Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΕΤΑ







                   ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΕΤΑ
                          ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ


ΑΘΗΝΑ2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ


               ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ



2η σελίδα

Έργα του ιδίου

………………………………………
                                                                           ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΙΡΗΝΗ»

«Τα δικά μου» Ποιητική Συλλογή, 2005
«Πορτραίτα» Αυτοβιογραφικό  Μυθιστόρημα, 2006
«Σκαραβαίος»  Διηγήματα, 2007
«Σκαραβαίος» Θεατρικό  Σενάριο, 2007
«Πρόσωπα» Διήγημα, 2008
«Διάττοντες αστέρες» Διηγήματα, 2008
«Τα δικά μου μετά» Ποιητική συλλογή
 «Η Συνέντευξη»  Διήγημα, 2009
«Κβάμε Πιανίμ» Διήγημα, 2009
«Ο Ουρανός ανάποδα» Ιστορίες, 2009
                                    «Φανταιζί» Παράξενα διηγήματα, 2009
«Ακτίνες Λέιζερ» Ποιητική συλλογή 09
«Τα παλιά μου» Ποιητική συλλογή 2009
«Τα κανόνια» Διηγήματα 2010
«Τα μαργαριτάρια δεν είναι πάντα αληθινά» Διηγήματα 2010
«Άπιαστα όνειρα» Διηγήματα 2011
«Δεύτερη ευκαιρία» Διηγήματα 2011
«Καρδιές στο φεγγάρι» Διηγήματα 2011
«Σαν όνειρο» Διηγήματα 2011





                           
                   







Για να προσφέρω ένα πετραδάκι γράφω,
σ αυτό τον κόσμο που μας έφερε η φύση,
με μελανά χρώματα την αδικία περιγράφω,
μήπως κανείς τολμά… ν ανησυχήσει.

Ελπίζω όσα φωνάζω κι όσα γράφω
να σμίξουνε μ άλλες φωνές γενναίες
και τότε σίγουρα, αυτό σας το υπογράφω,
θάχουμε μπόλικες επαναστάσεις νέες.

Γράφω για όνειρα, για ελπίδες, για καημούς,
πλάθω ιστορίες μ αισιόδοξα μηνύματα,
να σταματήσω θέλω δάκρυα και λυγμούς,
να τιμωρήσω υπαίτιους για εγκλήματα.

Μα κι αν πετύχω, πάλι εγώ θα γράφω,
γιατί η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα,
τότε όμως τα σχέδια πολύχρωμα θα βάφω
και θα ταχυδρομώ ομόνοιας εμβάσματα.




















                      

                            Ποίημα


Είν ένα συνοθύλευμα από λέξεις,
διαφόρου σημασίας κι ερμηνείας,
μ αυτές μπορείς να περιγράψεις και να παίξεις,
στο γραφείο, στον καφενέ ή και στας παραλίας.

Συνήθως τα ποιήματα,
μπορεί να αφορούν διάφορα ζητήματα,
κοινωνικά, ερωτικά, πολιτικά
και διακρίνονται σε ψωνισμένα ή διασκεδαστικά.

Τα συνθέτει ο καθένας κι όποιος τύχει,
για να φτιάξει το κατάλληλο το κλίμα,
αραδιάζονται με τέχνη κάποιοι στίχοι
και προσέχουμε να υπάρχει και η ρίμα.

Οι πολλοί δε θέλουν ομοιοκαταληξία
και πετάνε τα νοήματα στο σωρό,
πιστεύουν πως η ρίμα δεν έχει αξία,
αλλά το είδος τους είναι πάρτι χωρίς χορό.

Άλλοι το ποίημά τους γεμίζουν λυρισμό,
σπασμένες καρδιές και πονεμένες κόρες,
δάκρια στα μάτια, συναισθηματισμό
και ερωτικής πορείας ανηφόρες –κατηφόρες.

Άλλοι στα πολιτικά ζητήματα ταγμένοι,
έχουν το στίχο βήμα καταγγελίας
και στο ποίημα παρελαύνουν όλοι οι πονεμένοι,
θύματα της κακούργας κοινωνίας.

Τέλος άλλοι παριστάνουν το Σουρή
και τους γύρω τους με πάθος σατιρίζουν,
αυτοί χρειάζονται αλυσίδα ή λουρί,
γιατί απ τα γέλια τα μάτια μας δακρύζουν.

Κι έμεινα εγώ να προσπαθώ μέσα απ το στίχο,
να σας κάνω να χαρείτε ή λυπηθείτε,
χωρίς έμπνευση βήχω και ξεροβήχω
και τροφοδοτώ το συγκρότημα, άγαμοι θύται
        

                      
                          Παιχνίδι ζωής




Παίζω με τις λέξεις και τα αισθήματα,
Τα ρολά του μαγαζιού σηκώθηκαν,
Λάμπει, μετά τη βροχή το ουράνιο τόξο,
Σφίγγω το τιμόνι στα χέρια και τρέχω στη Λεωφόρο,
Οι πρωινοί διαβάτες ζωηροί για τη δουλειά,
-Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα, το ραδιόφωνο,
Χρώματα πολλά, πανδαισία σχεδίων,
Η σκέψη μου στον έρωτα, στη ζωή,
Μια μοτοσικλέτα με προσπερνάει με θόρυβο,
Τώρα που ήρθες δεν σ αφήνω να ξαναφύγεις μακριά μου.























                        

                           Βαλεντίνο.




Απόψε στη γιορτή του Βαλεντίνο,
σου έχω ένα δώρο ερωτικό,
πρώτα θα σου προσφέρω εκλεκτό οίνο,
και μετά θα σε χορέψω ένα ταγκό.

Λόγια αισθηματικά θα ψιθυρίσω
στ αυτί σου γύρω στον άσπρο σου λαιμό,
τα αστέρια όλου του ουρανού θα σου χαρίσω
κι ένα θερμό βαλεντίνου ασπασμό.



























                      Είναι βράδυ κι είμαι μόνος


Είναι βράδυ κι εγώ μόνος
Φεύγει το τραίνο
Ένα μαύρο σύννεφο στον ουρανό
Κι ένα άδειο ποτήρι συντροφιά.

Στον τοίχο του σταθμού απέναντι
Μου χαμογελάει μια οδοντόκρεμα
Ένας σκύλος αλυχτάει από μακριά
Και το τηλέφωνο ηχεί στενάχωρα.

Σε λίγο μια καθαρίστρια
Θα μαζέψει τα τελευταία αποτσίγαρα
Ένας άστεγος θα ξαπλώσει στον πάγκο
Κι εγώ θα κοιτάζω αδιάφορα τα τραίνα να περνούν.

Είμαι μόνος,
Παρέα μ ένα βάρος στο κεφάλι
Και μια σκοτούρα
Κι είναι βράδυ……



















                               Ραντεβού

Υποσχέθηκες πως θάρθεις στις οχτώ,
στο τρίτο απ την είσοδο του πάρκου το παγκάκι,
σ είχα εικόνισμα τότε σε είχα φυλαχτό,
ήσουν η αδύναμή μου άμυνα στο σκάκι.

Έκλεισα εγκαίρως τα βιβλία και τη μελέτη,
σενιάρισα παπούτσια, φοιτητική ενδυμασία,
εχτένισα με προσοχή τη χαίτη
κι ήρθα εγκαίρως στην αισθηματική δοσοληψία.

Σαν ιππότης του παλιού καιρού με στυλ,
ντυμένος άψογα, στο χέρι ένα λουλούδι,
ήμουνα έτοιμος για συμφωνία, για ντηλ,
να παίξω στης καρδιάς σου το σι ντι ένα τραγούδι.

Με υπομονή περίμενα να εμφανιστείς εσύ
κι έκανα σχέδια ερωτικών στιγμών,
δεν το κατάλαβα πως πήγε οχτώ και μισή
και βρέθηκα προ απογοητεύσεων και λυγμών.

Σούδωσα αέρα περαιτέρω ευκαιρίας,
ξάπλωσα ανάσκελα κοιτάζοντας τα αστέρια,
μέχρι που πλησίασε πόρνος εφαψίας
και άρχισε να μου χαϊδεύει τα....χέρια.

Απ το μπαρ ακούστηκε του μπουζουκιού πενιά
και ένας λήθαργος τα μάτια μου σφαλίζει,
χτυπάει η καμπάνα ώρα εννιά
και η σελήνη «ολόφωτα» φωτίζει.

Συγγνώμη ζήτησες μα ξύπνησα αργά,
μπροστά μου στέκεις όλορθη σα στέκα,
με πονεμένα απ το παγκάκι τα πλευρά
κοίταξα το ρολόι μου, ήταν δέκα.

Αγαπημένη μου ευθύς σε συγχωρώ,
για το γενναίο στήσιμο τα αποψινό,
σούχα υποσχεθεί ερωτικό χορό,
Αλλά σε αποπέμπω τώρα με μια κλωτσιά στον πισινό.









Σε συμπαθώ αναγκαστικά,
σ έχω πρώτη στη λίστα,
σαν μια γλυκιά διπλοπενιά,
σαν μια στροφή στην πίστα.

Έριξες πάνω μου μια δροσερή ματιά
κι άφησα πίσω τις αγάπες και τα πάθη,
συμπάθεια μούγινες Σαλονικιά γλυκιά,
καινούργια έλξη χωρίς πείσματα και λάθη.

Σε θέλω δίπλα μου στο γλέντι και στο κέφι
κι άμα τη νύχτα γίνουμε ξενύχτηδων μορφές
και το μπουζούκι κελαηδά και σα λαλεί το ντέφι,
στην πίστα σχεδιάζουμε ζεϊμπέκικων στροφές.

(Ρεφρέν)
Είναι σαν τώρα που ακούω τη φωνή σου,
αγάπη μου λοιπόν εκσυγχρονίσου.

Βαρέθηκα παλιές και κλασικές αγάπες,
μουρμούρες, πίκρες, πείσματα και κλάψες,
θέλω μοντέρνες σχέσεις, δεσμό μεθυστικό,
με λίγα λόγια έρωτα εκσυγχρονιστικό.

Ζητώ η γκόμενα να έχει μετοχές,
κι ερωτικά αμοιβαία αισθητήρια,
να είμαστε έτοιμοι στις νέες εποχές,
για ομόλογα αισθηματικά και για χρηματιστήρια.

(Ρεφρέν)
Η αγάπη μας είναι μια σκέτη ποίηση,
εμπρός για ερωτική ιδιωτικοποίηση.

Δική μου θέλω νάσαι ιδιωτική
κι όχι δημόσια περιουσία,
αφοσιωμένη στου έρωτα τη μουσική,
εμπρός για μια ουράνια συνουσία.

Έκανες την καρδιά μου τράπεζα Αγροτική,
και τα φιλιά μου λευκές επιταγές,
τη σχέση μας καπιταλιστική
και κατάντησαμε ίδρυμα ευαγές.





Πολύ αργά για δάκρυα φίλε
πέρασαν πια τα χρόνια εκείνα
αναμνήσεις και παλιές φωτογραφίες πίσω στείλε
και για καινούργιους έρωτες ξεκίνα.

Άργησες να σκεφτείς και να δακρύσεις
πνιγμένος μες τα γλέντια και τα πάθη
δεν είχες μούτρα ούτε τους φίλους ν αντικρίσεις
να δεις κατάματα συντρίμμια σου και λάθη.

Νόμιζες η ζωή θα πει ξενύχτια,
χαρτοπαιξία, γυναίκες και ποτά
στων φαντασιώσεων έπεσες τα δίχτυα
σπορ αυτοκίνητα, αρμάνι μεταξωτά.

Τώρα λοιπόν που ήρθε η ώρα να πληρώσεις
δε σούχει μείνει φράγκο τσακιστό
τα χρέη εκεί που πρέπει ν αποδώσεις,
όλες σου οι ελπίδες είναι στο Ξυστό.

Έχασες έρωτα, φιλία, οικογένεια
της μάνας και του γέρου το φτωχικό,
σχολεία, γράμματα και του παπά τα γένια
κι έμεινες χωρίς φράγκο και ηθικό.

Τα όνειρά σου τώρα κάντα πακέτο
και στείλτα με ευχές στον ουρανό,
ίσως τα συναντήσεις κάποια μέρα υποθέτω
σ άλλη ζωή…. σ αστέρι μακρινό.















   

                       Σαν το παλιό κρασί


Σαν το παλιό καλό κρασί
ήσουν για μένανε εσύ,
εμένα του έρωτα καραβοκύρη,
μ έκανες να σε πίνω στο ποτήρι.

Η γεύση σου υπέρμετρα γλυκή,
το άρωμά σου κόλαζε αγίους,
η όψη θηλυκιά υπερβολική,
με έβαζε σε πειρασμούς χιλίους.

Η ετικέτα σου σε έδειχνε κοντέσα,
έτοιμος για σαλόνια ο εαυτός σου,
η εμφιάλωσή σου τέλεια και μέσα,
ονειρευόμουνα να ήμουν ο φελλός σου.

Προέρχεσαι από γνήσια κάβα
κι ο μούστος που σε έφτιαξε αγνός,
τα μάτια σου γαλάζιος ουρανός
και το ταμπεραμέντο σκέτη λάβα.

Τύφλα να χει η Γαλλική σαμπάνια,
μπροστά στης ομορφιάς σου τον αφρό
κι όταν βγαίνεις με μαγιό στα μπάνια
δεν προφταίνεις να διαλέγεις και γαμπρό.

Κρασάκι μου είσαι μοναδικό στη φύση
και μ έχεις κάνει σκέτη αλοιφή,
μου προκαλείς έν ακατάσχετο μεθύσι,
αλλά στο τέλος μ αφήνεις γεύση στυφή.

     
















                   Θανατηφόρα δόση



Τον είδε ψες το βράδυ στην πλατεία Εξαρχείων, σ ένα παγκάκι,
κοιμόταν μαζεμένος στη στάση του εμβρύου, ένα μωρό,
θυμήθηκε απ τα παλιά για κάποιο ζευγαράκι,
μια ανοιξιάτικη βραδιά στο σχολικό χορό.

Τώρα φορεί μπουφάν παλιό και τριμμένο παντελόνι,
το πρόσωπο πέτρινο, γεροντικό,
στο νου τον φέρνει της καρδιάς της χελιδόνι,
παιδί ατίθασο, ζωντανό τόσο γλυκό.

Ζωγραφισμένη στη μορφή του η αγωνία του αιώνα,
δείχνει μονάχος στο κενό του γαλαξία,
πόσο θα ήθελε να γίνει κηδεμόνα,
να ξαναδώσει στη ζωή του αγάπη και αξία.

Ξύπνα, του λέει, πέτα βελόνες και τα χάπια,
ξέχνα τη σκόνη, τα υπόγεια, τα τρυπήματα,
γύρισε πάλι της ζωής σου τα κιτάπια,
ξεκίνα πάλι απ τα πρώτα σου τα βήματα.

Και να το παλικάρι που ξυπνάει,
με περιέργεια την κοιτά κι αναγνωρίζει,
μια φλόγα ανάβει και στα μάτια την κοιτάει,
και τρέμοντας στ αυτί της ψιθυρίζει:

Αγαπημένη καλόδεχτη στο υπαίθριο φτωχικό μου,
μα ένα χρέος έχω σε σε προσωπικό,
άπιστη μ απάτησες μέσα στο σπίτι το δικό μου,
νάτο λοιπόν το δικό μου μυστικό.

Κοίτα πως έσβησε η αγάπη κι ήρθε η πτώση,
δώσε μου τώρα τελικά… και του θανάτου μου την τελευταία δόση.











                   Το σπασμένο ρολόι.


Είναι 10 το βράδυ, έξω βαθύ σκοτάδι,
Βγαίνω στο μπαλκόνι, αφουγκράζομαι,
Κάτι κορναρίσματα, κάποια μουσική από διπλανό διαμέρισμα.
Το κουδούνι δε χτυπά.
Το βραδινό αεράκι παίρνει τις σκέψεις,
Τις διαλύει σε φράσεις, σε λέξεις μυστικές
Και τις στέλνει εκεί που πρέπει.
Τώρα δείχνει το ρολόι 12, βγαίνει ο κούκος
Και το αναγγέλλει.
Άλλες σκέψεις, άλλο αεράκι, άλλες αποστολές
Εκεί που πρέπει.
Ξανακοιτάζω το ρολόι.
Οι δείκτες ασάλευτοι, βαριές οι κινήσεις τους,
Βαριές κι οι ματιές μου.
Δηλητηριασμένες.
Σπρώχνω τις σκέψεις, πιέζω το συναίσθημα.
Πρέπει να έρθει, πρέπει να έρθει.
Αν όχι τώρα, σε λίγο…
Πάλι σκέψεις, πάλι ματιές, πάλι πίεση στο ρολόι.
Έσπασε κι εκείνη δεν ήρθε.





















                           
                                    
                                 Φεύγεις



Φεύγεις μακριά απ το γερασμένο, χιλιοπαιγμένο θεατρό μου
Αφήνεις πίσω τα ίδια πικρά λόγια που ακούς πάντα
Καρμπόν μεταχειρισμένο οι τρόποι μου,
Μέχρι τώρα σε κρατούσε το παράπονο που διακρίνεις στα μάτια μου,
Ξέρω ότι κάποτε θα το βαρεθείς κι αυτό και θα φύγεις,
Το βλέπω στους εφιάλτες μου τις βροχερές νύχτες του χειμώνα,
Βλέπω την αγαπημένη σου μορφή να φεύγει και φοβάμαι,
..Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα….































                              Αντίδραση



Ποτάμι η οργή
Πνίγει σκέψεις κι οράματα
Πλημμυρίζει υπόγειες διεργασίες
Καταπίνει νηφάλιες ακτές
Γκρεμίζει δίδυμους
Καταπατά ουτοπίες
Ρίχνει φράγματα.

Αγριεμένη θάλασσα η εκδίκηση
Συντρίβει εξουσίες
Συνθλίβει όγκους δεσποτικούς
Σαρώνει κρατικές τρομοκρατίες
Εξαφανίζει τραστ
Λειώνει πολυεθνικές
Εξαϋλώνει ασυνειδησίες.

Λάβα τρέχει απ το ηφαίστειο του μίσους
Η αντεκδίκηση
Απ το άδικο αίμα που χύνεται
Την  καταστροφή εστιών
Το κλάμα στα παιδικά μάτια
Την εξαφάνιση των ονείρων
Το χωρισμό των ζευγαριών

Ραντεβού στην άλλη ζωή
Μ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι ….
…..για αναγνώριση.














                             Αναμμένα φώτα




Οι ακτίνες διαχέονται στο διάδρομο,
Δεξιά κι αριστερά πόρτες.
Ανοίγεις κι αναζητάς το διακόπτη να φέρει φως.
Πρέπει να διαλυθεί το σκοτάδι,
Να φωτιστούν όλες οι αίθουσες και τα μυαλά.
Ν ανοίξουν θύρες επικοινωνίας
Και νέοι φωτεινοί δρόμοι.
Στο σκοτάδι κυριαρχεί άγνοια, φόβος, το άγνωστο,
Μαυρίλα, θλίψη, πένθος, αγωνία…
Ρίχνεις λίγες ακτίνες κι αλλάζεις την κατάσταση.
Τα αισθήματα κατακλύζουν,
Οι καρδιακοί μύες τεντώνονται,
Χημικές αντιδράσεις φέρνουν δάκρυα, χαράς ή μίσους,
Φορτίζουν την ατμόσφαιρα.
Δαδί, κερί, φανάρι, λάμπα, προβολέας,
Ανάβουν στους αιώνες.
Φωτίζουν τη φύση και τον άνθρωπο…























                              Διαχωρισμός.

Είναι φορές που στο μυαλό ανοίγονται λεωφόροι
και λιμουζίνες τις διαβαίνουν πορφυρές,
είναι στιγμές που ο δρόμος γίνεται ανηφόρι
κι οι σκέψεις βγαίνουνε διστακτικά ψυχρές.

Ένα μαχαίρι κοφτερό στα δύο μας χωρίζει,
από τη μια χρυσό κλουβί κι από την άλλη ντέφι,
να σεκλετίζεται απ τις πίκρες και να σκίζει
τα όνειρά μας ή με νέκταρ και χαβιάρι να μας τρέφει.

Μπροστά μας σπρώχνει μες την πίστα του χορού,
μ ένα ζεϊμπέκικο την παγωνιά θα σπάσει,
ή μ ένα ροκ μεταλλικό του τιμωρού,
επάνω στον υπαίτιο θα ξεσπάσει.

Το άδικο χωρίζει συναισθήματα,
μα το δίκιο αναλαμβάνει επανορθώσεις,
τι κι αν της καπιτάλας είμαστε θύματα,
θάρθει ένα βράδυ βροχερό να ξεσπαθώσεις.

Ηλιοβασίλεμα και τι δε μου θυμίζει,
μου λείπει θάρρος για ναρθώ να σου μιλήσω,
μα γιγαντώνεται η θέληση και σκίζει
και καταφέρνω τα μάγια της αγάπης σου να λύσω.

Ο ένας είναι χελιδόνι ορφανό
κι ο απέναντι βουνίσιος αετός,
ψάχνουνε ήλιο και καθάριο ουρανό
μ απροστάτευτος ο ένας και ο άλλος αρχηγός

Όλες οι πόρτες κι αν διατηρούνται ανοιχτές,
απ τα παράθυρα μας έρχεται το φως,
οι επιλογές μας λανθασμένες ή σωστές,
πάντα θα υπάρχει στη ζωή διαχωρισμός.

               











Έλα μαζί να μετρήσουμε τον κόσμο έλα,
να ερευνήσουμε τον πληθυσμό της γης,
να εξερευνήσουμε τη φύση, έλα,
να θυμηθούμε τους κανόνες της ζωής.

Έλα μαζί, να λογαριάσουμε, έλα,
τις εκκρεμότητες, τα λάθη, τις αξίες,
να καταγράψουμε στα κατάστιχα, έλα,
τους γάμους, τις γεννήσεις, τις κηδείες.

Κι όταν τελειώσει η απογραφή, έλα
να κάνουμε σωστό ισολογισμό,
να εξισώσουμε μεγέθη στης φύσης την καρτέλα,
και να ορίσουμε στον άνθρωπο δασμό.

Τι θα πληρώσει ο καθένας μας, έλα,
αποζημίωση για τις καταστροφές,
η πλάση δεν είναι καραμέλα,
ούτε η ζωή μας πρωινός καφές.

Μ αγάπη τα παιδιά σου μεγαλώνεις
και με θυσίες τα στηρίζεις στη ζωή,
αλλά επιπόλαια το μέλλον τους πληγώνεις,
μη ακολουθώντας των φυσικών κανόνων τη ροή.

Έλα, λοιπόν στα συγκαλά σου, έλα,
ξύπνα απ το λήθαργό σου το βαθύ,
σφίξ τη γροθιά σου και χαμογέλα,
τράβα απ τη θήκη το σπαθί.

    














Είναι γνωστό
ότι πολλοί πουλάνε την ψυχή τους,
με αντίτιμο τη δόξα και το χρήμα,
έχοντες ως στόχους στη ζωή τους,
να τους πάνε όλα δεξιά και πρίμα.

Είναι γνωστό
ότι δημόσιοι υπάλληλοι πουλάνε
υπηρεσίες λαδωμένες,
και τραπεζίτες δάνεια σκορπάνε
σ επιχειρήσεις ξοφλημένες.

Είναι γνωστό
ότι πολλοί έμποροι ληστεύουν
και μας σερβίρουν προϊόντα σκάρτα,
παρ όλα αυτά οι πελάτες τους πιστεύουν
γιατί πληρώνουν μ ευκολίες ή με κάρτα.

Είναι γνωστό
ότι προϊόντα γεωργίας
πουλιούνται πάμφθηνα μες το χωράφι
και μεταπράτες κάθε τέτοιας εσοδείας
πολλαπλάσια τα κοστολογούν στο ράφι.

Είναι γνωστό
ότι κρέατα κυρίως αλλά και ψάρια,
στην κουζίνα μας θα φθάσουν σάπια,
αφού βρώμικο χρήμα μπήκε στα βιβλιάρια
και σ όλα τα υγειονομικά ντουλάπια.

Είναι γνωστό
ότι όλα τα τρόφιμα κυκλοφορούν
μ ελάχιστους ή καθόλου έλεγχους δειγματοληπτικούς
κι αφού έχουμε καταναλώσει ένα περίδρομο, αφαιρούν
τόνους απ αυτά για λόγους υγείας βλαπτικούς.

Είναι γνωστό
ότι χρηματίζονται ασυστόλως,
κάποιοι σε υπουργεία, εφορείες και τελωνεία,
όχι βέβαια ότι υπάρχει στη μέση δόλος,
αλλά γιατί έτσι φτιάχτηκε η κακούργα κενωνία.

Είναι γνωστό……..



            

Χάραμα, το βαθύ σκοτάδι της νύχτας
σπάει μια αχτίδα φωτός,
χαιρετάει τους τελευταίους θαμώνες της πίστας,
περήφανη του ήλιου προπομπός.

Ξεκίνησε από μέρη μακρινά,
εκεί που ο ήλιος λάμπει όλη τη μέρα,
αφήνει σύννεφα και ψηλά βουνά,
για να πει σ αυτόν τον τόπο καλημέρα.

Πέρασε θάλασσες και κάμπους και χωριά,
καβάλα σ αεράκι δροσερό,
πέταξε πάνω απ τον άγριο βοριά,
της τύχης ένα πολύχρωμο φτερό.

Συνάντησε στο δρόμο της εμπόδια πολλά,
λάθη στο ζωικό μας το βασίλειο,
είδε τα ζώα και τους ανθρώπους χαμηλά,
να παλεύουν για μια θέση στον ήλιο.

Απόρησε σαν ένοιωσε ανθρώπινα ατοπήματα,
και πλήθη σε μεγάλη απελπισία,
σκληρές καρδιές χωρίς καθόλου αισθήματα,
παιδιά χωρίς τροφή και προστασία.

Πιο κάτω ακούει θορύβους τρομερούς,
βλέπει τη γη σκαμμένη, ρημαγμένη,
ερείπια και πτώματα σωρούς,
καμένων μυρωδιά, καπνός να βγαίνει.

Διέσχισε λιμάνια, αεροδρόμια,
είδε υποβρύχια, άρματα, πυραύλους,
είδε ανισότητες και οικήματα ανόμοια,
κοντά-κοντά παλάτια με σπίτια στάβλους.

Η αχτίδα είδε τόσα και απόρησε
και με τρόμο τις άλλες αχτίδες πληροφόρησε,
ο κόσμος που ήξεραν έγινε ρημάδι…….

….κι όλες κρυφτήκαν κι επικράτησε σκοτάδι.







Όλοι ξέρουμε, πως βουλευτής αν θέλεις να εκλεγείς,
πρέπει τεράστια ποσά να διαθέσεις,
να έχεις φίλους μες το κόμμα επιτελείς,
και χορηγούς για οικονομικές ενέσεις.

Χρειάζεσαι πολιτικό γραφείο
μ εξοπλισμούς συμβούλους, γραμματείς,
αναγκαιοί και ειδικό φωτογραφείο,
ώστε με στυλ αισθητικά να εκφραστείς.

Μα όλοι ξέρουμε, πως όταν εκλεγείς,
τα χρωστούμενα πρέπει να τακτοποιήσεις,
στους κομματικούς φίλους να υποταγείς
και στους χορηγούς κεφάλαιο με τόκο να εξοφλήσεις.

Κι έτσι αδέσμευτος θα εισέλθεις στη βουλή,
να επιτελέσεις το κοινωνικό καθήκον,
ν αρχίσεις μια πορεία αμαρτωλή
και να ρημάξεις του λαού τον οίκον.

Όλοι γνωρίζουμε, αν υπουργοποιηθείς,
τότε το χρέος στους αφέντες μεγαλώνει,
στο μεγάλο κεφάλαιο θα γίνεις συμπαθής,
και θ αποτελέσεις ένα Κεφαλαίο Πιόνι.

Βεβαίως θάσαι άτεγκτος, σκληρός,
θα χεις ιμάτια και χέρια καθαρά,
τις μίζες ο ιδιαίτερος ακόμη και ο φρουρός,
και συ θα παίζεις εξουσίας ταμπουρά.

Μα κι αν, ο μη γένοιτο οι ψηφοφόροι σε μαυρίσουν,
και αποτύχεις να μπεις στον κορβανά,
οι δικοί σου, κάποια πόρτα θα σ ανοίξουν,
διοικητή ή προέδρου ή άλλου σπουδαίου γαλονά.

Κι εκεί θα βγάλεις και πάλι τα σπασμένα,
δικούς σου θα βολέψεις για να φάτε,
τα χρέη θα εξοφλήσεις μαζεμένα
και ζήτω στα κορόιδα τραγουδάτε.

Όλοι υποπτευόμαστε, πως κάτι τρέχει,
κάτι στην ιστορία δεν κολλάει,
στους κυβερνώντες το χρήμα, σαν ποτάμι βρέχει.
κι η κρίση μας, για εκλογές, βρωμάει.





Έχει γίνει πλέον μάθημα, σε λίγους δυστυχώς
όταν ανακοινώνονται απ τους κυβερνώντες, αλλαγές,
ποτέ δεν προμηνύεται να ωφεληθεί τίμιος και φτωχός,
αλλά πάντοτε είναι βουτιά στο πορτοφόλι, κι αρπαγές.

Θα κάνουν, λένε τάχα ανασυγκρότηση,
θα εκσυγχρονίσουν υπηρεσίες δημοσίου,
ξεκινάνε μ όλα τα μέσα διαφώτιση
     και στο τέλος των εργαζομένων τα δικαιώματά, τσίου- τσίου.

Νοιάζονται για τους μισθούς και τις συντάξεις,
να ορθολογήσουν και ν απλοποιήσουν,
κι αμέσως σαν τα όρνια στις επάλξεις,
το εισόδημα να μειώσουν, να μαδήσουν.

Του αγρότη, λένε, οι κόποι θέλουν βελτίωση,
μηχανοργάνωση, λίπασμα, ποικιλίες,
ο στόχος είναι δανεισμός και εισοδήματος μείωση,
και τ άλλα είναι αισχρές δικαιολογίες.

Στην υγεία, διατείνονται, χρειάζεται μαχαίρι,
για να κοπούν αυθαιρεσίες κι εκμετάλλευση,
οπότε διορίζουν κάποιο μακρύ χέρι,
κι επιτυγχάνεται πλήρης οικονομική καταλήστευση.

Η εφορεία κάθε χρόνο διευκολύνει! με αλλαγές,
τόσο στα έντυπα, όσο και φορολογικές αλχημείες,
και εν τέλει, φυσικά, επέρχονται σφαγές
στους νοικοκύρηδες, απ τις κρατικές ατιμίες.

Γι αυτό όταν ακούς, ενδιαφέρον κι αλλαγές,
πάντα να κρατάς μικρό καλάθι,
όχι να λες, στις δελεαστικές κραυγές,
Δεν θέλω αλλαγή, Αφήστε με να κάνω λάθη.











Περιφρονημένα νιάτα,
Επαναστατημένα χρώματα,
Αγανακτισμένοι ήχοι,
Εκπορνευόμενα βιβλία.

Φώναξε δυνατά να σ ακούσουν,
Σάλπισε κατ ευθείαν στ αυτιά,
Τσίγκλησε με ρόπαλο τα μυαλά,
Πυροβόλησε την αδιαφορία.

Πάρε τα όπλα που διαθέτεις,
Τις πένες ν αστράψουν στο λευκό,
Τα μεγάφωνα στο διαπασών,
Τους προβολείς για τα σκοτάδια.

Κάθε ώρα, κάθε λεπτό
Και μια μάχη χαμένη
Και ένα έγκλημα ζωής
Και μια φύση να πεθαίνει.

Οι σκέψεις πρέπει να στρατευθούν,
Τα νοήματα να ωριμάσουν,
Τα μάτια να βγουν απ τις κόγχες,
Οι καρδιές να χτυπήσουν σαν καμπάνες.

Ήρθε η ώρα τώρα,
Πάντα έρχεται η ώρα,
Μην αφήσεις λεπτό χαμένο,
Μην αφήσεις πνοή να χαθεί.

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος,
Άλλη λεωφόρος,
Άλλη ατραπός,
Άλλη διέξοδος.

Όλα να φωτιστούν,
Τα μισά να κερδηθούν,
Τα άλλα μισά να διεκδικηθούν,
Τα παράθυρα ν ανοίξουν στη ζωή.









Έχω διό ονομασίες για πλάκα,
βασικά λέγομαι μισθωτός,
κι επειδή είμαι πειθήνιος μικροαστός,
όλοι οι γνωστοί μου με φωνάζουνε μαλάκα.

Τη διεθνή αριστοκρατία μελετώ,
κυρίως τους γαλαζοαίματους του Μπάκιγχαμ,
που στα καμώματά τους μπορεί να κάνεις εμετό
και να μετονομάσεις το παλάτι τους σε Φάκιγχαμ.

Των πολιτικών μας τις ενέργειες χειροκρότα,
κάνουν τα πάντα, κι ας έχουν λίγες τύψεις,
επισκέψεις ψηφοφόρων πόρτα-πόρτα,
αλλά παράθυρο-παράθυρο κάνουν τις προσλήψεις.

Στο πλύσιμο εφαρμόζουν διαφορές,
άλλοι ξεπλένουν λαχανικά ή τις μπουγάδες
κι άλλοι κάνουν μπίζνες καυτερές
και ξεπλένουνε το χρήμα σε κουβάδες.

Έχω μανία διαρκώς με την τιβί,
βλέπω όλα τα τερατολογήματα,
ακόμη και τα όνειρά μου κάνουν διακοπή,
και βάζουν διαφημιστικά μηνύματα.

Υπάρχουν έλληνες εργαζόμενοι τριών αστέρων,
ο πρώτος είναι φοροφυγάς σε όλο του το βίο,
ο δεύτερος στο δημόσιο ελέγχει των προτέρων
κι ο τρίτος δουλεύει για να τρων οι άλλοι δύο.

Το λάδωμα στην Ελλάδα ξεκινάει απ το νεογνό
που το λαδώνει ο νονός για να το κάνει χριστιανό,
συνεχίζεται από νονούς σε όλες της ζωής τις φάσεις,
με σκληρό ανταγωνισμό στις πανελ λαδικές εξετάσεις.

Στα παράθυρα της τιβί πολιτικοί ομίλησαν
και κάθε λόγος για το λαό μας προσβολή,
γι αυτό την πολιτική πολλοί εμίσησαν
και τους πολιτικούς μας, ακόμη πιο πολλοί.

Του έλληνα ο τράχηλος δεν δέχεται ζιζάνια,
καίγεται με τον καύσωνα μα και την ηλιοφάνεια,



μα ούτε δέχεται να κάνει τάιμ άουτ,
στην πρώτη την ψιχάλα μας παθαίνουμε μπλάκ άουτ,
όταν έχει ανομβρία επικαλούμαστε τις μοίρες,
παράπονα και στη βροχή που φέρνει τις πλημμύρες.

Και τερματίζοντας προς το παρόν τα λόγια,
τις σάτιρες και τις λοιπές τις πλάκες,
ας αναφωνήσουμε έστω με υβρεολόγια,
οι μικροβλάκες πέθαναν, ζήτω οι μεγαλομαλάκες.









































                                      Γάτα

Είναι ένα όμορφο τετράποδο θηριάκι,
με σώμα ελαστικό κι εφτά ζωές,
έχει πανέξυπνο μουτράκι
και ποντικών παραμονεύει στις φωλιές.

Είναι ακόμη μια πανέξυπνη ξανθιά,
που κάνει δίαιτα και τρώει σοκολάτα,
έχει στη σκέψη της νοήματα βαθιά
και παριστάνει σ όλους μας τη γάτα.

Είναι και μια παμπόνηρη γυναίκα,
ονόματι Σούλα ή Βούλα ή Τούλα,
πούχει δυνάμεις και μυαλό για δέκα,
αλλά στον εραστή της παριστάνει τη γατούλα.

Γάτα είναι και μια χήρα σιτεμένη,
που στις εκκλησιές ανάβει καντήλια και λαμπάδες,
για αντρική παρέα είναι ξαναμμένη
κι άμα δεν βρει, την πέφτει στους παπάδες.

Στην Ελλάδα πάλι, ο καθένας είναι γάτα,
στον έρωτα, στη δουλειά, αλλά κυρίως στο καφενείο,
μα όπου ακούς πολλά, μικρό καλάθι κράτα,
γιατί οι πιο πολλοί έχουν ζάλη στο κρανίο.

Τέλος κι ο μάγκας, ο ασίκης, είναι γάτα,
που δε φοράει παπιγιόν, ούτε γραβάτα,
έτοιμος πάντα να καθαρίσει με μαχαίρι,
αλλά συνήθως σε διό καρέκλες ξαπλωτός, με το μπεγλέρι.



















                     Γέλα παλιάτσο



Γέλα παλιάτσο, στη φαιδρή πραγματικότητα,
που ξετυλίγεται μπροστά μας σαν κουβάρι,
στην άθλια, μίζερη ανθρωπότητα,
χωρίς ηθική, χωρίς κανόνες, χωρίς χαλινάρι.

Για το κατάντημα, γέλα παλιάτσο,
φιλοσοφίας, επιστήμης και θρησκείας,
που όλη τη φύση έκαναν στραπάτσο,
του κέρδους κυνηγοί και της βλακείας.

Γέλα παλιάτσο, στα παλάτια των αστών,
πούχουν σημαία τους τη δόξα και το χρήμα,
μοιάζουν ναυάγια μανιασμένων θαλασσών,
σα σκοτεινό του Καραβία ποιήμα.


























Οι φίλοι μου με λένε φαντασμένο,
γιατί όταν αντικρίζω πετυχημένο ειδικό,
παίρνω ύφος ονειροπόλο και χαμένο
και παριστάνω πως έτσι είμαι κι εγώ.

Όταν βγαίνω από το σπίτι το πρωί,
αντικρίζω με στολή τον τροχονόμο,
αναλαμβάνω ευθύς της κυκλοφορίας τη ροή,
μες το νου μου και πολύ το καμαρώνω.

Στο φαρμακείο με άσπρη μπλούζα σοβαρός
και συνταγές με συμβουλές χαρίζει,
αμέσως μεταμορφώνομαι φαρμακοποιός,
πίσω απ του πάγκου το σπουδαίο μετερίζι.

Ζηλεύω και πολύ τον ταξιτζή,
που κάνει τσάρκες μες την πόλη όλη μέρα
και τον εκλιπαρούνε οι ταλαίπωροι πεζοί,
θα μου ταίριαζε κι εμέ τέτοια καριέρα.

Στην τηλεόραση βλέπω πολιτικούς
και η καρδιά μου αναστενάζει φθονερά,
τρελαίνομαι για ρητορείες και κους κους
και στο γυαλί να δω τη φάτσα μου φανταχτερά.

Ακόμα κι όταν βλέπω καστανά,
στην παγωνιά αγκαλιά με τη φουφού,
παίρνω τη θέση του, ειλικρινά,
κι ας λένε ότι θέλουν, ζαμαν φου.

Στ αεροπλάνο όταν μπαίνω για ταξίδι,
αφήνω την τουριστική τη θέση μου, σε άλλον
και στο πιλοτήριο κάθομαι εν είδη
συγκυβερνήτη σε αιθέριο περιβάλλον.

Του τσίρκου είμαι ο καλύτερος πελάτης,
όπου ειδικότητες πολλές αλλάζω,
κλόουν, ισορροπιστής, κυρίως ακροβάτης
και με το χειροκρότημα του κόσμου αφηνιάζω.

Αλλά, καμιά φορά στα συγκαλά μου έρχομαι
και βάζω φρένο στου μυαλού την κουτουράδα,
απ τα φανταστικά τα όνειρα συνέρχομαι
και αρκούμαι έστω….για Πρόεδρος στην Ελλάδα !!

    


Είναι μέγεθος εθνικά οικονομικό,
που επεξεργάζονται σοφοί οικονομολόγοι,
για μερικούς είναι πολύ σημαντικό,
για τους πολλούς είναι ξεκούρδιστο ρολόγι.

Η λεγόμενη Εθνική Οικονομία,
δείχνει λίγους ευτυχισμένους αριθμούς,
υπολογίζει όλα τα αρνητικά στοιχεία
τ ανακατεύει με λογιστικούς ρυθμούς.

Μόνιμα είναι αρνητική και κατιούσα,
με χρέη στους μεγάλους μας συμμάχους,
περιλαμβάνει κόστος απ τα κρατικά τα λούσα
και πληρώνεται απ όλους εμάς τους βλάχους.

Σε κάθε απόπειρα αύξησης των μισθών
και καλυτέρευσης του επίπεδου ζωής,
στεντόρεια ακούγεται κραυγή καπιταλιστών,
την Εθνική οικονομία μην ενοχλείς.

Οι συναλλαγές μας βρίθουν προμηθειών,
που παν στην τσέπη ημετέρων εργολάβων
κι από εργαζομένων και ανέργων θυσιών,
σε μια πολιτεία ημιελεύθερων και σκλάβων.

Τεράστια έσοδα από τράπεζες και φόρους,
ρίχνονται στο σακούλι επιτηδείων
κι άλλα από εράνους σε θρησκείας χώρους,
καταλήγουνε στα χέρια των ιδίων.

Οπότε η τρύπα της Εθνικής Οικονομίας,
αφού τα έσοδα τα φάγανε οι μάγκες,
χρεώνεται στην πλάτη των φτωχών της κοινωνίας,
κι όρθιες μένουν των λεφτάδων οι …παράγκες.














Φεγγοβολούν οι σμαραγδένιοι κάμποι,
αναστενάζουν στον αέρα τα πτηνά,
κι εκείνη ξαναμμένη λάμπει,
νεράιδα με πέπλα γιορτινά.

Από φουρτούνες ξεχασμένος ναυαγός,
που βρήκε το κοράλλι της καρδιάς,
κατάντησα για σε απελπισμένος στιχουργός,
στα πόδια ευλογημένης παπαδιάς.

Η αγάπη μου κυμάτιζε ψηλά,
σαν σπόρος ομορφιάς σε ήμερο περβόλι
κορόμηλο το δάκρυ μου κυλά
και σου προσφέρω. ..αδαμάντινο βραχιόλι.

Η όψη σου ευθύς μεταμορφώνεται,
είναι γνωστό πως επιδρούν τα λούσα,
γίνεσαι πέρδικα γλυκολαλούσα
κι εμένα το κέφι μου σηκώνεται.

Λησμόνησα  πως είσαι μες στον κάμπο ορφανή
και ζεις σε μια αψίδα των σκιών,
στο σώμα σου και στην καρδιά αγνή,
γι αυτό σε γλέντησα με ήχους μπουζουκιών.

Εκεί μες τους καθρέφτες των ματιών,
είδα το βλέμμα σου ονειροπαρμένο,
κι όταν πιατέλες καταφθάνουν μπιφτεκιών,
πέφτεις επάνω τους με ύφος λιμασμένο.

Κρασιά, μπριζόλες και διάφορα ψητά
σε συνεπαίρνουν και το κέφι σου ανάβουν αισθητά,
σε μεταφέρουνε στο χείλος της αβύσσου
και στο τραπέζι ανεβαίνεις, έξω από το χρυσό κλουβί σου.

Όλοι σου φωνάζουν γδύσου
κι εσένα που σε κράταγα σε διαμαντένιο λίκνο,
ρούχα  βγάζεις και κουνιέσαι εξίσου
κι εγώ στο πλάι σου τις ζεϊμπεκιές μου ρίχνω.

Είσαι νεράιδα στο βάθος της ψυχής μου,
άγγελος στη  μαγεία της προσευχής μου,
το τραγούδι σου κελάηδημα γλυκό,
σου αφιερώνω αντάρτες στίχους  κι ένα άσπρο νυφικό.





Στο σινεμά που πηγαίνω τακτικά,
παρέα με τη σύζυγο όταν θάμαι,
βλέπω συνήθως έργα ρομαντικά
και ξαπλωμένος στην καρέκλα μου κοιμάμαι.

Στο γήπεδο μεσημέρια Κυριακές,
με φίλο σας αναίσθητο άμα πάτε,
δεν πα να πέφτουν τα γκολ και οι κλωτσιές,
αυτός στην κερκίδα δίπλα σας κοιμάται

Όταν αρχίζει ο εξυπνάκιας στην παρέα,
να διηγείται σόκιν και κρύες ιστορίες,
μας πιάνει υπνηλία κι όταν πέφτει η αυλαία,
πρώτες κοιμούνται της παρέας οι κυρίες.

Αν είσαι λάτρης της κλασσικής της μουσικής
και σε κονσέρτα και συναυλίες διασκεδάζεις,
πρόσεχε νάσαι στην καρέκλα ευθυτενής
και στα χασμουρητά το χέρι στο στόμα σου να βάζεις.

Βιβλία να διαβάζουμε είναι χρήσιμο,
για σκότωμα της ώρας και για γνώσεις
μα αν τη σιγαλιά διακόψει ένα βήξιμο,
υπνηλίας ροχαλητά θα διακόψεις.




















Ήταν λάτρης στα τραγούδια λαϊκά,
έπαιζε μπαγλαμαδάκι και μπουζούκι,
ζούσε μονίμως στο ταπί και δανεικά
και δεν άφηνε κουτούκι για κουτούκι.

Γνωστός θαμών στα περισσότερα σκυλάδικα,
αστέρι στο ζεϊμπέκικο στην πίστα,
φερόταν σ όλους τσίφτικα και μάγκικα
και ήταν το βασίλειό του η νύχτα.

Δουλειές του ποδαριού και άμα λάχει,
μέλος πολλές φορές σε κομπανία,
παρίστανε στο καρναβάλι τον απάχη
και σλόγκαν του- κακούργα κενωνία.

Στην οινοποσία ήτανε ηγέτης
και ξημερώματα γυρνούσε μεθυσμένος,
αυτός ένας πραγματικός ρεμπέτης
κι όχι μάγκας του συρμού συνηθισμένος.

Ένα βράδυ άλλος μάγκας σουρωμένος,
τα μάγκικα πρωτεία του αμφισβήτησε,
για τα μάτια μιας μικρής το λόγο ζήτησε
κι έπεσε ανάσκελα βαριά μαχαιρωμένος.

Ο φίλος μας τιμώρησε αυτό τον αγενή ,
έδειξε λαικότητα κι ασήκωτα καρύδια,
στα άχρηστα τον πέταξε σκουπίδια
κι έγινε ο πιο μάγκας ρεμπέτης….στη στενή.




















Στο καφενείο όταν μαζεύονται οι άντρες,
ώρες ατέλειωτες καθημερνά περνάνε,
το χρόνο τους σκοτώνουνε κομπολογιών οι χάντρες
και με χαρτάκι και κουτσομπολιό γλεντάνε.

Σχολιάζουνε τα πάντα και τον πιο καλό τους φίλο,
αθλητικά, πολιτικά, αλλά κυρίως το άλλο φύλο,
με ιστορίες φανταστικές και πιπεράτες,
όλα αυτά  πίσω απ των γυναικών τις πλάτες.

Προτίμηση δείχνουνε στο…γουνάκι,
χωρίς να παραλείπουνε καθόλου τους… βουκόλους,
αρέσκονται στο τρυφερό.. αρνίσιο το μπουτάκι
και σ έρωτες φανταστικούς κι ονειροπόλους.

Διαβάζουν τα ποιήματα του Σούτσου,
από καθαρά φιλολογικής πλευράς
και αφηγούνται κατορθώματα κάποιου…μούτσου,
με χειρονομίας καθόλου αυράς.

Ενδιαφέρονται για αισθήματα και μίση
και για περίπλοκων χορών τα βήματα,
σχολιάζουν όποιον πάει ν…αγαπήσει
και διηγούνται… αθλητικά…πηδήματα.

Όταν απ έξω διέρχεται μια γκόμενα,
τα μάτια τους πετάγονται σα μπίλιες,
φαντάζονται του κρεβατιού τα δρώμενα
και εκτιμάνε με μεζούρα τις καμπύλες.

Αναγάγουν τον εαυτό τους, ως ιππότην,
στην υπηρεσία της ωραίας Δουλτσινέας,
και βγάζουν τα άπλυτα της άμοιρης της νέας,
διηγόντας τα υπό μορφή αθώου σόκιν.














Συνειδήσεις
μηχανή του κιμά,
άλεσμα σκέψης και φρονημάτων μέχρι τελικής πτώσης.
Έγκλημα του νου,
χέρια βρώμικα.

Θαύμασα την αταραξία της ζοφερότητας,
Συμφώνησα στα παιχνίδια της μοίρας,
Σκοτεινό τοπίο,
Ομίχλη σκεπάζει τα πάντα,
Βαριά σα σύννεφο.

Αναστήθηκα μόνος,
Απελπισμένος και γοητευμένος απ τη μαγεία
Του πνεύματος
Της δύναμης
Της απελπισίας
Της καταφρόνησης.

Δεν είμαι εδώ
Έφυγα
Ψάξε να με βρεις
Κούκου.



























Ξαπλωμένο μία ώρα στο ντιβάνι,
με ενοχές, άγχη κι αγωνίες,
που του φορτώσαν άτιμες κοινωνίες,
ο ψυχαναλυτής τον πελάτη απολαμβάνει.

Του ειδικού οι λέξεις μετρημένες
κι ο ασθενής διηγείται ιστορία,
απάντηση όμως ποτέ δεν παίρνει
κι η λύση παραμένει απορία.

Ως και της γειτονιάς οι τρελοί ξεσηκωθήκαν
και απαίτησαν άμεση εξασφάλιση,
στον ψυχολόγο ευθύς απευθυνθήκαν
και ιδού, σεμινάριο για ψυχανάλυση.

Το πρόβλημα ελύθηκε επί τόπου,
σε αίθουσα εκλείστηκαν φαρδιά
κι ο αρχιτρελός με πειθώ και άνευ κόπου
τους άλλαξε τσερβέλο και καρδιά.

Και τώρα πλέον δεν είναι μυστικό,
ποιους είναι σαλεμένους να γνωρίζουν,
οι δικοί μας έχουν πιστοποιητικό,
μα συνεδρίες για καλού κακού και πάλι συνεχίζουν.




















Μοίρασα όνειρα,

μοίρασα σχέδια και ιδέες,

χάρισα σκέψεις,

χάρισα υποσχέσεις,

δώρισα φιλίες,

δώρισα έρωτες,

και ξέμεινα.

Άδειασα































                                   Βιβλίο


Βιβλίο-               είναι θαυματουργό σύνολο, κινητό
σχολείο-             που μας ανεβάζει ψυχικά και δίνει
γνώσεις-             συμπυκνωμένες ή και σε
δόσεις-                χρήσιμες για την εξέλιξή μας.

Διασκεδαστικές- ιστορίες με υποθέσεις
κωμικές-              ή γεμάτες μυστήριο
αστυνομικές-       ή ακόμη νουβέλες
αισθηματικές-      για τις ευαίσθητες καρδιές.

Γραμμένα-           από ιδιοφυείς λογοτέχνες,
στολισμένα-         με φιοριτούρες και γιρλάντες, άλλοτε
εκδόσεις-             πολυτελείς που συνήθως διηγούνται
περιπτώσεις-        πολύπλοκες και σπάνιες.

Φιλοσοφία-          περιέχουν πολλά βιβλία, που μοιάζουν με
δοχεία-                 γνώσεων και το άγνωστο προσπαθούν να
ερμηνεύσουν-      προς όφελος της επιστήμης και να
συνοδεύσουν-      σε λύσεις την περιέργειά μας.

Φανταστικά-        τις περισσότερες φορές τα σενάρια, που
αριστοτεχνικά-     μας σερβίρουν και ικανοποιούν τις
αισθήσεις-            πότε ρεαλιστικά και πότε φέρνοντας
παραισθήσεις-      σα να ζούμε μέσα στο παραμύθι τους.

Θέματα-                επεξεργάζονται ποικίλα με αλήθειες και
ψέματα-                αληθοφανή κι αυτά που το ενδιαφέρον μας
κεντρίζουν-           και πνευματικοί εργάτες με χώμα και λάσπη
χτίζουν-                όνειρα κι επιθυμίες μας.

Συμβουλές-           σ εμάς τους ανώριμους προσφέρουν και ευθείες
βολές-                   στο κατεστημένο δίνουν και
λύσεις-                  προτείνουν εφικτές ή δύσκολες με ή χωρίς
αναλύσεις-            αλλά πάντα με σαφήνεια διατυπωμένες.


Δεν τελειώνει-       η περιγραφή, ούτε είναι η
μόνη-                     σ ένα θέμα τόσο σπουδαίο και πολύτιμο
εργαλείο-               για γρήγορη και πλήρη αφομοίωση,
                               των επιτευγμάτων της ιστορίας της ζωής,
                               αυτό είναι εν ολίγοις το –        
βιβλίο.





                                Ανατομία



Πέφτουν σα βροχή οι αναμνήσεις

Μέσα στα πράσινα νερά της λίμνης

Λαμπυρίζουν απ τις ματιές των κοριτσιών που γνώρισα.

Απλώνω ρίζες σε νέα χώματα

Ακόμη και μες το νερό.

Πετάνε καινούργια κλαδιά οι σκέψεις μου

Ανεβαίνουν οι χυμοί στη φυλλωσιά μου

Τα μάτια μου γίνονται δεκάδες οφθαλμοί

Θα βγάλουν μπουμπούκια, άνθη

Θα γεμίσουν το είναι, θα δώσουν μορφή.



























            Η καλύτερη περίοδος της ζωής μου


Καμιά φορά αναρωτιέμαι
όταν θυμάμαι τα παλιά,
αν ειν σωστό αυτό που λέμε
«αχ να ξαναγινόμαστε παιδιά».

Τις περιόδους της ζωής αναπολώ
και ξαναβλέπω τις παλιές εικόνες,
ένα τοπίο μπερδεμένο και θολό
μ ατέλειωτους μαρτυρικούς χειμώνες.

Μέχρι τα δέκα ήμουνα παιδί χλωμό,
σχολείο, τιμωρίες, συμβουλές,
πολλές στερήσεις και μέλανα ζωμό,
ξυπολυσιά και καραγκιόζης στις αυλές.

Στην εφηβεία επεκτείνεται η φρίκη,
δυσεύρετη η γυναικεία παρέα,
ίδρωμα για ένα γελοίο χαρτζιλίκι
και λίγο διάβασμα για τη μεγάλη ιδέα.

Ακολουθούνε οι σπουδές στα ΑΕΙ
και πανηγύρι μέσα κι έξω απ τη σχολή μας,
κλαμπάκια, καφενεία, ουζερί
στο ρεφενέ να τσουλάει η ζωή μας,

Όμως ταυτόχρονα άγχη και αγωνίες
για τα μαθήματα και τα γκομενιλίκια,
στήσιμο στων γυμνάσιων θηλέων τις γωνίες
και στων καθηγητών τις φάκες σαν ποντίκια.

Πια νοσταλγία για το στρατό να θυμηθείς
και την περίοδο αυτή να ονειρευτής,
όταν σου πήραν τις καλύτερές σου μέρες
και σ εξοικείωσαν με βόμβες και με σφαίρες.

Νέος ακόμη βγαίνεις στο κλαρί
και δοκιμάζεις να εφαρμόσεις επιστήμη,
μα ου μενετοί οι καιροί
για χρήμα, δόξα και για φήμη.






Το κορίτσι των ονείρων όταν βρεις
κι υπολογίζεις λάδι, ξύδι και το νοίκι,
αποφασίζεις τελικά να παντρευτείς
και εισέρχεσαι στο κλαμπ με δεκανίκι.

Ποδήλατο η ζωή ως τα σαράντα,
μ εγκυμοσύνες και κλαψιάρικα μωρά,
βάρη που θα κουβαλάς για πάντα
και θα σου κόψουν της ελευθερίας τα φτερά.

Όταν πια πενηνταρίσεις για καλά
και σαρώσεις τα πνευματικά αλώνια,
αρχίζει άλλος κύκλος να κυλά,
αποκατάσταση παιδιών, εγγόνια.

Φτάνει λοιπόν κι η καλύτερη εποχή,
που με τη σύζυγο σαν βασιλιάς θα ζήσεις,
ένας καφές κι ένα ουζάκι στην εξοχή
κι έξω καρδιά, όταν εξηνταρίσεις.




























Όταν ακούω για ήρωες λογαριάζω,
στιγμές με ιδρώτα ίσως και αίμα,
μια πονεμένη πορεία στο σκοτάδι,
δάκρια και λυγμούς αγαπημένων προσώπων.

Καταγράφω ηρωισμούς ταπεινούς,
ένα κράτημα γέρικου χεριού,
ένα στήθος μπροστά στον αδικημένο,
ζωντάνεμα παιδικών οραμάτων.
το φυτίλι μιας λάμπας πετρελαίου,
βαριά βήματα του δυνάστη,
οικονομικούς υπολογισμούς των αρχών,
ένα στρώμα από άχυρο ορφανό.

Όταν ακούω για ήρωες φαντάζομαι,
κόκκινα τριαντάφυλλα στον κήπο,
ροζ μάγουλα κοριτσιών,
σκοτεινά πατζούρια σε χειμωνιάτικο τοπίο,
ανταύγειες αναρχικών ιδεών.
πλημμυρισμένους δρόμους του χωριού μου,
κοράκια πάνω από σάπιο σώμα.

Όταν οι ήρωες προχωρούν…
ακάθεκτοι μες τα σκοτάδια,
η γη ανασκάφτεται, τα νερά παραμερίζουν,
τα βιβλία γυρίζουν σελίδα,
οι εκκλησιές  κλείνουν τις πόρτες τους.

Γιατί οι ήρωες εξ ορισμού, δεν κινούνται στο φως,
δεν κραυγάζουν ηρωισμό,
δεν διαλαλούν την πραμάτεια τους.
Αλλά ταπεινοί δίνουν χέρι στον άνθρωπο,
χαμηλά στο επίπεδό του, στα πάθη του.

Κι όταν βγει ο ήλιος αποσύρονται διακριτικά….












Ήταν σπουδαίο παλικάρι καβαλάρης,
με μαύρη μάσκα και μια μπέρτα,
στην υπεράσπιση των φτωχών μπροστάρης,
και γελούσε τους χωροφύλακες αβέρτα.

Στην καταπίεση ήταν τιμωρός
και ήρωας στα μάτια του λαού,
ατρόμητος εκδικητής ψυχρός
και φοβερός δεξιοτέχνης του σπαθιού.

Από αριστοκράτες είχε καταγωγή,
Δον Ντιέγκο επισήμως ονομάζεται,
παρίστανε το γκέι θηλυπρεπή,
αλλά κρυφίως τους αδικημένους νοιάζεται.

Όταν τη μάσκα του στο πρόσωπο φορά
και στο μαύρο του το άτι ανεβαίνει,
οι καρδιές των γυναικών βγάζουν φτερά
κι αναθαρρούν της κοινωνίας οι ξεγραμμένοι.

Λυσσάνε οι εκπρόσωποι του νόμου
και με φούρια ξοπίσω του αμολιούνται
μα η ψυχή και το σπαθί του παρανόμου,
πάντα νικούν, όταν με την αδικία μετριούνται.

Χτυπούσε φορομπήχτες κυβερνήτες
και κάθε όργανο και του λαού εχθρό,
σημάδευε με το σπαθί τους αγιογδύτες,
με ένα ΖΉΤΑ, το θρυλικό σημάδι του Ζορό.

Ήτανε μύθος ή πρόσωπο υπαρκτό,
η ιστορία δεν μας το διευκρινίζει,
ήταν όμως κομμάτι λαογραφίας εκλεκτό,
που την αδικία, έστω σαν μύθος εξορκίζει.











               Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.


Μες της αρένας την κόκκινη μοναξιά
Βλεμμάτων σπορά
Με το σπαθί βουτηγμένο στο αίμα…
Έχει αλυσίδες χοντρές η ανάμνηση
Μες την καρδιά της ομίχλης
Στις σκέψεις πάνω άναψε ο ήλιος.

Άνεμοι του πουθενά ξέσπασαν με βία
κι επάνω στις ψυχές έπεσε χιόνι,
έλαμψε στο σκοτάδι η ρομβία
και βρόντησε απ αντίκρυ το κανόνι.

Τύλιξε τη νύχτα παγωνιά κι ομίχλη
κι ο άνεμος πάνω στη σάρκα πνέει,
χάθηκαν απ τα μάτια τα τελευταία ίχνη,
και κρύφτηκαν ήρωες και γενναίοι.

Οι αναμνήσεις κρέμονται βαριές αλυσίδες,
σε τυλίγουνε με κάπα από φαντάσματα,
εντύπωσες με φρίκη όσα κι αν είδες,
φρικιαστικά θεριά, του Άδη πλάσματα.





















Κάνεις βουτιά στην παγκόσμια ιστορία,
ανακατεύεις βιβλιοθήκες και γραφεία,
επιστρατεύεις της διανόησης θηρία
κι έχεις μπροστά σου, τι εστί φιλοσοφία.

Απ των αρχέγονων φυλών την πρώτη νόηση
και στην πορεία που μας έδειξε ο Δαρβίνος,
πρέπει να ψάξουμε εμείς με κατανόηση,
αν εξελίχθηκε ο άνθρωπος ή παραμένει κτήνος.

Οι σχολές των φιλοσόφων στην αρχαία Ελλάδα,
μας δίδαξαν σπουδή και στωικότητα,
Αριστοτέλης, Σωκράτης και Πλάτων μας έδωσαν ποιότητα,
μα επικράτησε του Ρωμιού η κουτοπόνηρη εξυπνάδα.

Εις μάτην οι παρεμβάσεις των λοιπών σοφών,
να σώσουν το φτωχό μας το σαρκίο,
πιότερο μας ελκύει ένα κούνημα γοφών
και κάθε σκέρτσο και ναζάκι γυναικείο.

Οι αλήθειες της ζωής είναι η Φιλοσοφία
κι ειν πεταμένες ατάκτως στο σκοτάδι,
μ αυτός που στο φως αναδεικνύει τη σοφία,
είναι ο φιλόσοφος, που ξεχωρίζει απ το κοπάδι.

Στην ιστορία εγκέφαλοι προσπάθησαν
στο  δρόμο της αγάπης να μας φέρουν
Κομφούκιος, Μωάμεθ, Βούδας και Χριστός δεινοπάθησαν
μα ήταν μάταιο να μας συνεφέρουν.

Προσπάθησαν ακόμη σοφοί ονομαστοί,
Γαλιλαίος, Καντ, Μαρξ, Λένιν και άλλοι,
οι νόμοι της ζωής να γίνουν σεβαστοί,
μα δυστυχώς οι άνθρωποι οι κοινοί, είμαστε αγύριστο κεφάλι.

Οι  φιλοσόφοι μας αφήσανε σπουδαία
κείμενα και σενάρια για αλλαγή πορείας,
κι έγινε λάβαρο του σοσιαλισμού η ιδέα,
για επικράτηση ισονομίας κι ελευθερίας.

Μα εκτός απ την ανθρώπινη βλακεία,
που εκμεταλλεύονται σωστά οι δυνατοί,
υπάρχει και του κεφάλαιου η θρησκεία,
το  ατομικό συμφέρον και η λεγόμενη αρπαχτή.





Οι περισσότεροι από μας, σκεπτόμαστε στραβά,
τα υλικά τα αγαθά τα έχουμε κορώνα,
προτιμάμε για τροφή το μπακλαβά
και για γνώσεις την τιβί στην πολυθρόνα.

Τι ομορφιά που έχει η προσφορά !
ενός δώρου σ ένα φίλο ή σ ένα ξένο αδελφό,
που στερείται κι είναι μες τη συμφορά,
ίσως αυτό να σημαίνει, φιλοσοφώ.

Τι ομορφιά έχει η μελέτη ενός βιβλίου!
που περιέχει την ανθρώπινη σοφία,
και θα σου δείξει πιθανά μια ίσια πορεία του βίου,
για να παλέψεις την ανθρώπινη μαφία.

        


























                                    Χάνω


Μη χάνεις στιγμή

Γυρίζει η μοίρα και μου κάνει

Εξαργύρωσε το όνειρο

Πριν φύγει και χαθεί,

Πριν πεθάνει.

Γιατί αν χάσεις τα όνειρά σου

Θα χεις χάσει το μυαλό

Και την καρδιά σου.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου