευτικά για το κινητό τηλέφωνο γιατί μικροφώνιζαν.
Ήταν επίσης εφοδιασμένος με άλλα ειδικά ακουστικά για την τηλεόραση και άλλα για το θέατρο. Όλα βέβαια με τα μειονεκτήματά τους.
Τις αναπολήσεις διέκοψε ο αναισθησιολόγος, ο οποίος αφού του έκανε την υποσκληρίδιο για ολική αναισθησία, θέλοντας να τον απασχολήσει του θύμισε ότι
πολλές ιστορικές προσωπικότητες είχαν  το ίδιο ελάττωμα μ αυτόν, όπως ο ζωγράφος Γκόγια, ο μεγάλος Μπετόβεν (που βέβαια δεν το άντεξε και αυτοκτόνησε) και αρκετοί σύγχρονοι, όπως ο Σουφλιάς (ε όχι και μεγάλος!). 
Ο Γιώργος, ο κουφός ντε, τον αντέκρουσε λέγοντάς του ότι δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί αυτή την κατάσταση, γιατί κοντεύει να χάσει τους φίλους και την κατανόηση της οικογένειας, έχοντας καταντήσει μονόχνοτος, και γκρινιάρης, αφού προσπαθούσε να αποφεύγει τις πολλές κοινωνικές συναναστροφές (επειδή βέβαια δεν μπορούσε να συμμετέχει με ακρίβεια στις συζητήσεις κι έκανε συνεχείς γκάφες), ή έκανε επίτηδες τον αφηρημένο ή προσπαθούσε να μιλάει ο ίδιος συνέχεια ώστε να μη έχει την οδυνηρή υποχρέωση να απαντάει σε ερωτήσεις και τοποθετήσεις.
Δεν μπορούσε να ψιθυρίσει κάποιο κουτσομπολιό ή παρατήρηση ή εμπιστευτική πληροφορία παρουσία κόσμου, γιατί αντηχώντας η αγριοφωνάρα του, θα το μάθαινε πρώτα όλη η ομήγυρης.

Δεν κατάλαβε πότε έπιασε η αναισθησία και ξαφνικά ξύπνησε με ελαφριά ζαλάδα, συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν στο θάλαμό του και ασυναίσθητα έπιασε το αριστερό του αυτί μπαταρισμένο.
Ο νεαρός απ το διπλανό κρεβάτι, που περίμενε να τον πάνε για εγχείρηση στη μύτη, τον πληροφόρησε ότι μόλις τον είχαν φέρει κοιμισμένο.
Τις επόμενες δυο μέρες, νοσηλεύτηκε εν αναμονή της αυριανής αποκάλυψης, που θα έδειχνε την πιθανή; επιτυχία της επέμβασης. Όλη τη μέρα είχε παρέα τους δικούς του και ζούσε με τη γνωστή και λίγο περισσότερη κουφαμάρα του, μη ξεχωρίζοντας τις φράσεις και τις λέξεις.
Τις ώρες που έλειπαν οι δικοί του διηγόταν στον συγκάτοικο (με τη μπαταρισμένη μύτη) τα παθήματά του ως κουφάλογο και υπερηφανευόταν ότι μάλλον πέρασαν αυτά τώρα.
«Σε μια συγκέντρωση:
- Γιώργο, δεν νομίζεις ότι έχει τρομερό θόρυβο εδώ μέσα;
- Πως είπατε;
- Λέω, δεν νομίζεις ότι έχει τρομερό θόρυβο εδώ μέσα;
- Συγνώμη δε σας ακούω γιατί έχει τρομερό θόρυβο εδώ μέσα!!»

Ή σε μια άλλη περίπτωση, με τη γυναίκα του στην κουζίνα:
«-  Γιώργο μήπως είδες την αντικανονική καραμπόλα;
-  Ποια, που; γιατί υπάρχει και κανονική καραμπόλα;
Φυσικά η γυναίκα του έψαχνε για την αντικολλητική κατσαρόλα!»

Ο κακομοίρης ο μυτόπληκτος συγκάτοικος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του και πονούσε. Δυστυχώς όταν μιλούσε αυτός ο Γιώργος δεν καταλάβαινε κι έτσι είχαν περιορίσει τη συζήτηση μονόπλευρα.
Του εξήγησε ο δικός μας ότι, οι περισσότεροι βαρήκοοι (κουφάλογα), έχουν πρόβλημα με τα σύμφωνα, ενώ ακούν όλα τα φωνήεντα ευκρινώς.
Στην δική του περίπτωση όμως υπήρχε  και ένα θετικό (ουδέν κακό αμιγές καλού, έλεγαν οι αρχαίοι ημών…)
Του διηγήθηκε μια περίπτωση της οικογένειάς, αρκετά διασκεδαστική. Η γιαγιά του, η αριστοκράτισσα  Χαρίκλεια, είχε και αυτή, (δεν ήταν βέβαια απόλυτα σίγουρος) μεγάλη κουφαμάρα, και θα μπορούσε να έχει κληρονομήσει ο Γιώργος αυτό το τόσο ενοχλητικό ελάττωμα, αν δεν υπήρχε το χαστούκι της μεγάλης του χαμένης αγάπης. Η γιαγιά του λοιπόν είχε το εξής χαρακτηριστικό: Άλλοτε άκουγε θαυμάσια, όταν θέλανε να της κρατήσουνε κάτι μυστικό ή να την κουτσομπολέψουνε μέσα στην οικογένεια, και άλλοτε καθόλου, όταν είχε λερωμένη την φωλιά της και έπρεπε να απολογηθεί για κάποια μικροατιμία της.
      Όλοι λοιπόν στην οικογένεια, μεταξύ σοβαρού και αστείου της είχανε προσάψει, ότι «όταν τη συμφέρει ακούει».

      Κι ο Γιώργος λοιπόν, αρκετές φορές έχει εκμεταλλευτεί αυτή την αδυναμία του.
Τις προάλλες, ενώ οδηγούσε στην Κηφισίας, προσπαθούσε να προσπεράσει έναν ανόητο που πήγαινε με 60 στην αριστερή λωρίδα. Αφού τα κατάφερε με κάπως επικίνδυνο ελιγμό, τον αποκάλεσε αγανακτισμένος με ανοιχτό το παράθυρο, «μαλάκα» (αθωότατη Ελληνική προσφώνηση).
      Εκείνος έτυχε να τον βρει στο επόμενο φανάρι και με δίπλα τα αυτοκίνητα τους, του έσουρε τα εξ αμάξης (καθόλου αθώες Ελληνικές βρισιές).
      Με ένα γρήγορο βλέμμα διαπίστωσε ο φίλος μας ότι επρόκειτο για δίμετρο νταγλαρά, οπότε την φιλοτιμία ανάγκη ποιών, μάρσαρε και εξαφανίστηκε.
      Η γυναίκα του παραξενεμένη και γνωρίζοντας τον ευέξαπτο χαρακτήρα του απόρησε:
- Γιατί δεν αντέδρασες Γιώργο, αυτός σ έβρισε χυδαία;
- Α, δεν άκουσα!

Διηγήθηκε επίσης και ένα άλλο περιστατικό (είχε άφθονα παρόμοια, τα οποία δεν θα προλάβαινε ούτε σε ένα χρόνο να διηγηθεί στο νεαρό μυτόπληκτο). Σε μια Γενική Συνέλευση Πολιτιστικού Συλλόγου, στην οποία είχαν μερικά θέματα ακανθώδη για επίλυση, σαν Πρόεδρος έπρεπε, αφού ακούσει όλες τις απόψεις να τις μαζέψει και να κάνει μια τελική συνδυασμένη πρόταση.
      Αυτό έκανε για τον Διαγωνισμό λογοτεχνίας, για την έκθεση ζωγραφικής και για τα μαθήματα χορού.
      Για το θέμα του τμήματος εκδρομών της Θες/νίκης όμως, κι επειδή υπήρξε μεγάλη διάσταση απόψεων μέχρι μαλλιοτραβήγματος, από την υπεύθυνη Αθηναία έφορο του τμήματος έναντι των τριών Σαλονικιών μελών του ΔΣ, απέφυγε πονηρά το σκόπελο και έδωσε το μπαλάκι στο Γενική Γραμματέα, λέγοντάς του:
-Κάνε την πρόταση εσύ Γιάννη, γιατί όπως ξέρεις δεν ακούω καλά και δεν είμαι σίγουρος ότι άκουσα καλά τις τοποθετήσεις των κοριτσιών.
      Αυτός κατάλαβε μεν, αλλά η δικαιολογία του Προέδρου ήταν ισχυρή, έκανε λοιπόν την πρόταση και μετά υπέστη για 2 εβδομάδες τη μουρμούρα και των τριών Σαλονικιών ξωτικών.

Ένα άλλο επεισόδιο που θυμήθηκε ο Γιώργος και που φαίνεται καθαρά η πονηριά του στην εκμετάλλευση της μειωμένης ακοής (που βέβαια δεν είναι ψέματα), δεν εκτιμήθηκε δεόντως απ το Καρδιτσιώτικο όργανο της τροχαίας στην Εθνική οδό.
-        Κύριε τρέχατ με 162 χιλ, δώστε μ την άδεια, την ασφάλεια κι την ταυτότητα!
-        Συγνώμη κύριε Υπαστυνόμε (ήταν σκέτος μπάτσος), δεν ακούω καλά και δεν άκουσα τον προειδοποιητικό ήχο για το όριο, απ το καντράν.
-        Μπα έχς και προυειδοποιητικού ήχ;
-        Ναι είναι τελευταίο μοντέλο και ασφαλές στην οδήγηση.
-        Για δείξ το μου, γιατί πρώτ φορά το ακούω αυτό.
Τι να του δείξει, νόμισε ότι έπεσε σε χωριάτη μπάτσο, αλλά αυτός παρ όλη τη διάλεκτο ήταν ξύπνιος.
-        Μάλλον θα χάλασε.
-        Α΄ έτς; Τότε φέρεμ αυτά που σε ζήτησα συν ΚΤΕΟ, πυροσβεστήρα, τρίγωνο, φαρμακείο.
-        Μάλιστα, (και του δίνει όλα, εκτός ΚΤΕΟ, πυροσβεστήρα, τρίγωνο, φαρμακείο, που δεν έχει, προσποιούμενος πάλι ότι δεν άκουσε καλά)
-        Α΄ δεν ακούτι κύριε αυτά που δεν σας συμφέρουν; Ωραία, ταχύτητα 162, το δίπλωμα οδήγησης είναι άκυρο, θέλει ανανέωση, η ταυτότητα είναι παλιού τύπου, ΚΤΕΟ δεν έχεις περάσ και επιπλέον δεν φορούσες και ζών….
-        Μα εσείς θα με καταστρέψετε, λυπηθείτε με, δεν είμαι κανένας εγκληματίας, οικογενειάρχης άνθρωπος και μάλιστα Φιλόλογος που έχω υπηρετήσει και στην περιφέρειά σας, αναφώνησε πανικόβλητος ο Γιώργος.
Και να η στραβή του τύχη μέχρι τότε, σαν να του χαμογέλασε.
-        Που υπηρέτησες κύριε  Γιώργο;
-        Στο Μουζάκι Καρδίτσας επί 8 χρόνια.
-        Στο Μουζάκι; Το Χάρη τον υπαστυνόμο τον ήξερες;
-        Αν εννοείς το Χάρη Σταματίου τον χωροφύλακα και σκακιστή, ήμασταν κολλητοί, παρ όλο που σκοτωνόμαστε στο σκάκι.
-        Είναι αδελφός μου και μου έχει πει για το Φιλόλογο που έπαιζαν σκάκι.
      Άντε τυχερέ, πάρε μια κλήση για αντικειμενική πάθηση.
Πήρε την κλήση, τον ευχαρίστησε, έστειλε  χαιρετισμούς στο Χάρη και επί δέκα λεφτά προβληματιζότανε, οδηγώντας, τι εννοούσε «αντικειμενική πάθηση».
Βέβαια έφτασε κάποτε στο σωστό συμπέρασμα: «αντικανονική στάθμευση».

Γέλια…γέλια απ το νεαρό και από μια νοσοκόμα που έτυχε να παρακολουθήσει το περιστατικό…
-        Από τότε ορκίστηκα, λέει ο Γιώργος να μη κάνω άλλη φορά χρήση της κουφαμάρας μου σαν δικαιολογία…εκτός…..
Ήρθε επιτέλους το αύριο, της αποκάλυψης, αλλά κάπως άγριο. Τον  ξύπνησε ο γιατρός χαράματα, γιατί θα έμπαινε στο χειρουργείο για μια σοβαρή εγχείρηση και με την πρωινή νοσοκόμα βγάλανε τους επίδεσμους και του έκαναν πρόχειρο τεστ ακοής. ΘΡΙΑΜΒΟΣ!
Ακούει πεντακάθαρα, ζωντανά, μέχρι και το πέταγμα της μύγας! Φίλησε το γιατρό και τη νοσοκόμα! και αφού έφυγαν πήρε έναν απελευθερωτικό υπνάκο, γεμάτο αισιόδοξα όνειρα για ένα μέλλον πλήρους ακουστικής ευφορίας.
Κάποια στιγμή, χορτασμένος ύπνο, ετοιμάστηκε να ξυπνήσει, άκουσε όμως ομιλίες απ το διπλανό κρεβάτι και διέκρινε τη φωνή του μυτάκια να λέει στη νοσοκόμα της 2ης βάρδιας καθαρά:
-Αμάν βγάλτε τον παλιόγερο από δω, με έπηξε με τα παραμύθια του, (μη ξέροντας ότι ακούει πλέον!).
Κέρωσε ο Γιώργος, αυτό ήταν το συμπαθητικό νεαρό παιδί που γελούσε με τα παθήματά του; που μουρμούριζε βέβαια κάτι τι, αλλά με την κουφαμάρα, υπέθετε καλά λόγια;
Τώρα θα σε φτιάξω, λέει από μέσα του και κάνει να σηκωθεί, εκείνη τη στιγμή όμως μπαίνουν στο θάλαμο και βλέπει με μισόκλειστα μάτια, τη γυναίκα, το γιό και την κόρη του. Κάτι τον κάνει να παραμείνει σκεπασμένος ως τα αυτιά και να παριστάνει τον κοιμισμένο, κάτι όμως που θα το μετάνιωνε….
- Καλημέρα Κώστα (στον μυτάκια), δεν ξύπνησε ακόμη ο καθυστερημένος; (η Σία, η παχουλή γυναικούλα του).
Πως μπόρεσε και κρατήθηκε ο «κουφός», δεν λέγεται, εντάξει ας ακούσει παρακάτω…
-        Όχι μόνο καθυστερημένος αλλά και μοναχοφάης, αφού τώρα στα γεράματα αποφάσισε να φτιάξει το χαζοαφτί του πληρώνοντας μια περιουσία, λεφτά με τα οποία θα έπαιρνα το ΦΟΡΝΤ ΠΡΙΜΑ και θα το γέμιζα γκόμενες…(ο κανακάρης του).
-        Εσύ όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι, αχόρταγε μπουμπούνα, δεν κοιτάς να πάρεις κανένα βαθμό, που όλο ψέματα έχεις γεμίσει τον καημένο το μπαμπά, ότι δήθεν περνάς τις εξετάσεις κι εσύ χρωστά 34 μαθήματα ακόμη…
(Τι αποκάλυψη, μπράβο βρε κόρη, εσύ τουλάχιστον είσαι τίμια και μ αγαπάς, θα σκέφτηκε σίγουρα ο σκεπασμένος πάτερ φαμίλιας)
     ….(η κόρη όμως συνεχίζει καταιγιστικά) ..τα κωλολεφτά (άκου γλώσσα) που έδωσε σ αυτούς τους κωλογιατρούς, θα έπιαναν τόπο, αν τα δάνειζα στο Φρέντυ που θέλει να βγάλει ένα σιγκλ και ν αγοράσει καινούργια ηλεκτρική κιθάρα.
-        Εσείς όλο τον εαυτό σας σκέφτεστε (πάλι η γυναικούλα του), ξέρετε πόσα χρωστάω απ τις πιστωτικές μου κάρτες, και στον Τσαγκαράκη απ τα κοσμήματα που βλέπω στην τηλεόραση; Εγώ τα είχα ανάγκη αυτά τα λεφτά που πήγε και πέταξε για το κωλοαφτί του ο μουφλούζης.
Του Γιώργου του ήρθε συμφόρηση. Πετάχτηκε έξαλλος απ το κρεβάτι και έτρεξε στο διάδρομο, βρήκε το γραφείο του Ωριλά και πέφτοντας στα πόδια του..
- Γιατρέ μου, τι μούκανες, θέλω πίσω την κουφαμάρα μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου