Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΑΚΤΙΝΕΣ ΛΕΙΖΕΡ


ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ





ΑΘΗΝΑ 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

2η σελίδα

Έργα του ιδίου

………………………………………
                                                                           ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΙΡΗΝΗ»

«Τα δικά μου» Ποιητική Συλλογή, 2005
«Πορτραίτα» Αυτοβιογραφικό  Μυθιστόρημα, 2006
«Σκαραβαίος»  Διηγήματα, 2007
«Σκαραβαίος» Θεατρικό  Σενάριο, 2007
«Πρόσωπα» Διήγημα, 2008
«Διάττοντες αστέρες» Διηγήματα, 2008
«Τα δικά μου μετά» Ποιητική συλλογή
 «Η Συνέντευξη»  Διήγημα, 2009
«Κβάμε Πιανίμ» Διήγημα, 2009
«Ο Ουρανός ανάποδα» Ιστορίες, 2009
   «Φανταιζί» Παράξενα διηγήματα, 2009
«Ακτίνες Λέιζερ» Ποιητική συλλογή 09
«Τα παλιά μου» Ποιητική συλλογή 2009
«Τα κανόνια» Διηγήματα 2010
«Τα μαργαριτάρια δεν είναι πάντα αληθινά» Διηγήματα 2010
«Άπιαστα όνειρα» Διηγήματα 2011
«Δεύτερη ευκαιρία» Διηγήματα 2011
«Καρδιές στο φεγγάρι» Διηγήματα 2011
«Σαν όνειρο» Διηγήματα 2011




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ακτίνες Λέιζερ
Αισθήματα στη βεράντα
Αίθουσα αναμονής
Αλήθεια
Απεργία.   
Aριστοκράτες   
Αχαριστία.   
Αχ, τα χρόνια   
Βότκα με λεμόνι   
Δέκα εντολές.   
Διαφ(θ)ορά   
Δουλεία        
Ελευθερία   
Ευχή    
Ήλιος ο πρώτος   
Η Μαλούρα    
Θλίψη.   
Καλημέρα ήρωα   
Κόκκινο   
Κύριε ελέησον   
Λαχείο   
Λευκά πουκάμισα.   
Μεταμόρφωση ή μικροί θάνατοι.   
Μη   
Μνήμες   
Μοναξιά.   
Να…..   
Ο Μάγος   
Ο Μαλάκας.   
Ο Μπους   
Όνειρα 
Όταν φύγω  
Ο ουρανός ανάποδα   
Ο πολύς κόσμος   
Πανικός   
Πενηντάρης.   
Πέρα απ τη λογική   
Περιμένοντας την κοντή 
Πιο χαρά  
Πνεύμα   
Ποιητής του μεσονυχτίου.   
Ποιος δεν γνωρίζει   
Πομφόλυγες   
Πράσινα    
Πρωινή δροσούλα   
Σύμβολα   
Σύνθεση.   
Το κυνήγι του Βασιλιά   
Το Μαγικό κουτί   
Το πέος   
Τύχη βουνό   
Φεύγω
Φίδια   




































                        Ακτίνες Λέιζερ


Ακτίνες Λέιζερ,
πολύχρωμα λαμπιόνια,
χυμένα μυαλά,
κομφετί μαύρης απόκριας.

Ντύσε με ράσα
ξεφτισμένα όνειρα,
εξαργύρωσε τσεκ
και λαδωμένες ομολογίες.

Αδύνατον ο ουρανός
να χωρέσει τόση αδικία,
οι κοσμικές αποστάσεις
να διανύονται με τζιπ
                






















                   Αισθήματα στη βεράντα



Χτυπάει η καμπάνα της καρδιάς,
Φυσάει ένα πράσινο αεράκι αισθημάτων,
Μια μέλισσα παίζει με τη γύρη στα μαλλιά της κόρης μου
Και συγχορδίες ακούγονται ασμάτων.

Λέξεις, νοήματα, ματιές συνωμοτούν,
Αερικά και ξωτικά πλήθη θαυμάτων,
Βήματα μεθυσμένα οδηγούν
Σ ένα παράδεισο γαλήνης και χρωμάτων.

Προβλήματα, εμπόδια και ζημιές,
Φαντάσματα θα γίνουν παρελθόντα
Κι αν τα κλειδιά των στίχων κυνηγάς
Την πόρτα της καρδιάς με σθένος βρόντα.

Ντέρτια, αγάπες, μάτια αγαπημένα,
Κάντα φωτογραφίες σε κορνίζες αεράτες
Και στη βεράντα της φωλιάς σου κρέμασέ τες,
Με προσοχή να μην τις φάνε οι γάτες.



















                         Αίθουσα αναμονής


Περιμένω, έχω πολύ υπομονή, επιμένω,
κάποτε θα έρθει η σειρά μου,
ή να μην έρθει;
Ίσως τότε να έρθει κι η ετυμηγορία,
την περιμένω καιρό και
ιδρώνω.
Την περίμενα κι εχτές και προχτές,
κάποια χρονικά διαστήματα
και ίδρωνα περιμένοντας, αλλά τελικά
έφυγα.
Σήμερα όμως θα μείνω ως το τέλος.
Θ ακούσω την είδηση, την απόφαση, τη γνωμάτευση.
Κι αν είναι ελπιδοφόρα, καλώς.
Κι αν δεν είναι;
Κοιτάζω στα μάτια τον απέναντι αναμένοντα,
διακρίνω κάποια παρόμοια αφωνία.
Με τα μάτια συνεννοούμαστε.
Του αφήνω παραγγελία: Εύχομαι να πας καλά.
Και φεύγω….





















                                 Αλήθεια


Είναι πικρή, είναι στυφή, είναι ωμή,
δεν κάνει νάζια, ούτε λέει παραμύθια,
στου χειρουργείου το τραπέζι μια τομή,
τη λεν Αλήθεια.

Οι άνθρωποι συνήθως τη μισούν
και μες τα δόντια τους με φόβο αναμασούν,
είναι εξωγήινος που ήρθε απ τον Άρη,
μα πάντα βγάζει τον κάτοχό της παλικάρι.

Πολλές φορές επιβάλλεται να κρύψεις,
την αλήθεια για λόγους ιατρικούς
κι άλλες φορές που θάχεις τύψεις,
αν φέρεις στο φως λόγους προσωπικούς.

Αν κυβερνάς καράβι ή Κυβέρνηση,
επιβάλλεται να κρύψεις ορισμένα,
σε κοινοποίηση μυστικών να έχεις άρνηση,
θεωρώντας τα, ιστορίας πεπρωμένα.

Συνήθως όμως το ψέμα είναι δειλία,
έγκλημα, προδοσία, απατεωνία,
υπόβαθρο σε σάπια κοινωνία,
κατά πως λεν των φιλοσόφων τα βιβλία.

Αυτός που την αλήθεια δεν σηκώνει
και ψέματα στους γύρω του σκορπίζει,
κάποτε σαν μπαλόνι ξεφουσκώνει,
γιατί η ενοχή πάντα στον ένοχο γυρίζει.

Γι αυτό αν θες την κοινωνία να ψηλώσεις
και τις αρχές και ηθική να εμπεδώσεις,
κοίτα σωστά τη νεολαία να μεγαλώσεις
κι ανατροφή γεμάτη αλήθειες να της δώσεις.














Είσαι σ όλα σκωπτικός και κριτικός,
μα για πάρτη σου είσαι μια παναγία,
ευθύνες διαμοιράζεις διαρκώς,
μα μην ακούσεις λέξη γι απεργία.

Σλόγκαν σου μόνιμο, εγώ δεν απεργώ
και βρίσκεις χίλιες διό δικαιολογίες,
οι συνδικαλιστές υπό κομματικό ζυγό,
που αντί δουλειάς έχουνε πάντοτε αργίες.

Έχεις το θράσος και τους λες από μπροστά,
έπρεπε νάναι η απεργία διαρκείας,
τους διδάσκεις τα συνδικαλιστικώς σωστά
και δεν απορώ που σ απαλλάσσουν λόγω βλακείας.

Σε συνελεύσεις, συγκεντρώσεις δεν πατάς,
έχεις δικές σου λογικές και τις βαριέσαι,
το καθισιό και το χουζούρι σου κοιτάς
κι από μπελάδες και φωτιές μακριά κρατιέσαι.

Σαν απεργία προκηρύσσει το σωματείο,
αυτοί οι εργατοπατέρες και δυνάστες,
εσύ κι οι όμοιοι σου συντηρητικό ιερατείο,
μη γελιέστε, είστε όλοι αισχροί απεργοσπάστες.























Με πόζα και με στυλ αριστοκράτη
τους φίλους περιδιάβαινε στο κάστρο,
και με υπερηφάνεια πολύ
επιδείκνυε τα πορτραίτα των προγόνων.

Διακριτικά στεκότανε στην άκρη ο λακές,
επί τω ευγενέστερον ο μπάτλερ,
και στις επιδείξεις ελαφρά μειδιούσε ειρωνικά.

Αυτός ήταν ο Χαράλαμπος προπάππος,
σπουδαίος και τρανός επιχειρηματίας.
Στο νου του μπάτλερ ήρθε η εικόνα,
του Μπάμπη, νταβατζή και χαρτοπαίχτη.

Ο άλλος δίπλα κάδρο, ο παππούς,
πολιτευτής και Υπουργός με την ΕΡΕ,
άνθρωπος ελεήμων, θρήσκος κι ευγενής.
Πάλι εικόνα σχηματίζεται στο μπάτλερ,
ενός τραμπούκου, πιστολά κι εκβιαστή.

Και να ο πατέρας, καθηγητής, ακαδημαϊκός,
λαμπρή καριέρα σε Άρειο Πάγο κι Υπουργός.
Αυτού η μνήμη, έρχεται στο μπάτλερ,
σα λαδωμένος από λαθρέμπορους ποντικός.

Κι εσύ που ξέρεις το ποιόν τους βρε άσημε μπάτλερ;
θα ρωτούσε ο καθένας;
Μα ήμουν το τσιράκι τους, ο πληρωμένος μπράβος…..
















                            Αχαριστία


Σ ευχάριστη κατάσταση αν προσθέσεις
ένα άλφα στερητικό, τότε μπορεί να ανατρέψεις
κάθε κανόνα και αξία
κι αυτομάτως θα προκύψει αχαριστία.

Είναι μια ιδιότητα καθόλου λογική,
μια συμπεριφορά ανάποδη, γελοία,
που δείχνει αδιαφορία τραγική
και διαλύει συγγένεια και φιλία.

Όταν ο άλλος σου προσφέρει κατιτί,
με αφιλοκέρδεια λόγω σχέσης,
εσύ επιβάλλεται να την κάνεις δεκτή,
αν με τη φιλία σου την προσφορά συνδέσεις.

Στο μέλλον όμως, αν κάτι χρειασθεί
σ αυτόν που έχεις υποχρέωση,
με κάθε μέσον πρέπει να εξυπηρετηθεί,
σαν κάποιας μορφής εξιλέωση.

Αλίμονο αν δεν ανταποκριθείς
και αδιαφορία ή αφασία επιδείξεις,
τότε σαν άνθρωπος είσαι απεχθής
και δεν αξίζεις ούτε το χέρι του ν αγγίξεις.

Υπάρχουν δυστυχώς και περιπτώσεις,
που άνθρωποι ευεργετούνται συνεχώς,
παρόλα αυτά, αν μια φορά πάλι κάτι δεν τους δώσεις,
ξεχνάν τα προηγούμενα και γίνεσαι εχθρός.





















Όσο κι αν μας περνάν τα χρόνια,
εμείς μυαλό δεν βάζουμε,
νομίζουμε θα ζήσουμε αιώνια
και τα λάθη το ένα πάνω στ άλλο στοιβάζουμε.

Γάντζωμα χέρια πόδια στη ζωή
και σχέδια μεγάλα χρονοβόρα,
σε μέλλον μακρινό για προκοπή,
όνειρα για μπίζνες, κερδοφόρα.

Μπροστά μας είναι κόσμος μαγικός,
της τωρινής στιγμής μεγάλη απόλαυση,
άδραξε το τώρα αν είσαι λογικός
και πίσω άσε, του μέλλοντος την κόλαση.

Μη σχεδιάζεις και πάψε να ονειρεύεσαι,
νιώσε το σήμερα γιατί αύριο δεν ξέρεις,
αν ζεις ή αν σώος ή μοναχός πορεύεσαι,
ή μήπως από ασθένεια υποφέρεις.

Γύρω σου η φύση αλλάζει,
κινείται πότε μπρός και πότε πλάι
κι ο άνθρωπος όλο εμπόδια βάζει,
αρέσκεται όλα να τα χαλάει.






















                            Βότκα με λεμόνι


Όταν βραδιάζει, μαυρίζει ο ουρανός κι είσαι μόνη
στο μπαρ της πλατείας, μια βότκα με λεμόνι,
να πιεις αργά με τέμπο,
κι η τύπισα πλάι να σε κοιτά και να λειώνει.

Η καρδιά σου χτυπά δυνατά,
τα χέρια σου σφίγγουν το τιμόνι,
ηρέμησε στο τέλος του δρόμου,
σε περιμένει…βότκα με λεμόνι.

Η γυναίκα σου μαγείρεψε φακές,
μαζεμένοι όλοι γύρω στο τραπέζι,
η γιαγιά, τα παιδιά κι έξω η βροχή δυναμώνει,
σηκώνεσαι και δηλώνεις, παρακαλώ μια βότκα με λεμόνι.

Ο ωραίος πηδάει απ το κόκκινο κάμπριο,
βγαίνει αγκαλιά με το μοντέλο,
δίπλα στην πισίνα ξαπλώνει
και στο γκαρσόνι, ψιτ,
θέλω μια βότκα σκέτη, χωρίς λεμόνι.



























                         Δέκα εντολές


Δέκα εντολές έχω να σου ψιθυρίσω,
για να βαδίζεις στη ζωή σου δυνατός
κι αν χρειαστεί το γυαλί σου να ραγίσω,
για νάσαι άνθρωπος με Άλφα και σωστός.

Η πρώτη λέγεται εμπιστοσύνη
που πρέπει με ευλάβεια να τηρείς,
να μη βρεθείς σ αμφιβολίας δίνη
και στραβά το καπέλο να φορείς.

Ευσυνειδησία αποκαλείται η δευτέρα,
που δείχνει άνθρωπο σεμνό και σοβαρό,
που δεν πετάει λόγια στον αέρα
και η τιμή του είναι λίρα εκατό.

Τρίτη εντολή, τον κόσμο ν αγαπάς,
φυτά, ζώα και περιβάλλον να φροντίζεις,
με σεβασμό ανθρώπους να τιμάς
και βέβαια στον έρωτα βωμούς να χτίζεις.

Η εργατικότητα τετάρτη εντολή,
που θέλει κότσια, μπράτσα και μυαλό
κι είν η καλύτερη της αξίας προβολή,
σ ένα περιβάλλον εργασιακά θολό.

Η υγεία είναι καθήκον και πέμπτη εντολή,
που δίνει στον άνθρωπο ευρωστία,
κι είναι το κυριότερο σκαλί,
για της κοινωνίας την αξιοπιστία.

Έκτη εντολή η φιλία,
πουν της αγάπης, το πιο όμορφο κομμάτι
την εκθειάζουν τόσοι τόμοι από βιβλία,
και οδηγεί στης λεβεντιάς το μονοπάτι.

Σοβαρή η όγδοη εντολή, η αλήθεια,
η μοναδική της φιλοσοφίας βοήθεια,
χωρίς αυτήν επικρατεί το χάος κι η αμάθεια
πούχει συνέπεια προσωπική, κοινωνική αστάθεια.








Το γέλιο, σου βάζω ένατη εντολή,
καγχάζω, ξεκαρδίζομαι, γελώ,
αφήνω λεύτερη καρδιά για να μιλεί,
και το καλάμι μου συχνά το καβαλώ.

Τελειώνω μ εντολή δεκάτη,
και βγάζω απ το μπουκάλι μου το τζίνι,
θεμέλιο αποτελεί για λαούς και κράτη,
η πολεμόφαγη πανανθρώπινη ειρήνη.










































Μην κορόϊδο σε πιάσουν,
κοίτα νάσαι πονηρός,
απ την κούνια σ ετοιμάζουν
ο μπαμπάς σου κι ο νονός.

Τους φίλους με μεζούρα να μετράς,
νάχεις μάτι πάντα ανοιχτό,
στόχος συμφέρον και παράς,
βουρ στον πατσά και το ψητό.

Παράβλεψε τιμή κι αξιοσύνη,
τους άλλους άφηνε τιμιότητα να δείχνουν,
μην έχεις σε κανένα εμπιστοσύνη,
δεν ξέρεις κι οι δικοί σου αν δε σε ρίχνουν.

Να κάθεσαι την πλάτη προς τον τοίχο,
όπως στα σαλούν οι καουμπόις στην άγρια δύση
κι όταν ακούσεις μπιστολιάς τον ήχο,
το τρέξιμο είναι η μόνη λύση.

Να κρατάς πάντα ψηλά τον εαυτούλη
κι επιδίωξη γλείψιμο ημετέρων,
όλοι γύρω σου ναν είλωτες και δούλοι
κι εσύ πιστός στη μονέδα και συμφέρον.

Στο σχολείο, στο στρατό, στην εργασία,
για ν ανέβεις να πατάς επί πτωμάτων,
είναι υγιεινή κι επικερδής ορειβασία,
πλήρης δημοκρατικών αρχών και οραμάτων.

Κι αν στο τέλος φυλακή σε οδηγήσουν,
της ατιμίας να κρατάς ψηλά τη δάδα,
κι ίσως τότε τα προσόντα σου εκτιμήσουν
και σε περάσουν από πίσω περατσάδα.














Ξάσπρισαν οι πέτρες στο δυνατό άνεμο,
μουσικές τζαζ διάχυτες στο γαλάζιο της νύχτας,
φώτα, λαμπιόνια, ακτίνες λέιζερ,
παράθυρα με γρίλιες σπασμένες.

Εκείνος σηκώθηκε, όρθωσε ανάστημα,
πέταξε μια βλαστήμια
κι άρχισε μ εκείνη τη βραχνή φωνή του,
να τραγουδάει τη μπαλάντα της οργής,
ενώ τη φωνή του έπαιρναν μακριά, σύννεφα,
και την έσταζαν σταγόνες βροχής.

Βαθιά νοήματα έπαιρναν μορφή,
δίνοντας ποικίλες ερμηνείες,
στα σκοτεινά φαινόμενα κραιπάλης,
που κυριαρχούσαν στην κοιμισμένη πόλη.

Άνθρωποι-νάνοι, αγκαλιά με λύκους,
φέρναν μηνύματα ανθρωπιάς και μίσους,
ενώ παιδιά-γίγαντες κράδαιναν τη Βίβλο
και καλωσόριζαν τους αγγέλους στην κόλαση της ψυχής.

Όλα θα ήταν όμορφα, σιωπηλά και πεντακάθαρα,
αν είχε φύγει η λάσπη κι η απανθρωπιά,
μια μοιραία ζεστασιά θα απλώνονταν μαζί με τον ήλιο,
έναν ήλιο που σήμερα φαντάζει κατάμαυρος.

Το μαύρο έγινε κόκκινο,
το λευκό έγινε γαλάζιο,
το χρωματιστό έγινε γκρι
και οι ιδέες έγιναν κομμάτια.

Μέσα τα κεφάλια,
τέλος το διάλειμμα,
δουλειά….δουλεία!







Μια λέξη μαγική κι ονειροπόλα,
μες τους αιώνες φάνταζε ιδέα,
ήρθε και στάθηκε στον κόσμο η αδικία
κι έγινε φούμαρο ιδέα ονειρική.

Φτωχέ οδοιπόρε της ζωής κατατρεγμένε,
χωρίς ψωμί και γάλα για παιδιά σου,
που κολυμπάς σε μετανάστευση και αίμα,
τι να την κάνεις τη δόλια ελευθερία.

Σε ξεσπιτώνουν, σε πετάν σαν το κουρέλι,
σου φτιάχνουν πόλεμο κρεατομηχανή,
σε ξεζουμίζουν σε δουλεία και σε πορνεία
και λένε έχεις ευτυχώς ελευθερία.

Έχεις σ αυτό το σάπιο σύστημα πολλές επιλογές,
για μερσεντέ και για ταξίδια στη Χαβάη,
χρυσά ρολόγια, τηλεόραση, πισί,
αλλά κοιμάσαι από χόμπι στα χαρτόκουτα.

Τα ποσοστά είναι τεράστια της φτώχειας,
η ανεργία κι ο αναλφαβητισμός καλπάζει,
τα κορίτσια μετατρέπονται πουτάνες,
κι η υγεία  είναι είδος πολυτελείας.

Αχ, ανόητο μικρό μου ανθρωπάκι,
που οι συμβιβασμένοι, τάχα αριστεροί,
σ έχουνε κάνει τα νερά σου να τα χάσεις
και να κοιτάς μονάχα ελεύθερος να ζεις.

Οι ανάγκες των ανθρώπων δεδομένες,
οξυγόνο, τροφή, ένδυση και στέγη,
υγεία, ειρήνη, δουλειά, αξιοπρέπεια
και τελευταία λύση η επίμαχη καραμέλα…ελευθερία!!!














Πάντοτε κάνω απ την καρδιά μου μιαν ευχή,
όταν τον ουρανό διασχίζει ένας διάτων
κι αισθάνομαι πως παίρνω διδαχή,
απ τις αιώνιες αλήθειες, που πρέσβευε ο Πλάτων.

Εύχομαι στον κόσμο να επικρατήσει,
επιτέλους μακροχρόνια ειρήνη,
ο κόσμος ο απλός να επαναστατήσει
και να επιβάλλει στους μεγάλους σωφροσύνη.

Να καταλάβει ο αστός και ο αγρότης,
τη δύναμη που έχει τη μεγάλη,
ότι αυτός είναι μόνο πατριώτης,
αλλά την τύχη του τη διαφεντεύουν άλλοι.

Εύχομαι να δούμε όλοι την αλήθεια,
που είν απλή όταν κατάματα τη δεις,
να μην ακούμε πια τα παραμύθια,
ότι εξαρτάσαι απ τους ισχυρούς να ζεις.

Η μόνη έγνοια είναι των μεγάλων,
ν αυξάνουνε διαρκώς το πορτοφόλι,
και έχουν ύφος χίλιων παπαγάλων,
όταν μιλάν για δικαιώματα,… οι κώλοι.

Συνέχεια θα κάνω την ευχή
και συγχρόνως θ αγωνίζομαι κατά,
μα ποτέ μου δεν θα κάνω προσευχή,
γιατί δεν είναι άνθρωποι αυτοί, είναι ερπετά.

Ζουν στη χλιδή, με τη δική μας εργασία,
πλουτίζουν, θησαυρίζουν με το ψέμα,
ζητάνε συνεχώς κι άλλη θυσία,
πίνουνε βότκες και το δικό μας αίμα.

Άκου φίλε τον ποιητή και σκίσε,
συμβόλαια κι επιταγές κλεφτών,
τα μάγια των μαγισσών σου λύσε
και τη μάσκα βγάλε των φρικιών.



                         Ήλιος ο πρώτος


Πρωί, τα πτηνά στον ουρανό βολτάρουν,
διαβάτες προσπερνάνε βιαστικοί,
πάχνη κόλλησε στα φθινοπωρινά πεσμένα φύλλα,
ξυπνάει η μέρα και χασμουριέται.

Πιο πέρα ένας οδοκαθαριστής,
με σκούπα από φτερά στρουθοκαμήλου,
χτενίζει χαλαρά τα πεζοδρόμια
και η μέρα τεντώνεται.

Το πρώτο λεωφορείο της γραμμής,
μαζεύει εργατικούς και μαθητές
και κάτι ηλικιωμένους συνταξιούχους,
πούχουν συνηθίσει να ξυπνάν νωρίς.

Οι καθαρίστριες στις τράπεζες
και στ άλλα δημόσια κτίρια,
τακτοποιούν και τοποθετούν στα βάζα λουλούδια,
να ανοίξει η καρδιά του πελάτη και το πορτοφόλι.

Ένας τύπος έχει ξεμείνει
στο πεζοδρόμιο του μπαρ
και σκέφτεται τη δικαιολογία
που θα του ανοίξει την πόρτα της κυρά Μερόπης.

Τάξη, αταξία, οργάνωση, ανοργανωσιά,
όλα μαζί συνθέτουν το θολό πρωινό,
μέχρι να βγει ο ήλιος να ξεκαθαρίσει
τα πράγματα.

Και να! βγαίνει περίλαμπρος και
φωτίζει μουσικά την πόλη,
μ αχτίνες ζεστασιάς και θαλπωρής
και φέρνει στη θέση τους όλες τις σκέψεις και τα νοήματα.

















Μας ήρθε τις προάλλες στην παρέα
ένας τύπος με παράξενη μαλούρα
και στου καφενείου την κάπνα και θολούρα
τάβρισκε όλα όμορφα κι ωραία.

Όταν κοντά μας πλησιάζει,
όλο ύφος και μυστήριο στην όψη,
μας σνομπάρει, μας μετράει, μας διαβάζει
και συγκαταβατικά μας έχει στα υπόψη.

Πίσω του έχει καλλιτέχνη ιστορία
κι ίσως γι αυτό να τρέφει μούσια,
φοράει πάντα μαύρη κελεμπία
κι όπως ανακαλύψαμε έχει γυναίκα πλούσια.

Το μαλλί του είναι χύμα κοτσιδάκια
και τα γένια του αξύριστα και άσπρα,
στο ξεφωνητό τον έχουν σαν περνάει τα παιδάκια
και η φήμη του ανεβαίνει μέχρι τ άστρα.

Φιλοσοφικά τον τυλίγει μία αύρα,
στην ομήγυρη κλέβει την προσοχή,
μα έχει νύχια βρώμικα και μαύρα
και στις σφαλιάρες μεγάλη αντοχή.

Δυστυχώς του φίλου μας σοφού και καλλιτέχνη,
με τη μαύρη φορεσιά και τη μαλούρα,
το κορμί του βγάζει οσμές και ζέχνει,
γιατί μαζί με εξυπνάδες του φεύγουν και τα ούρα.

















Για λίγα στη ζωή μου νιώθω θλίψη
πράγματα, που χάθηκαν ή μούχουν λείψει,
καθώς και για εικόνες ζοφερές
και κάθε είδους τραγωδίες και συμφορές.

Θλίψη αισθάνομαι διαβάζοντας για εγκλήματα στον τύπο
ή όταν έναν έρωτα σφοδρό εγκαταλείπω,
ακόμη κι όταν γκάφες προκαλούν τη θυμηδία,
σ εμένα φαίνονται κόλλυβα από κηδεία.

Πολιτικός όταν κάνει κουμπαριές
και τζογαδόρος όταν ρίχνει τις ζαριές,
μοιάζουνε πλάσματα κενά κι απελπισμένα
και μεταδίδουνε τη θλίψη τους κι εμένα.

Στον παγωμένο το χειμώνα τουρτουρίζουν
και τζάμια αυτοκινήτων καθαρίζουν,
παιδιά σε ηλικίες τρυφερές
και θλίψη προκαλούνε στις ευαίσθητες καρδιές.

Ο καλοζωισμένος βολεμένος νοικοκύρης,
σε καρφιά ισορροπεί ωσάν φακίρης,
όταν κυβέρνηση ή υπουργός αλλάζει,
θλίψη κι αγωνία για τη θεσούλα του στάζει.

Τα ζώα όποιος φροντίζει κι αγαπάει
και τα φυτά και περιβάλλον τα προσέχει,
θλίβεται όταν κάποιος τις αξίες ξεπουλάει
κι απ την καταστροφή τους πλούτη έχει.

Αισθάνεσαι θλίψη,
βλέποντας γύρω σου τη σήψη,
που τη ζωή έχει συνθλίψει,
κι αυτούς πούπρεπε νάχουν τύψεις,
βρες το θάρρος να τους συντρίψεις.










Είτε λέγεσαι Οδυσσέας,
με ατέλειωτα σπουδαία κατορθώματα,
με παραμυθένιες περιπέτειες
που φουσκώνουν τα στήθη και τα μυαλά των παιδιών,
με φανταστικές συναντήσεις γιγάντων και θρύλων,
με δοξασμένες μονομαχίες ηρώων
που αναστατώνουν έφηβους.

Είτε λέγεσαι Οιδίποδας
αντίπαλος του σκότους,
της άθλιας βούλησης των θεών,
της απελπισμένης μοίρας των ανθρώπων,
και του συντριπτικού τέλους.

Είτε λέγεσαι Άμλετ,
του σπαρακτικού μονόλογου,
της τραγικής θείας χάρης και της γονικής εκτέλεσης.

Μήπως αν λέγεσαι Δον Κιχώτης
ιππότης των ανεμόμυλων,
προστάτης της κάθε Δουλτσινέας,
υπερασπιστής των αδυνάτων.

μπορεί και νάσαι υπεράνθρωπος, του Νίτσε ή
ο Σούπερμαν με το μανδύα ν ανεμίζει,
παλεύοντας με τη γνώση ή με τους εξωγήινους.

Εμείς θα σε λέμε ήρωα, ένδοξο, μαγικό, λατρεμένο.
Κι αν είσαι Βόιτσεκ,
των θρησκευτικών πολέμων, τρομαγμένος και ρημαγμένος
πνιγμένος στους βάλτους των ενοχών σου.

Κι αν είσαι ανώνυμος Κάπα,
γρανάζι μιας μηχανής που αλέθει
την αθωότητα σε ενοχή
και σε δικάζει σε αιώνια καταφρόνια.

Κι αν είσαι ο Μερσώ ο ξένος,
σε πυρακτωμένη έρημο,
να σέρνεις τα δολοφονικά σου βήματα,
στης μάνας σου τον τάφο.

Κάποια στιγμή, θα φανείς, μετά από ατέλειωτη προσμονή,
που εμείς οι κλόουν του πλανήτη,
θα σ αναγνωρίσουμε σαν αντιήρωα της σκηνής,
σαν τον Γκοντό της Λύτρωσης.







Ξεκίνησα με κόκκινες διαθέσεις,
ξανοίχτηκα σε πέλαγα φωτιάς,
ξαπόστειλα φοβίες κι επιθέσεις
και βρέθηκα στην άκρη του ποτέ.

Ζωγράφισα το θείο με μελάνι,
συνέθεσα σονέτα με μπογιές,
έγραψα μήνυμα αιμάτινο στεφάνι
και λούφαξα στο χιόνι της αυγής.

Δεν έχει δρόμο απ το χάος να διαβείς,
δεν έχει λύπηση ούτε συμπόνια,
όλα γυρίζουν κι αναμένουν ν ανεβείς
στα πιο ψηλά του όρους μονοπάτια.

Σήκω απ τον ύπνο του δικαίου ζωντανός,
ρίξε τα δίχτυα σου σε άδηλο λιβάδι,
σπρώξε το θάνατο να μείνει μοναχός
κι έλα μαζί να τραγουδήσουμε το αύριο.

Κόκκινος θάναι πάλι ο ουρανός,
άλικη η μουσική διαμαρτυρία,
αίμα με δίκιο θα ξεπλύνει ο αμνός
θα ρίξει κεραυνό η ιστορία.




















                              Κύριε ελέησον



Πολύ δραστήριος ο φίλος μου.
Άνοιξε τα φτερά του πολύ νωρίς.
Διάβασμα, δουλειά, παρέες,
δουλειά, καφενείο, κορίτσια, δουλειά, δουλειά…
Γράμματα, βιβλία, εργαστήρια, πτυχία, έρευνα.
Όλα με ένταση και δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Έρωτας, γάμος, παιδιά, δουλειά.
Παρέες, άθληση, παιγνίδια, δουλειά, δουλειά.
Κοινωνική δραστηριότητα, αγώνες, διεκδικήσεις.
Φιλοσοφημένος ο φίλος μου.
Ήξερε ότι η ζωή είναι πεπερασμένη
και θέλησε να γευτεί όλες τις χαρές της, να την χορτάσει.
Μπροστάρης σε όλες τις προκλήσεις, τις εκδηλώσεις,
ερευνητής σε όλες τις πτυχές της ζωής.
Γνώστης των καταστάσεων, βαθύς γνώστης
της πολιτικής και της ουσίας της ζωής.
Όταν τελειώσει η κλεψύδρα της ζωής του,
θα φύγει ικανοποιημένος ότι
κατάλαβε γιατί έζησε.
Έπιασε το νόημα της ζωής, την καβάλησε
σε όλο το μήκος και το πλάτος της,
ανάλογα πάντα με τις δυνατότητές του.
Ξεζούμισε τη ζωή, γνωρίζοντας ότι είναι ο ίδιος
ένας ασήμαντος κόκκος άμμου στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Κύριε ελέησον.




























Μη χάνεις στιγμή

γυρίζει η μοίρα και μου κάνει.

Εξαργύρωσε το λαχείο του ονείρου

πριν φύγει και χαθεί,

πριν πεθάνει.

Γιατί αν χάσεις τα όνειρά σου,

θα χεις χάσει το μυαλό

και την καρδιά σου.























                         Λευκά πουκάμισα.



Φρακάρει το άνοιγμα,
ξεχειλίζει η ντροπή
και πνίγει την αδιαφορία
της μπουρζουαζίας.

Ακόμη μια μέρα
με αμέτρητα νεκρά μωρά,
ακόμη μια νύχτα παγωνιάς
και πείνας για τον πλανήτη.

Γαλάζια αδιαφορία,
κίτρινη περιφρόνηση,
καφέ σκούρα συνενοχή,
κόκκινη αγανάχτηση.

Πετούν τα συνθήματα,
ουρλιάζουν τα πλακάτ,
κλάματα από δακρυγόνα,
αίμα στα λευκά πουκάμισα.



























Τη σημασία οφείλω να ξέρω, της στιγμής
και την πορεία μου να μπορώ να εκτιμήσω,
να βγάλω νόημα της κάθε εποχής
και τις μεταμορφώσεις, σωστά να κατανοήσω.

Για παράδειγμα μια αναδρομή θα κάνω,
των φάσεων που στη ζωή μου πέρασα,
τις μεταμορφώσεις να επισημάνω
και τις μορφές, μέχρι σήμερα που γέρασα.

Χάθηκε απ τον κόσμο το μωρό,
που απεικονίστηκε σε μερικές φωτογραφίες,
χανόταν κάθε τόσο θεωρώ,
όσο άλλαζε μορφή και ηλικίες.

Θυμάμαι όταν έγινα παιδάκι,
που άλλαξε η φάτσα εντελώς,
καμία σχέση το τότε τερατάκι,
με το άλλο που του βγήκε ο αφαλός.

Τα χρόνια πέρναγαν και οι μορφές
αλλάζανε, μ επιρροή από αίτια γενετικά,
αλλά και συνθηκών μεταστροφές,
οπότε είχαμε διαφορετικά παιδιά, σταδιακά

Οι διάφορες μορφές παιδιού,
έδωσαν τη θέση σε παλικαράκι,
που κι αυτό με τη σειρά κομπολογιού,
γινότανε όλο και πιο πολύ αντράκι.

Φαντάρος, σπουδαστής και εργαζόμενος,
έρωτες, παντρειές και γεννητούρια ,
συνέχεια αλλαγές ο υποφαινόμενος,
άλλες βραδυφλεγείς κι άλλες με φούρια.

Το άλμπουμ άμα ανοίξεις στη σειρά
και χρονολογικά μια σύγκριση αν κάνεις,
θα δεις πρόσωπα που φύγαν σιωπηρά
και με σκέψεις το μυαλό σου θα τρελάνεις.







Ίσως ν άχουν  δίκιο των φιλόσoφων τα χείλη,
όταν με σιγουριά, ο θάνατος, μας λένε,
είναι μια αλλαγή μορφής στην ύλη
και έτσι πρέπει να το δεις, άνθρωπε τρομαγμένε.

Δηλαδή έχει σβηστεί απ τον κόσμο το μωρό
και το παιδί, το παλικάρι, ο φαντάρος,
έχουν χαθεί οριστικά, όσοι τραβήξαν το χορό
και στο τέλος θα μιλήσει κι αυτός που λέμε, ο χάρος.

Μικροί θάνατοι συμβαίνουν στη ζωή μας
και χάνονται στιγμές και μορφές αγαπημένες,
είμαστε δέσμιοι μιας θείας παντομίμας
και μόνο οι ελπίδες μας είναι ονειρεμένες.

Μια μεταμόρφωση λοιπόν, είναι η ζωή,
ένας ωραίος κύκλος μες τη φύση,
και κοίτα, εκμεταλλεύσου τη στιγμή,
γιατί στα σίγουρα θα σε βρει και η δύση.

Γι αυτό καλό θα είναι ένα όνομα ν αφήσεις,
μια ανάμνηση γλυκιά και σοβαρή στους απογόνους,
το πέρασμά σου απ τη γη φρόντισε να σφραγίσεις,
με προσφορά, για καλύτερους επόμενους χρόνους.






























                                  Μη



Μην αρχίζεις πάλι τη μουρμούρα,
Χαλάρωσε και απόλαυσε τον καφέ.

Μη τρως βιαστικά,
Ηρέμησε κι απόλαυσε το γεύμα.

Μη μιλάς πολύ,
Η οικονομία λόγου είναι χρυσός.

Μη πειράζεις τα κορίτσια,
Συνέχισε το θέλουν.

Μη χαζεύεις στο δρόμο,
Υπάρχουν αυτοκίνητα.

Μη σπαταλάς τα λεφτά σου,
Έρχονται δύσκολες εποχές.

Μην ανέχεσαι,
Θα σε καβαλήσουν.

Μη τους ακούς,
Θα σε τυλίξουν.

Μη τους πιστεύεις,
Θα σε κάνουν δικό τους.

Μη, μη, μη….επιτέλους ξεσηκώσου…..















Επίσκεψη αν κάνεις στα παλιά
και ιστορίες ξαναζωντανέψεις,
θα βρεις αγάπες, έχθρες, και λυγμούς,
θα συναντήσεις φωτεινά ξέφωτα
και σκοτεινές ατραπούς.

Αν της ζωής σου θυμηθείς χαρές και λύπες
κι αν αναμνήσεις πλημμυρίσουν τα εγώ σου,
μπορεί να φέρουνε στιγμές οδυνηρές
και ίσως κάποια λάθη κι υποσχέσεις.

Μέσα από γκρίζα μονοπάτια ονειρικά
κι ουράνιου τόξου χρώμα λαμπερό,
φτάνει στο σήμερα μια μνήμη ζωντανή
ανάσες από ξεχασμένες σχέσεις και φιλίες.

Με το τηλέφωνο κάποια στιγμή
ή με γραπτές   επιστολές
να επιστρέψουνε αλλοτινές ευκαιρίες
προσπαθείς, αλλά μάταια, ο χρόνος άλλαξε οριστικά.

Κοκάλωσαν πρόσωπα και σώματα,
μέσα στη δίνη των ετών των εποχών,
πάγωσαν νοήματα κι ιδέες
στις θερμοκρασίες ξεχασμένων μυαλών,
και στον καμβά κάποιας πρόωρης ευτυχίας.

Παρατατικός και παρακείμενος, οι μορφές,
μείναν ορφανές στο τετράδιο της λησμονιάς,
αγάπησαν κι αγαπήθηκαν
σε κάποιο μακρινό αστέρι τ ουρανού.

Άλλαξαν τοπία και μορφές,
μέστωσαν, γέρασαν κάποιοι φίλοι κολλητοί,
άλλοι χάθηκαν στην πορεία
στο ταξίδι για την αιωνιότητα,
κι εσύ μόνος μες το πλήθος νέων γνωριμιών, αναπολείς.

Φεύγει και για σε, κυλά ο πανδαμάτωρ,
κάπου στον ορίζοντα ή πιο κοντά
χαράζει κι ο δικός σου ο καιάδας,
βιάζεσαι να ξανασυναντήσεις μορφές θρυλικές για σένα,
να πιεις μαζί τους τον καφέ και τη ρετσίνα της μνήμης.





Μοναξιά είσαι η πιο όμορφη παρέα,
σ εκτιμούν όλου του κόσμου οι μοναχοί
κι όποιος πει στη ζωή δεν είσαι ωραία,
δεν έχει τύχει να σε γευτεί με προσοχή.

Ενδιαφέρουσες οι σχέσεις κι οι φιλίες,
τα παιχνίδια, οι συζητήσεις κι οι χοροί,
μα η ζωή έχει κι ατυχίες
κι ο καθένας πρέπει και μόνος να μπορεί.

Πρέπει ο άνθρωπος και μοναξιά να μάθει,
να την περνάει με τον εαυτό του ειρηνικά,
να κατευνάσει τα πάθη και τα λάθη
και χόμπι ν αναπτύξει δημιουργικά.

Το τζόκιν, το κολύμπι, το βιβλία,
είναι λύσεις προσιτές και ευχερείς,
μπορεί ένα όργανο να μάθεις στο ωδείο
κι άλλα χόμπι της αρεσκείας σου να βρεις.

Τα σταυρόλεξα, το γράψιμο, το σκάκι,
είναι ακόμη διέξοδοι εφικτοί,
πόσο ωραία δίπλα στο αναμμένο τζάκι,
να βλέπεις ταινία και ν ακούς τη μουσική.

Μια εκδρομή σε μια χώρα εξωτική
και ξεναγήσεις σε τοπία και σε μουσεία,
είναι μια άλλη ωραία προοπτική,
που ενισχύει της μοναξιάς τη σημασία.

Είναι αλήθεια ότι αν πρέπει να διαλέξεις,
μεταξύ της μοναξιάς και μίας σχέσης,
θάναι λάθος η επιλογή ζωής  μονήρης,
γιατί τότε θάσαι σκέτος κακομοίρης.

Αν όμως η τύχη σου τα φέρει
και βρεθείς στη μοναξιά,
μία μέρα μεσημέρι,
θα σε πιάσει απελπισιά.









Γι αυτό προηγουμένως πρέπει νάχεις ετοιμάσει,
μονοπάτια για καλό και για κακό
κι όταν η παρέα πάει να σε ξεχάσει,
θάχεις έτοιμο από πριν το γιατρικό.

Όταν παρέα μ επιμονή αναζητάς,
από αντίδραση πολλοί σε αποφεύγουν
και χρειάζεται από πίσω να κολλάς
και φιλία με το ζόρι να σε φιλεύουν.


Οπότε αναθεώρησε απόψεις σου και ζήσε
ευχάριστα με παρέα το είδωλό σου,
τότε στους φίλους πιο ελκυστικός θα είσαι
και θάναι δίπορτο για σένα το όφελός σου.



































                                      Να…..


Να παίρνεις είναι φρόνιμο,
Να δίνεις είναι ωραίο.

Να δανείζεσαι ωφέλιμο,
Να δανείζεις ρίσκο.

Να χτίζεις θέλει μαστοριά,
Να επισκευάζεις τέχνη.

Να μαθαίνεις είναι χρήσιμο,
Να ξεχνάς μοιραίο.

Να ερωτεύεσαι ζωή,
Να εγκαταλείπεις πόνος.

Να αγοράζεις εύκολο,
Να πουλάς δύσκολο.

Να ντύνεσαι απαραίτητο,
Να γδύνεσαι σεξάτο.

Να παίζεις είναι της ηλικίας,
Να σε παίζουν είναι της βλακείας.

Γι αυτό Να προσέχεις το Να….






















Ήταν Μάγος,
ήξερε πολλές δεξιοτεχνίες
και δεν έχανε ευκαιρία να τις επιδεικνύει.

Άλλαζε τα μαντήλια με κότες,
τα ρολόγια με αυγά,
τα τραπουλόχαρτα με χαρτονομίσματα,
τα πανέρια με γάτες.

Εξαφάνιζε πορτοφόλια, κέρματα, κινητά,
εμφάνιζε πουλιά, λαγούς, κορίτσια.

Έγινε θρύλος, ο άνθρωπος-μάγος,
ο δυνατός, ο άπιαστος….

Ώσπου προκλήθηκε να εξαφανίσει ιδέες,
να σβήσει νοήματα, να αλλοιώσει θεωρίες.

Δέχτηκε από υπερηφάνεια και αλαζονεία,
πίστεψε ότι όλα τα μπορούσε, ήταν δυνατός, υπεράνω…

Όταν εξαφάνισε τις πρώτες ιδέες, τα πρώτα νοήματα,
τις πρώτες θεωρίες, άρχισαν οι υποψίες.
Δεν μπόρεσε να τις αντικαταστήσει, ή να τις ξαναεμφανίσει.

Στην αρχή διαμαρτυρίες, κραυγές, αλαλαγμοί,
έγιναν διαδηλώσεις, διωγμοί, συλλήψεις.
Επικράτησε σκοτάδι στη σκηνή.

Αυτός σήκωσε τα χέρια, δεν είμαι μάγος,
άνθρωπος κοινός είμαι σαν και σας.
Έγινα αλαζόνας και τώρα προσγειώθηκα.
Λυπηθείτε με!

Και τότε έπεσε η πρώτη ντομάτα….










                             Ο Μαλάκας.



Είναι κατά περίπτωση αεράτος,
ντύνεται κλασικά αλλά στη μόδα,
κριτικάρει εξ αριστερών το κράτος
και πίνει το ουισκάκι του με σόδα.

Η φάτσα του ηλιθίως σοβαρή,
το χιούμορ του γεμάτο αστειάκια,
η έκφρασή του αθώα πονηρή,
παίζει προπό, μα παίζει κι αλογάκια.

Παντρεύτηκε ξανθιά με προίκα,
χοντρέμπορος λαδιού, ο πεθερός,
ρουφιάνος στην ασφάλεια με ένσημα στο ΙΚΑ,
ότι μασήσει κι ότι αρπάξει ο καψερός.

Με τις γυναίκες το παίζει γόης
και με το νου του τις ρίχνει στο κρεβάτι,
περνιέται πηδηχταράς και καουμπόης
μα της συμβίας του το κέρατο βγάζει μάτι.

Υπάλληλος απ όλους ξεχωριστός,
κουμαντάρει το μαγαζί του αφεντικού του,
για τη βλακεία του στο προσωπικό γνωστός
και σύννεφο το δούλεμα του φρούτου.

Στα ποδοσφαιρικά υποστηρίζει πανιώνιο
και δείχνει νάχει αθλητική παιδεία,
όμως κι εκεί είναι το ίδιο ψώνιο
και πέφτει καζούρα γενική και θυμηδία.

Υποστηρίζει τη θρησκεία στις ταυτότητες,
και στο δίσκο της εκκλησίας συνεισφέρει
καταδικάζει των Αράβων τις ωμότητες.
και πολιτικά είναι με τον Καρατζαφέρη

Είναι γνωστός στη γειτονιά σαν ψευταράκος
κι όλοι μαζί του σπάζουν πλάκα
είναι της παρέας ο πυγμαχικός ο σάκος
κι ο πιο άξιος να φέρει τον τίτλο του μαλάκα.









Σε καιρούς χαλεπούς δρέπει
της μιζέριας τους καρπούς,
με μηνύματα από πολεμικούς πομπούς,
ποιος άλλος ο δολοφόνος Μπους.

Σπέρνει θύελλες και βάσανα, θεέ μου,
μυρωδιές σκορπίζει πτωμαίνης,
ποιος, ο δολοφόνος της ειρήνης,
ο πιο τρανός ιστορικά εγκληματίας πολέμου.

Κατάρα, κακό να έχει ψόφο,
μαζί με τα ανδρείκελα της ΣΙΑ,
που στου πλανήτη Γη τη λεηλασία,
αυτός ξεπερνάει τον Αδόλφο.
































                                Όνειρα


Πολύ αργά για δάκρυα φίλε,
πέρασαν πια τα χρόνια εκείνα,
αναμνήσεις και παλιές φωτογραφίες πίσω στείλε
και για καινούργιους έρωτες ξεκίνα.

Άργησες να σκεφτείς και να δακρύσεις,
πνιγμένος μες τα γλέντια και στα πάθη,
δεν είχες μούτρα ούτε τους φίλους ν αντικρίσεις,
να δεις κατάματα συντρίμμια σου και λάθη.

Νόμιζες η ζωή θα πει ξενύχτια,
χαρτοπαιξία, γυναίκες και ποτά,
στων φαντασιώσεών σου έπεσες τα δίχτυα,
σπορ αυτοκίνητα, αρμάνι μεταξωτά.

Τώρα λοιπόν που ήρθε η ώρα να πληρώσεις,
δε σούχει μείνει φράγκο τσακιστό,
τα χρέη εκεί που πρέπει ν αποδώσεις,
όλες σου οι ελπίδες είναι στο Ξυστό.

Έχασες έρωτα, φιλία, οικογένεια,
της μάνας και του γέρου το σπιτικό,
σχολεία, γράμματα και του παπά τα γένια
κι έμεινες χωρίς φράγκο και ηθικό.

Τα όνειρά σου τώρα κάνετα πακέτο
και στείλτα με ευχές στον ουρανό,
ίσως τα συναντήσεις κάποια μέρα υποθέτω,
σ άλλη ζωή σ αστέρι μακρινό.
















                                Όταν φύγω


Όταν φύγω απ τον κόσμο αυτό,
δεν θα λυπηθώ για τα αγαπημένα πρόσωπα
που αφήνω πίσω, γιατί….
θα έχω γευτεί όλες τις γλυκές στιγμές που ζήσαμε μαζί…
Άλλωστε θα έχω τακτοποιήσει τα κληρονομικά
και θα έχουν κουραστεί οι δικοί μου
απ τις αρρώστιες του γερασμένου μου κορμιού
και τις παραξενιές μου….

Δεν θα λυπηθώ για περιουσίες,
για φιλίες κι έχθρες της μικρόψυχης ζωής μου…

Δεν θα λυπηθώ για χαμένες ιδέες και
για ευκαιρίες που διέφυγαν….

Όταν θα έρθει το καλοσώρισμα του φευγιού,
όταν θα γίνει η παρουσία μου
συμπαντική σκόνη….
Τότε, θα λυπηθώ για τα χαμένα ηλιοβασιλέματα,
για τα μπουμπούκια των τριαντάφυλλων στη γλάστρα
της αυλής μου,
για το χαρούμενο γαύγισμα της Αμαρέτο,
που έφυγε πιο νωρίς …

Μα πιότερο θα λυπηθώ για τα μολύβια μου,
για τα ημερολόγια που φυλούσα
στα συρτάρια του μικρού γραφείου μου, για το παλιό πληκτρολόγιο,
για το πράσινο ξεθωριασμένο μπουφάν, για το ραδιοφωνάκι
που με συνόδευε μέχρι να κοιμηθώ, για τις παλιές παντόφλες μου….

Ξέρω πού, την άλλη μέρα θα καταλήξουν…..

Όλα αυτά κι εγώ μαζί, θα συναντηθούμε…..
σε κάποιο καινούργιο άστρο και θα συνθέσουμε….
μια καινούργια ποικιλία,
για να συνεχίσει αυτός ο θαυμαστός αέναος κύκλος……








                           Ο ουρανός ανάποδα


Όταν στο παράθυρο ρεμβάζεις
νύχτα με φεγγάρι
και φαντασία στη μαγεία βάζεις
παίζεις άθελά σου του θεού το ζάρι.

Το βλέμμα σου αγγίζει ουρανό,
η σκέψη σου στα σύννεφα πετάει,
χρώματα αιωρούνται στο κενό
κι η ύπαρξη από αίσθημα μεθάει.

Κάποιες όμως στιγμές κολλάει το κοντέρ
και κράζουν τα πουλιά αγριεμένα,
να πάρεις σε καλούν του Άδη ασανσέρ
και νάβρεις σε υπόγεια, όνειρα πεθαμένα

Λέξεις, νοήματα, γκριμάτσες,
σαν κλόουν από τσίρκο διαλυμένο,
κάθε λογής παλιάτσοι και παλιάτσες,
παίζουν σε θέατρο φριχτό και στοιχειωμένο.

Αν  τότε τα ψωνίζεις στο κρανίο,
απ τη δυσοσμία που ο κόσμος μας μυρίζει,
και κάνουν τη ζωή κωλοχανείο,
τότε θα δεις, που ο ουρανός ανάποδα γυρίζει.




















Ο φίλος μου ο Νίκος έξαλλος μας μαλώνει:
θέλεις να λυπηθείς, μου λέει και δε σ αφήνουν,
εκεί που ο νους σου σε θύματα πολέμων, επικεντρώνει,
βγαίνουν τα θρασίμια και τη χολή τους χύνουν.

Γι ανθρώπινα δικαιώματα μιλάν και δημοκρατία,
ελευθερία, δικαιοσύνη και ζωής ποιότητα,
καταριούνται τάχα την ισλαμική τρομοκρατία,
με τόνους ψευτιάς κι επηρεάζουν του <πολύ κόσμου> την ηλιθιότητα.

Αυτός ο <πολύς κόσμος> που το δέντρο μοναχό παρατηρεί,
που συναυλίες κι εκδηλώσεις για τη φτώχεια οργανώνει,
δεν είναι ικανός ολόκληρο το δάσος για να δει
και την πραγματική τρομοκρατία που σαν χωράφι, χώρες ολόκληρες οργώνει.

Οι εκρήξεις «τρομοκρατών» μας τρομάζουν
και τα αθώα θύματα εμπειρία δραματική,
παράλληλα οι δηλώσεις κυβερνητικών μας αηδιάζουν
κι αναρωτιόμαστε πια πράξη είναι πιο τρομοκρατική.

Ο <πολύς κόσμος> συνεισφέρει για τη φτώχεια μια μπουκιά,
μα οι οχτώ την αφαιρούν συνεχώς απ του άπορου το στόμα,
στα στομάχια και τις τσέπες του τρίτου κόσμου κάνουν βουτιά
και δημιουργούν καθημερνά εκατομμύρια φτωχούς ακόμα.

Για τις βόμβες στη Ν.Υόρκη, στο Λονδίνο, στη Μαδρίτη,
οι Μπους, Μπλερ και Σία ανάψαν το φυτίλι,
αυτοί που οδηγούν σε φτώχεια και εξαθλίωση όλο τον πλανήτη,
δείχνουν σ όσους μπορούν να δουν, ποιοι είναι οι εχθρού και ποιοι οι φίλοι.

Ο <πολύς κόσμος> διαχωρίζει,
της εξόντωσης τους τρόπους και τους τόπους,
αποτρόπαιο το χτύπημα στο Λονδίνο χαρακτηρίζει,
αλλά αδιάφορο το ίδιο στου Ιράκ τους ερημοτόπους.

Εξευτελιστικό να τρέχεις στη Ν.Υόρκη ματωμένος
και απάνθρωπος ο χαμός αμερικανών αθώων,
αλλά σ αντίστοιχες εικόνες της Βαγδάτης μένεις ξένος
και χωνεύεις ιστορίες των Νατοϊκών ηρώων.

Από συμφέροντα ο <πολύς κόσμος> και ατολμία,
με υστεροβουλία στρέφει σε λάθος κατεύθυνση την οργή,
δίπλα του είναι ο εχθρός, μπροστά του η ατιμία
κι εκείνος ψάχνει για Μπιν Λάντεν στου Αφγανιστάν τη γη.




Αντί να πετάξει στα σκουπίδια τους οχτώ,
κάθεται κι ακούει ψευτιές κι υποκρισίες,
ανέχεται περί ελευθερίας και δημοκρατίας παραμιλητό
κι απ το στόμα τους να βγαίνουν οχιές κι ακαθαρσίες.

Μα και στη γειτονιά μας παρόμοια η νίλα,
βομβαρδισμός κρατικής τρομοκρατίας
κι ο <πολύς κόσμος> μας γλίτωσε απ του πασοκ τη <σκύλα>
και μας έριξε ομήρους στη <χάρυβδη> της νέας δημοκρατίας.

Ο <πολύς κόσμος> μας, με την πτώση των ρετιρέ χαιρεκακεί
και <δεν βαριέσαι, αλλού χτυπάει η καμπάνα>,
ο συμβιβασμός με την εξουσία καλά κρατεί
και με τις εύκολες λύσεις χάνει το παιδί τη μάνα.

Την πλειοψηφία εκλογών οι μικρόνοες επικαλούνται,
που ούτε τυπικά δεν είναι στα εκατό-πενηνταένα,
χίλια μέσα να την πετύχουν εξαντλούνται
και ποιότητα ψήφου, πνευματικό επίπεδο μονίμως βιασμένα.

Ο φίλος μου ο Νίκος καταλήγει:
ψήγματα αν σου έχουν μείνει από σοφία
και στην καρδιά σου δικαιοσύνη λίγη,
αγωνίσου αγνοώντας του <πολύ κόσμου> την πλαστή πλειοψηφία.
































Το άτομο τουρίστας εν κρανίω.
Το βρεγμένο χώμα μιλάει τη γλώσσα του φθινοπώρου.
Κανένας βουλευτής, παπάς, ιερομόναχος, τραπεζίτης, όρθιος.
Είδηση που θα εισχωρούσε ενδοφλεβίως.
Ο πλανήτης που αργοπεθαίνει.
Ο πλανητάρχης που σκοτώνει.
Ο θεός που οδηγεί πρώτος αυτός κάθε σφαγή στον κόσμο.
Φωτογραφία με μικρό παιδί να σβήνει απ την πείνα.
Πολιτικός που τρέχει όπου του σφυράει το κέρδος.
Να μη μ αγγίξει κανένας πολιτικός  ιός θανατηφόρος, που αναπτύσσεται στον θάλαμο εντατικής θεραπείας που κατοικούμε τον τελευταίο καιρό, με τον ορό στο χέρι και τη μάσκα να της τελειώνει το οξυγόνο.
Μένει μόνος στο βρεγμένο χώμα, τρεις νότες κι ένας στίχος έρημος μοναχός και πάμπλουτος.
Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί απαράλλαχτο, εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα.



 




























Όταν περάσεις τα πενήντα, με το καλό

και διανύεις ίσως το μέσο της ζωής,
αναρωτήσου αν χρησιμοποίησες μυαλό,
κι αν πλέον τις αξίες της φύσης κατανοείς.

Πρέπει να έχεις εμπεδώσει τους κανόνες,
να ξεχωρίζεις την ήρα από το στάρι,
να έχεις λάβει κάποιο μέρος σε αγώνες
και νάχεις συμμετοχή στης κοινωνίας τα βάρη.

Οφείλεις νάχεις ξεκαθαρίσει το τοπίο,
σταθερή κομματική επιλογή,
ιδεολογία, σχέσεις, κοινωνικό προσωπείο,
και να πατάς τα πόδια σου στη γη.

Δε θα μας συγχωρέσει κανείς το δισταγμό,
ούτε τις αμφιταλαντεύσεις,
η πορεία μας πρέπει νάχει άριστα βαθμό
σε ρεαλισμό και όχι σε ανιχνεύσεις.

Τις δυσκολίες, μα και τα προβλήματα,
θα πρέπει να τα βάζουμε προς λύση,
το κόστος να υπολογίζουμε και τα βήματα,
ώσπου η λογική και το αίσθημα νικήσει.

Όταν περάσεις τα πενήντα, με το καλό,

φρόντισε νάχεις πολιτικά κατασταλάξει,
δεν επιτρέπεται να παίζεις σε συντηρητικό ταμπλό,
αλλά με τη συνείδησή σου νάσαι εντάξει.

Μη δίνεις σημασία στις Κασάνδρες,
ότι όλοι νέοι περνάν απ το σοσιαλισμό,
οι ώριμες, γυναίκες και οι πραγματικοί άντρες,
εκεί καταλήγουν κι όχι στο συμβιβασμό.















Ελπίζει, διστάζει, φοβάται,
τα λογαριάζει και βγαίνουν λίγα.
Στύβει το μυαλό του κι αυγαταίνουν.
Πιο πολλά, πιο πολλά, πιο πολλά…

Πρέπει είναι απαραίτητο, αναγκαίο.
Μόνο με την αύξηση δεν γίνεται,
χρειάζεται και ποιότητα
και προοπτική για το μέλλον.

Σκέφτεται τη διαδοχή,
τι θ αφήσουμε πίσω μας.
Όταν θάρθει το τέλος θάναι αργά,
πρέπει να προνοήσουμε, να ετοιμάσουμε,
να στρώσουμε το δρόμο.

Μα η λογική μας κόβει τα φτερά,
μας εμποδίζει.
Κάνε πέρα λογική, θα περάσουμε και χωρίς εσένα…


























                  Περιμένοντας την κοντή



Είναι πρωί, κοντεύει μεσημέρι,
Ο ήλιος λάμπει, ο κόσμος σεργιανάει,
γαβγίζει ο σκύλος στην αυλή,
το φρικασέ φλογίζει.

Καμπάνα ο χτύπος στο μυαλό,
θάρθει το υποσχέθηκε,
αλλά θάναι ολόκληρη,
ή θα φέρει ένα χαμόγελο μόνο;

Την περιμένει με θλίψη,
ανάμικτη με ενθουσιασμό,
να φέρει ένα φακό, μια δάδα,
να λάμψει το τραπέζι του δείπνου.































                               Πιο χαρά



Πιο χαρά κι απ τη χαρά
Είναι οι πρασινοκίτρινες ακτίνες του ήλιου,
Ο αχός απ τις παιδικές φωνές στο πάρκο,
Το μουρμούρισμα του κύματος στην ακρογιαλιά.

Πιο χαρά το σμίξιμο δυο περιστεριών,
Η επικοινωνία μ ένα αστέρι,
Το βαθύ γαλάζιο του νυχτερινού ουρανού,
Η αύρα απ το χαμόγελο του νικητή.

Μα πιο χαρά κι απ τη χαρά,
Είναι τα συνθήματα στη διαδήλωση των φοιτητών,
Είναι η αντίσταση στη βία και αδικία,
Είναι η προσφορά, είναι η δικαιοσύνη.






























                                       Πνεύμα



Αν στη ζωή σου έχεις στόχους και σκοπό,
στο πνεύμα ή στην τέχνη να εντρυφήσεις,
πρέπει πρωτίστως νάχεις ύφος σκυθρωπό
κι έτσι αρχικά με στυλ θα ξεκινήσεις.

Στην πορεία πρέπει νάσαι εκλεκτικός
και δε χρειάζεται τόμους να ξεφυλλίσεις,
ούτε μελέτες κι εργαστήριων το φως,
αρκεί εμφάνιση μπλαζέ να επιδείξεις.

Μια πρώτη ιδέα είναι η μαλούρα,
με μπικουτί η σκέτα κοτσιδάκια,
έτσι θα χτίσεις ένα ύφος όλο θολούρα,
να σε χαζεύουν στις παρέες τα κοριτσάκια.

Μα αν επιθυμείς αποδοχή και χάρη,
από πρόσωπα ανώτερων στρωμάτων,
φόρεσε στο λαιμό πολύχρωμο φουλάρι,
που ελκύει κυριών υπέργηρων πτωμάτων.

Υπάρχει κι άλλος δρόμος για καριέρα,
μα έχει γίνει λίγο ντεμοντέ,
της αριστοκρατίας για να πάρεις τον αέρα,
με λικνίσματα γίνε ανφάν γκατέ.























Η ποίησή του φάνταζε αγία,
δημιουργούσε πάντα στα όρια καρδιάς,
ενός καλλιτέχνη κέντημα, με πανουργία,
μες τις σκιές και μες τα φώτα της βραδιάς.

Η πέννα του είχε αυτό το κάτι,
που συναρπάζει τον απλό λαό
και η μούσα του λιτή και πτωχοτάτη,
θυσίαζε σ απέριττο ελληνικό ναό.

Ζωγράφιζε του ερωτισμού οράματα
και μελωδίες του στίχου του ελάχιστου,
εξυμνούσε μύρια τόσα θαύματα,
μισοκρυμένα μες τις φράσεις του.

Τις αναμνήσεις ρίχνει σε ποιητικό καμίνι,
πυρώνουν κι αγριεύουνε οι στίχοι,
σα μουσική, τη νύχτα μακρινή που σβήνει,
από την πρώτη ποίηση της ζωής μου, ήχοι.

Ψεύτικα του καιρού μηνύματα,
φέρανε γηρατειά και καταφρόνια,
μείναν στους τοίχους άγραφα συνθήματα,
αλήθεια πόσο χάρηκε τα περασμένα χρόνια.

Κάθε προσπάθεια καταδίκη είναι κι αυτή,
δεν έχει τραίνο, δεν έχει οδό,
χωρίς διαβατήριο, χωρίς άδεια γραφτή,
έτσι που τη ζωή του ρήμαξε εδώ.

Ασυλλόγιστη καρδιά, βαθιά θαμμένη
και συναισθήματα που πέταξε στις θάλασσες,
ένα αγριόχορτο ολομόναχο θα μένει,
σε μια ζωή που ρήμαξε και χάλασε.

Εστέρεψαν δεξαμενές της ηδονής
και πνίγηκε στα κλάματα το θάρρος του,
χέρι βοήθειας δεν του πρόσφερε κανείς
κι απόμεινε μόνος, με τη θωριά του άρρωστου.









Τις αγωνίες του τύλιξε με τάξη,
καμιά δεν ξέφυγε, δεν λείπει,
μοιάζουν με φλογισμένο κόκκινο μετάξι
και περιτύλιγμα αποθάρρυνση και λύπη.

Είναι έτοιμος από καιρό και θαρραλέος,
μα η ζωή φεύγει του λέει βιάσου,
η γιορτή θ αρχίσει, πανώριο κλέος,
με τα εξαίσια όργανα, ενός μυθικού θιάσου.










































Ποιος δεν γνωρίζει, ας αναλογισθεί,
το πόσο δίκαιες κι αναλογικές ειν οι εκλογές,
το να ψηφίζουν στα ίσα, της πείνας οι μισθοί,
με υψηλά συμφέροντα και δόλιες συναλλαγές.

Ποιος δεν γνωρίζει, ας πίσω του κοιτάξει,
πως διεξάγονται ελεύθερες αρχαιρεσίες,
μηχανισμούς, χορηγίες, δωροδοκίες, όλα εντάξει,
εκβιάσεις, και τελευταίας στιγμής ευεργεσίες.

Ποιος δεν γνωρίζει, ας θυμηθεί,
κατευθυνόμενο ή πουλημένο συνδικαλισμό,
που αναγκάζουν τον εργαζόμενο να κοιμηθεί
και να κάνει ένα ηλίθιο συμβιβασμό.

Ποιος δεν θυμάται, ας ξυπνήσει επιτέλους,
πως τέσσερα χρόνια τους κυβερνώντες απειλεί,
ότι θ ανοίξει της ανομίας τους φακέλους
και θα τους στριμώξει όλους, σ ένα τεράστιο της φυλακής κελί.

Μα όταν η ώρα της συνέπειας πλησιάσει,
τότε σειρήνες του στενού συμφέροντος σφυρίζουν,
κι αντί στην κάλπη την καταδίκη τους ν αδειάσει,
υψηλές προσωπικές προσδοκίες και ταξίματα, τα πόδια του λυγίζουν.






















                              Πομφόλυγες



Ακούω να σκάει το βαθύ γαλάζιο κύμα,
ανασαίνω το τραγούδι της Νίνου,
προσδοκώ την  έλευση του άγνωστου,
φιλοδοξώ να μείνω άστεγος και άσχημος.

Όταν βήχω το ραδιόφωνο σταματάει να παίζει,
τα πουλιά στον ουρανό σχηματίζουν μελωδίες,
ο κόπος μας για το ψωμί μένει ελεύθερος στο χορτάρι
και το πράσινο μετατρέπεται σε φλύκταινα που όζει.

Φύγε έξυπνο περιστέρι,
κλείσε τα φτερά σου και πέτα στο γνωστό,
παραμέρισε δρόμους εφιαλτικούς,
ράντισε με ξινισμένο κρασί τα τείχη,
σφύριξε κλέφτικα στη μοίρα σου.

Δεν μπορείς, είναι αδύνατο να είσαι εσύ,
πρέπει να αποφασίσεις για όλους τους άλλους,
ν ανοίξεις τις φλέβες σου με μολύβι
και να καταπιείς ουίσκι με μελάνι.

Δόξα στους στρατιώτες του απίθανου,
στα κανόνια που ζωγράφιζες παιδί,
λαμπρό πεδίο τα τανκς που γκρεμίζουν
και πολλαπλασιάζουν την αντίσταση.

Σκατά, ψιθύρισες με γλυκό χαμόγελο,
αρνείσαι να δεχτείς το αδύνατο,
κοινωνίες στο ρετιρέ της αισιοδοξίας,
θεμέλια στην αντικοινωνική στρατηγική.


















Ντύθηκαν οι ιδέες κι οι σκέψεις,
φόρεσαν πέπλο και μανδύα υποκρισίας,
αρνήθηκαν συμφωνίες κι υποσχέσεις
κι έγιναν ροκ δεσμώτες βίας.

Φύτρωσε η γη, γεννήματα σπουδαία,
βλαστούς, σενάρια, πίνακες, χορτάρι,
πέρασε κρίσα, αραίωσε και νάτα,
έγιναν άνθη και προϊόντα ραφινάτα.

Βγήκε ο ήλιος, ζέστανε η φύση,
άνοιξαν πέταλα, άνοιξαν μυαλά,
φώτισε η νύχτα, άστραψε η ελπίδα,
όλα καθάρια τα ξεπλένει η καταιγίδα.

Χρώματα σκόρπισαν, ρυθμοί χορεύαν,
Άνθρωποι κι άνθη γίναν ένα,
μες το τρελό τους ανοιξιάτικο τσαντίρι,
χύθηκε, σκέπασε τα πάντα η γύρη.

Κι όλη η γης ξανάνιωσε, ξυπνάει,
πετάει της αμάθειας τα κουρέλια,
γνώση, ιδέες, επανάσταση ζητάει
κι όλη η πλάση ντύνεται στα πράσινα.




















                        Πρωινή δροσούλα



Μπαίνουν, βγαίνουν,
συναθροίζονται, αγωνιούν, παιδεύονται,
μπερδεύουν σώματα, ψυχές, ιδέες, νοήματα.
Κλειδώνουν τα σπίτια, τα χρηματοκιβώτια,
τις σχέσεις, τις συναλλαγές.
Εμπορεύονται προϊόντα, παράγωγα, ακίνητα
και κινητά, πετούμενα και ριζωμένα,
άδεια και γεμάτα.
Παζαρεύουν υγεία, παιδεία, οικογένεια, θρησκεία, κοινωνία
κι όταν κουραστούν, δίνουν τη σκυτάλη
στους επερχόμενους,
για να συνεχίσουν το έργο, να σκοτώσουν την ψυχή.

Διώξτε το παλιό, νέοι,
είναι σκουριασμένο, λερωμένο, φθαρμένο.
Ανοίξτε φτερά, ζήστε με την καρδιά, όχι με το μυαλό.
Χαλαρώστε κι αφήστε το ποτάμι της ζωής
να σας παρασύρει σε τόπους,
όπου τα πουλιά ακόμη κελαηδούν
κι όπου το χορτάρι είναι ακόμη νωπό,
απ την πρωινή δροσούλα.



























Νάτος που στρίβει απ τη γωνία,
στητός αεράτος με φωτογένεια,
έτοιμος του κράτους να πάρει τα ηνία,
γόνος αυτός από λαμπρή οικογένεια.

Αυτοί οι επώνυμοι πως ξεχωρίζουν,
το είχα στη ζωή μου απορία,
μάλλον κάτι διαφορετικό μυρίζουν,
ακριβή κολόνια και θεωρία.

Οι καλλιτέχνες αφήνουν μούσια,
στοχεύοντας στης τέχνης τ άκρα,
άλλοτε επίτηδες άλλοτε ακούσια,
φοράν αμπέχονα, τρέφουν φαλάκρα.

Οι πολυπράγμονες καθηγητές,
που κάποτε ήσαν τυρανικοί,
τώρα φοβούνται τους φοιτητές
και έχουν όψη αλβανική.

Οι μουσικοί έχουν φουλάρια
και οι ζωγράφοι τα μπερεδάκια,
οι διανοούμενοι μοιάζουν με ψάρια
κι οι ηθοποιοί έχουν μπουκλάκια.

Ν απολαμβάνεις αν θες τιμών
και μεταχείρισην ιδιαιτέραν,
κάνε σωστόν κι έξυπνον ελιγμόν
και νυμφεύσου βιομηχάνου θυγατέραν.


















Πέταξε στον αέρα σκόρπιες λέξεις,
έριξε σε λάσπες κάποια νοήματα,
ήθελε από σένα να προσέξεις
μίξη να κάνεις και να βγάλεις ποιήματα.

Εικόνες δίνει να πλανιούνται στο μυαλό σου,
φωτογραφίες με μεγάλη σημασία,
τρέξε και μάζεψε σου λέει για το καλό σου,
και φτιάξε άλμπουμ για μια νέα παρουσία.

Οπτασίες και όνειρα σωρός,
στα προσφέρει χωρίς να σε ρωτά,
φανταστικός στροβιλίζεται χορός,
να συνθέσεις νοητά ψηφιδωτά.

Νεράιδες και άλλα ξωτικά,
παραμύθια ψιθυρίζουνε στ αυτί,
για αισθήματα τρελά ερωτικά,
θυμήσου, γράψε μια νουβέλα καυτή.

Σου κατεβάζει τ άστρα απ τον ουρανό,
μακρινούς ήλιους, νεφελώματα
χρειάζεσαι ουράνιο γερανό,
να χτίσεις στo σύμπαν οχυρώματα.




















                Το κυνήγι του Βασιλιά


Τον βλέπεις σκεφτικό και σοβαρό
αμίλητο επί ώρες καθισμένο,
κάτι γκριμάτσες πέρασαν θαρρώ,
απ το ασκητικό του ύφος συμπεραίνω.

Το μάτι του κοιτάζει απλανές,
ο λογισμός του υπολογίζει τις βαριάντες,
γύρω του δεν ακούει τις φωνές,
τον Δον Κιχώτη κυνηγάει του Θερβάντες.

Ξάφνου αλλάζει ύφος στη ματιά,
αγγελικές ακούει μελωδίες,
βρήκε την κίνηση τη σατανικιά,
κι όλα τα άλλα μοιάζουν αηδίες.

Σηκώνει το χέρι αποφασιστικά,
με σταθερότητα, θάρρος πρωτοφανές,
άγριο βλέμμα, ένστικτα δολοφονικά,
μα…σταματά και κρέμεται μετέωρο.

Παρείδε μια συνέχεια σοβαρή,
ο αντίπαλος μπορούσε με θυσία,
ν ακολουθήσει μια διακλάδωση ισχυρή
και να κερδίσει την παρτίδα στην ουσία.

Και πάλι σκύψιμο και σκέψη στη σκακιέρα,
πάλι γκριμάτσες, μελωδίες και μελέτη,
αναθεώρηση της ιδέας πέρα ως πέρα,
ξέχασε ακόμη και το ραντεβού του με την Καίτη.

Μέσα στην αίθουσα επικρατεί σιγή,
όλοι κοιτούν με δέος τον αγώνα,
θα καταφέρει άραγε να βρει
το δρόμο που οδηγεί στο Μαραθώνα…

Περνά ο χρόνος, δευτερόλεπτα, λεπτά,
αδυσώπητο το χρονόμετρο χτυπά,
οι αντίπαλοι σκέφτονται και ενεργούν με βιά,
κι ο πανικός της πίεσης του χρόνου κυνηγά.






Μαλλιά ανακατεμένα, μάτια θαμπά,
λίγος ιδρώτας λάμπει στο μέτωπο,
χάθηκε η τσάκιση στο παντελόνι,
άδεια μπουκάλια, ποτήρια, μολύβια, χαρτιά…

Το πεδίο της μάχης ερήμωσε,
ο νικητής δέχεται τα συγχαρητήρια, την αύξηση του Έλο
κι εκεί στη γωνιά του ο χαμένος θυμάται
τη μοιραία κίνηση, σαν τον Οθέλο…










































                    Το Μαγικό κουτί


Αλληθωρίζεις μπροστά του μέρα νύχτα,
εικόνες ψεύτικες, πολύχρωμα ντεκόρ,
δίνεις και παίρνεις χάρτινα όνειρα,
ουτοπίας προϊόντα πλουμιστά.

Θες δράση, θέλεις αίσθημα,
στο φτιάχνει.
Ολόκληρες και πλέριες ιστορίες,
για το κενό μυαλό.

Καμιά φορά σου πέφτει μια ευκαιρία,
σου αλλάζει της βραδιάς το σκηνικό,
πετούνε ήρωες, διαβαίνουν οπτασίες,
χορταίνεις βρούβες και αέρα φρέσκο.

Ιδέες χορταστικές σε μπλε απόχρωση,
σκέψεις βαθιές σε ντο ελάσσονα,
σκουπίδια πράσινα, ράκη πνιχτά,
συμπαντικά μεγέθη φωτεινά.

Βιβλίο κράταγες στο χέρι κι ένα τοστ,
μισοάδειο το ποτήρι με το πνεύμα,
λάμψη χλιδής στο ένα μάτι,
πόνος σιωπής στο άλλο.

Διακοπή στο ρεύμα και στο νου,
αδειάζει η πλατεία, παγωνιά,
οι ήρωες του Ντίκενς ξαναζούν,
σκουπιδοτενεκές το μαγικό κουτί.


















                               Το πέος




Έδωσε ο θεός στον άντρα το μυαλό

και όπως είχε χρέος

τούδωσε μαζί και πέος,

ελάχιστο όμως αίμα, που δεν φτάνει ταυτοχρόνως για τα δυο.









































Είχα τύχη βουνό,
όλα πήγαιναν εύκολα και πρίμα.
τα λεφτά αυγάταιναν στην τράπεζα,
οι πωλήσεις στα ύψη,
οι μετοχές και τα ομόλογα ανθούσαν,
τα ενοίκια έπεφταν βροχή,
τα λαχεία έδιναν κέρδη.

Και η καρδιά;
Αχ, η καρδιά είχε πρόβλημα.
Φορτηγό με σβησμένα φώτα.
Δεν πλησίαζε ταίρι σε απόσταση αγγίγματος.
Οι άλλες καρδιές μακρινές, ξένες, απλησίαστες.

Και το μυαλό;
Άργησε να ξυπνήσει, να βάλει μπρος.
Όταν κατάλαβε την κατάσταση αντέδρασε,
έδιωξε την τύχη,
πέταξε στις χωματερές τα πλούτη,
έδωσε το βάρος στα αισθήματα.
Και κέρδισε μια νέα τύχη, μια τύχη μικρή,
όσο μια αγκαλιά….






















                                Φεύγω


Ήρθα νωρίς δεκάχρονο αγόρι,
πέρασα μπόρες, καταιγίδες,
έσμιξα χώμα με ιδρώτα,
έκανα λάσπη τα όνειρά μου.

Έφηβος τράβηξα ανηφόρες,
πήρα τους δύσκολους τους δρόμους,
έζησα σε υπόγεια, διαδρόμους
και βγήκα αφέντης του εαυτού μου.

Εφόδια πολλά, προιόντα γνώσης,
φαρέτρα γέμισα με βέλη,
μπαλάσκες, όπλα και πυραύλους,
μιας νόησης, μιας ανθρωπιάς, μιας ζεστασιάς...

Άντρας ώριμος, με σκέψη,
με προσφορά στους συνανθρώπους,
έδωσα-πήρα στο νταραβέρι της ζωής
και άδεια διατήρησα τη στήλη του χρεώστη...

Καρπούς παιδιά, εγγόνια και ιδέες,
συνεισφορά στον τόπο και στο χώρο,
δεν τσιγγουνεύτηκα, τα έδωσα με αγάπη,
κι ας πήρα για αντάλλαγμα το μίσος....

Έτοιμος νιώθω επιτέλους για το ταξίδι,
για τη φυγή μες το μεγάλο σύμπαν,
για την επιστροφή στο τίποτα της φύσης,
για την παράδοση της μορφής που αυτή μου προσέφερε.

Ευγνωμοσύνη αισθάνομαι,
που έζησα,
αυτές τις υπέροχες στιγμές ευτυχίας και δυστυχίας,
μ αυτούς τους υπέροχους συντρόφους,
σ αυτό το νησί της ανυπαρξίας.....





                                  Φίδια


Ξεκίνησα τυφλός, σακατεμένος
στο δρόμο της μεγάλης φωτεινής ελπίδας,
πέρασα δάση ανθρώπινα και ρεματιές,
τσιμεντένιους κήπους, τενεκεδένιες αυλές.

Μούσκεψα σε παραλίες σιντριβανιών,
ξάπλωσα σε παγκάκια λησμονιάς,
κοιμήθηκα ύπνους δικαίων,
ανέβηκα σε λόφους αδιαφορίας.

Πέτρες, ρουμάνια, αγκάθια συνάντησα,
μάτωσα το βλέμμα ακουμπώντας τη δυστυχία,
τα άνθη και καρπούς παραμέρισα
γυρεύοντας να βρω αιτίες και κίνητρα.

Ήταν εύκολη η δουλειά μου,
εκεί στα πόδια μου κείτονταν οι υπαίτιοι,
εκλιπαρούσαν μια συχώρεση, μια λύπη,
ορκίζονταν μετάνοια και πίστη.

Τους έβγαλα τα καλυμμαύχια και τα ράσα,
αφαίρεσα τα ζωτικά τους όργανα,
σκέπασα με μαύρο μαντήλι τις βρωμιές τους
και τους έριξα στη λίμνη της κάθαρσης.

Και τότε ξύπνησαν τα σακατεμένα μέλη μου
και ανάβλεψα,
Είδα μπροστά μου το λάκκο με τα φίδια
και είπα: οι άνθρωποι έχουν το δηλητήριο.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου